Αρχική σελίδα → Εκ Θεού άρξασθε → Σύμμεικτα

Η σχέση μας με τον Θεό δεν είναι δήλωση, είναι πορεία

Σταύρος Θεοδωράκης, εφ. Τα Νέα, 31/3/2007

«Η υπερβολή και η ματαιοδοξία εμάς των κληρικών, αλλά και των χριστιανών, δεν έχει όρια. Κάποτε είχαμε ξύλινα δισκοπότηρα και χρυσούς χριστιανούς. Τώρα έχουμε χρυσά δισκοπότηρα και ξύλινους χριστιανούς»

Ο πατέρας Γεώργιος, ηγούμενος της Μονής του Οσίου Λουκά, μιλά για τον Θεό αλλά και το κιτς που τον περιτριγυρίζει

Το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να πιω ένα ποτηράκι τσίπουρο που μου πρόσφερε η κυρία Γαρουφαλλιά. Είχα περιπλανηθεί αρκετά μέσα στο κρύο, αναζητώντας την επίσημη είσοδο του μοναστηριού. Ήταν ακόμη πολύ πρωί και τα πούλμαν με τους τουρίστες δεν είχαν φθάσει. Οι λίγοι μοναχοί, «κρυμμένοι» στις δουλειές τους, περίμεναν ίσως τον ήλιο για να βγουν στα μεγάλα πλακόστρωτα. Οι πάγκοι με τα σταυρουδάκια, τις κάρτες, τα κομποσκοίνια, αλλά και το βιολογικό λάδι, δεν είχαν ακόμη στρωθεί. Μια καθαρή φωνή και μια δυνατή χειραψία με έκαναν να τον συμπαθήσω από την πρώτη στιγμή. Ίσως να ήταν και ο τρόπος που έριχνε τα μεγάλα κούτσουρα στο τζάκι. Καθόλου δεν δείλιαζε και όταν φούντωνε η φωτιά έστρεφε το βλέμμα του και κοίταγε με θαυμασμό τις φλόγες. Η κυρία Γαρουφαλλιά που με είχε δει στην τηλεόραση στο σπίτι της - «γιατί εδώ στο μοναστήρι δεν έχουν τηλεόραση» - είχε φέρει τη μισή κουζίνα στην Τράπεζα.

Το συναισθηματικό κενό προσπαθεί κανείς να το καλύψει με μία υπέρβαση κι ένα δόσιμο στον άλλον άνθρωπο, στον Θεό. Δεν είναι εύκολο, αλλά δεν είναι και ακατόρθωτο

Τσάι του βουνού, λουκούμια, μουστοκούλουρα, μπακλαβάς νηστίσιμος. Όλα αφημένα προσεκτικά στον άσπρο χειροποίητο σεμέ. «Πώς κι από εδώ;». Η αλήθεια είναι ότι δεν ήξερα καλά καλά τι αναζητούσα στη Μονή του Οσίου Λουκά. Ήταν σχεδόν τυχαίο, αλλά δεν ήθελα να του το πω. «Κατηφόριζα» την Εθνική, επιστρέφοντας από κάτι τηλεοπτικά γυρίσματα στη Μεσσηνία, όταν μου μπήκε η ιδέα να βρω έναν μοναχό να μου μιλήσει για τη ζωή του. Μεγάλη εβδομάδα αρχίζει. «Να πας στον Όσιο Λουκά, κοντά στην Αράχοβα, το σπουδαιότερο βυζαντινό μνημείο της Ελλάδας του 11ου αιώνα».

Μέχρι την τελευταία στροφή το μοναστήρι δεν υπάρχει. Και μετά είναι σαν να βλέπεις ένα φρούριο «αφημένο» στον γκρεμό. Ένας αμυντικός πύργος στη μια μεριά - «είχε άλλους τρεις, αλλά δεν σώζονται» - και δύο μεγάλες εκκλησίες να «αγκαλιάζονται» στο κέντρο της αυλής! Τη μια την έχτισε ο Όσιος Λουκάς και την άλλη ο αυτοκράτορας Ρωμανός για την απελευθέρωση της Κρήτης. «Πρόσεξε το ιερό. Υψώνεται μόνον 7 πόντους και όχι 7 σκαλοπάτια, όπως το κάνουν σήμερα». Και από κάτω κρύπτες και σήραγγες, που στην ανάγκη έβγαζαν τα γυναικόπαιδα στις πλαγιές του Ελικώνα.

Πότε ήρθατε πρώτη φορά εδώ;

Το 1971. Ήμουν σπουδαστής της Εκκλησιαστικής Σχολής. Κατεβαίναμε την πλαγιά και ακουγόταν η Μαντουβάλα. Και παντού μύριζε σουβλάκι. Ήταν περισσότερο τουριστικό αξιοθέατο και λιγότερο μοναστήρι.

Εσείς από πότε είστε ηγούμενος;

Από τον Οκτώβριο του 1987. Έτυχε να συμπέσει η ζωή μου με αυτήν την προσπάθεια. Να βρούμε τον εαυτό μας και παράλληλα να ζωντανέψει ο χώρος. Έγιναν αρκετές εργασίες συντήρησης των κτιρίων που ήταν σε πολύ άσχημη κατάσταση.

Πού γεννηθήκατε;

Στη Νάξο γεννήθηκα και μεγάλωσα. Οι γονείς μου ήταν γεωργοί. Αλλά εγώ είχα μεράκι να γίνω παπάς. Μεγάλωσα στα ράσα του αδελφού του πατέρα μου, ο οποίος είχε 9 παιδιά, αλλά είχε καημό γιατί κανένας από τους 6 γιους δεν έγινε παπάς.

Και γιατί θέλατε να γίνεται παπάς;

Άλλοι έπαιζαν τους καουμπόηδες κι εγώ έπαιρνα το μαντίλι της μάνας μου και το έκανα άμφια, έδενα κι ένα ντενεκεδάκι και το έκανα θυμιατήρι. Η περιοχή μας ήταν γεμάτη από ξωκκλήσια. Ένα μάλιστα, η Αγία Παρασκευή ήταν μέσα στο κτήμα μας. Μου άρεσε να πηγαίνω, να ανάβω τα καντηλάκια, να ασπρίζω.

Και πότε τους ανακοινώσατε: «Εγώ φεύγω για μοναχός»;

Μετά τον στρατό. Εκεί μου δόθηκε η ευκαιρία να σκεφθώ τι θα κάνω, αν θα παντρευτώ ή αν θα αφιερωθώ. Υπηρέτησα επί δικτατορίας 30 μήνες και είχα όλο τον χρόνο να σκεφθώ.

Και τώρα αισθάνεσθε δικαιωμένος από την επιλογή σας;

Εγώ βάζω τον εαυτό μου στους νερόβραστους.

Δηλαδή;

Όταν έχεις ένα όραμα και ο σκοπός σου είναι να πας από εδώ μέχρι απέναντι κι εσύ είσαι λίγο πιο κάτω, τότε τι είσαι; Η σχέση μας με τον Θεό δεν είναι δήλωση, είναι πορεία για τη μεταμόρφωσή μας. Αλλού κάνουμε πίσω, αλλού σημειωτόν. Όποιοι φωνάζουν ότι «εδώ είναι η χριστιανική ζωή», ότι «φθάσαμε», κάνουν λάθος.

Ποια είναι η μεγαλύτερη αμαρτία που μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος;

Μεγάλη συζήτηση. Πολλές.

Για πείτε μου τη σημαντικότερη;

Να είναι εγωιστής. Να έχει έναν εγωκεντρισμό πιο πάνω από το μπόι του.

Και το μεγαλύτερο προτέρημα;

Η πιο μεγάλη αρετή ακόμη και από την αγάπη είναι η ταπείνωση.

Τι είναι ταπείνωση;

Είναι η διάθεση του χριστιανού να είναι καλός με τους άλλους ανθρώπους, την οικογένειά του, να μην είναι εριστικός, να ακούει, να βοηθάει. Πολλές φορές λέω ζητείται ακροατής του πόνου, της οδύνης και των προβλημάτων των άλλων.

Μιλάτε σαν η ταπείνωση να είναι μόνο χριστιανική αρετή.

Όχι, κι έχω συναντήσει ανθρώπους που είναι πιο αξιόλογοι από μας τους μοναχούς ή τους κληρικούς. Ταπεινός είναι ο άνθρωπος που δεν πιστεύει ότι είναι το άλφα και το ωμέγα του κόσμου, αυτός που ξέρει ότι είναι ένας άνθρωπος απλός σαν όλους τους άλλους.

Να μην παίρνουμε δηλαδή πολύ σοβαρά τον εαυτό μας.

Μία από τις μεγάλες αμαρτίες είναι να αγνοούμε και να υποτιμούμε το ανθρώπινο πρόσωπο. Ο πλούσιος δεν βοηθούσε τον φτωχό Λάζαρο, όχι επειδή ήταν πλούσιος, αλλά γιατί δεν τον είδε, δεν τον πρόσεξε, ήταν απασχολημένος με τα πλούτη του.

Υπάρχει κάτι που σας ενοχλεί στην Εκκλησία όπως εξελίσσεται;

Να το πω; Το κιτς που έχει προστεθεί. Βάζουμε στη διαπασών τα μεγάφωνα, προσθέτουμε φωτισμούς, προβολείς, στολίδια.

Εσείς δεν βάζετε μεγάφωνα;

Βάζουμε τρεις φορές τον χρόνο, στο πανηγύρι, τη Μεγάλη Παρασκευή και το Πάσχα. Αλλά μακάρι να ήταν μόνο τα μεγάφωνα. Ο Άγιος Χρυσόστομος λέει ότι κάποτε είχαμε ξύλινα δισκοπότηρα και χρυσούς χριστιανούς. Τώρα έχουμε χρυσά δισκοπότηρα και ξύλινους χριστιανούς.

Και ιεράρχες με Μερσεντές.

Ναι, γιατί η υπερβολή και η ματαιοδοξία εμάς των κληρικών, αλλά και των χριστιανών, δεν έχει όρια. Η κυρία τάδε που βρέθηκε σε μια δύσκολη στιγμή, κάνει τάμα και μας φέρνει μια εικόνα στολισμένη σαν λατέρνα. Εμείς προτιμάμε να στενοχωρήσουμε αυτούς τους ανθρώπους, παρά να αλλάξουμε την αισθητική μας. Όμως σε άλλες εκκλησίες είναι τρομερό αυτό που γίνεται. Δύο μέταλλα είχαμε, το ασήμι και τον μπρούτζο και τώρα γεμίσαμε χρυσά και στολίδια.

Το τελετουργικό της Ορθοδοξίας δεν είναι υπερβολικό; Δεν θα μπορούσατε να αφιερώσετε κάποιες από τις ώρες της προσευχής σε κάτι πιο δημιουργικό;

Κοιτάξτε τα πλαίσια των αρχαιρεσιών είναι δεδομένα, κάθε μοναστήρι όμως είναι μια κοινότητα, η οποία καθορίζει ώς ένα βαθμό τα πλαίσια της ζωής της. Εμείς κάνουμε Εσπερινό στις 6 γιατί έχουμε κι επισκέπτες, άλλοι κάνουν στις 4 ή στις 5. Αλλού είναι πιο αργές οι Ακολουθίες. Εμάς είναι μια ώρα το απόγευμα και δύο με δυόμισι ώρες το πρωί. Εγώ πάντως είμαι της καθυστερήσεως, συνήθως τους στήνω και μερικά λεπτά.

Το μοναστήρι σας είναι συνέχεια ανοιχτό κι έρχεται κόσμος, γυναίκες. Δεν πληθαίνουν έτσι και οι πειρασμοί;

Ναι, αλλά μην ξεχνάτε ότι από την καρδιά εκπορεύεται η πορνεία, η μοιχεία, η κακία, η αδικία, ο εγωισμός. Ασφαλώς και τα εξωτερικά ερεθίσματα είναι πολύ σημαντικά, ιδιαίτερα το καλοκαίρι. Κι ευτυχώς που υπάρχουν το βράδυ οι Ακολουθίες που μας ηρεμούν, γιατί ο αγώνας δεν είναι εύκολος. Και όπως λένε οι παλιοί μοναχοί: «Ο άνθρωπος μέχρι που να πεθάνει η διάθεσή του δεν αλλάζει». Μπορεί να τα βρει με τον εαυτό του, να τον κουμαντάρει, αλλά θέλει εγρήγορση.

Όταν βλέπετε να έρχονται οικογένειες, σκέπτεσθε ότι έχετε χάσει κάτι που δεν κάνατε δικά σας παιδιά;

Όχι. Αυτό που λέτε είναι ένα μείον, αλλά κι εδώ ζούμε σ' ένα πλαίσιο οικογένειας. Το συναισθηματικό κενό προσπαθεί κανείς να το καλύψει με μία υπέρβαση κι ένα δόσιμο στον άλλον άνθρωπο, στον Θεό. Δεν είναι εύκολο, αλλά δεν είναι και ακατόρθωτο. Υπάρχουν στιγμές δύσκολες. Εγώ μόνο βιολογικά νιώθω ότι δεν είμαι πατέρας. Γιατί προσπαθώ να ακούω, να μοιράζομαι... Υπάρχουν πολλοί νέοι άνθρωποι που με αποκαλούν πατέρα.

Τι λέτε στα παιδιά των σχολείων που σας επισκέπτονται;

Τους λέω καλημέρα και τους χαμογελάω. Και τους λέω να είναι ειλικρινείς, να αγωνίζονται, να μην απογοητεύονται, να αγαπούν όλους τους ανθρώπους, όχι μόνον τους ομοίους τους. Τώρα που το σκέφτομαι, τους μιλάω πολύ λίγο για τον Θεό.

Την κουβέντα για το βιβλίο της έκτης δημοτικού, την έχετε παρακολουθήσει;

Πολύ λίγο. Φαίνεται ότι γίνεται μια προσπάθεια να ξαναγράψουμε την Ιστορία. Δεν είμαι ειδικός για να πω αν είναι σωστό ή όχι. Εγώ μπορώ να μιλήσω μόνο για τον χώρο τον δικό μας. Την Κυριακή γιορτάζουμε την επέτειο της κηρύξεως της επαναστάσεως στη Ρούμελη και στην Ανατολική Στερεά. Έγινε στη μονή μας από μια φλογερή μορφή, τον Ησαΐα τον Δεσπότη των Σαλώνων. Σπουδάζοντας στην Πόλη συνδέθηκε με τους Φιλικούς και με τον Μεγάλο Πατριάρχη τον Γρηγόριο Ε'. Και όχι μόνον πολέμησε, αλλά σκοτώθηκε πολεμώντας σε ένα βουνό προς τη Λαμία στη Χαλκομάτα.

Όταν κάποιος μοναχός κάνει κάτι κακό, πώς τον τιμωρείτε;

Ξέρετε η εποχή μας να σηκώνει τιμωρίες; Ο Πατριάρχης της Σερβίας λέει ότι η διοίκηση είναι ένας πειρασμός. Πολλές φορές μπορεί να γίνει ανεξέλεγκτη. Ωστόσο, σήμερα οι μοναχοί είναι πλέον καλλιεργημένοι και διαθέτουν και αυτοί αρκετό εγωκεντρισμό που δεν σηκώνει τιμωρίες.

«Η απληστία μας φανερώνεται και από το τραπέζι μας»

Ποιο πολύ με ενοχλεί το πόσο τρώμε, παρά το τι τρώμε. Σήμερα οι άνθρωποι ρέπουν προς την παχυσαρκία και τη βουλιμία και δεν αρκούνται στο λίγο κι εκλεκτό

Τη μέρα που έφθασα στη μονή οι παπαρούνες είχαν ζώσει τα πλακόστρωτα. «Του Πηκιώνη» μού εξηγεί με περηφάνια ο πατέρας Γεώργιος. Ο γέρο πλάτανος προσπαθεί να σταθεί μέσα στα σιδερένια στεφάνια. Στην πέρα μεριά της πλαγιάς, δυο - τρεις αντρικές φιγούρες «πάλευαν» με τα κλήματα. Η μονή παράγει λάδι βιολογικό και κρασί.

Πόσοι είστε;

Λίγοι είμαστε. Κάποιοι έχουν φύγει για το Μετόχι της Πάτρας, το Πατριαρχείο, τη Μητρόπολη. Εδώ είμαστε ο γέροντας που είναι πολύ μεγάλος και άρρωστος, ο διάκος, ένας ιερομόναχος, ένας μοναχός κι εγώ. Γι' αυτό παίρνουμε ανθρώπους και μας βοηθούν.

Και για τα χωράφια παίρνετε ξένους εργάτες;

Ε, βέβαια. Και σήμερα φτιάχνουν το αμπέλι, το κλαδεύουν και πολύ θα ήθελα να μπορούσα να είμαι εκεί.

Πάντως, έστω κι έτσι, τα καταφέρνετε. Βγάζετε λάδι, κρασί.

Έχουμε κι ένα αρχέτυπο που μας βοηθάει. Ο Όσιος Λουκάς, ο Άγιός μας, αγαπούσε τα ζώα, τα φυτά, τα πουλιά. Όταν χιόνιζε, κι εδώ πέρα κάποιες φορές χιονίζει πάρα πολύ, μάζευε σπόρους κι έβγαινε έξω στα πουλιά για να τα ταΐσει, να τα περιθάλψει. Είχε μια αγάπη για τα άγρια ζώα. Αν κανείς ξεπεράσει τον εγωισμό του, συμφιλιώνεται με τον Θεό και με τα άλλα πλάσματα, ακόμα και αυτά που φοβόμαστε. Ο Άγιός μας διατηρούσε κοντά του δύο φίδια, τα οποία ήταν πολύ φιλικά μαζί του.

Παράξενο αυτό που μου λέτε. Συνήθως τα φίδια στη χριστιανική πίστη αντιπροσωπεύουν το κακό...

Ναι, αλλά ο Χριστός λέει επίσης: «Να γίνεστε ακέραιοι ως οι όφεις και φρόνιμοι ως αι περιστεραί». Βέβαια και μόνον η θέα τους σε ανατριχιάζει.

Ίσως με την επιλογή του ο Όσιος να ήθελε να δείξει ότι τα πράγματα δεν είναι πάντα αυτά που φαίνονται.

Άλλωστε, το φίδι φοβάται πιο πολύ από μας, γι' αυτό επιτίθεται. Και δεν ξέρουμε πόσο βλέπει ή απλώς ακούει, αισθάνεται και αμύνεται.

Το Πάσχα θα φάτε κρέας;

Θα φάμε μαζί με τους φιλοξενούμενούς μας. Σας είπα ότι εδώ είμαστε προσγειωμένοι στα σύγχρονα δεδομένα. Βέβαια σε πολλά μοναστήρια δεν τρώνε κρέας, τρώνε μόνο ψάρια, αλλά εδώ η παράδοση είναι διαφορετική. Κάποτε που είχαν πολλά κοπάδια έψηναν 50 αρνιά για να έρθει ο κόσμος, οι επισκέπτες και να χαρούν όλοι μαζί.

Σας ενοχλεί που στις μέρες μας πλέον ελάχιστοι νηστεύουν;

Πιο πολύ με ενοχλεί το πόσο τρώμε, παρά το τι τρώμε. Σήμερα οι άνθρωποι ρέπουν προς την παχυσαρκία και τη βουλιμία και δεν αρκούνται στο λίγο κι εκλεκτό. Η απληστία μας φανερώνεται και πάνω από το τραπέζι μας.