Η λαογραφία της Αποκριάς

Βάλτερ Πούχνερ*, εφ. Ελευθεροτυπία, 5/3/2011

Το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα της Αποκριάς είναι το μασκάρεμα και η μεταμφίεση.

Πρόκειται για μια από τις πιο αρχαίες εκφάνσεις του ανθρώπινου πολιτισμού, που σημασιοδοτεί την αλλαγή της ταυτότητας. Η προσωπίδα είναι η υλική έκφραση ολόκληρης θεατρικής παράστασης με ένα αντικείμενο, η υλοποίηση της υποκριτικής. Ολοι οι πολιτισμοί γνωρίζουν το εξωτερικό μέσο της εσωτερικής μεταμόρφωσης. Ο μεταμφιεσμένος εκλαμβάνεται ως άλλος, διαφορετικός, αλλαγμένος. Ηδη στους παλαιολιθικούς πολιτισμούς ο κυνηγός μεταμφιέζεται με το δέρμα του θηράματος και μιμείται τις κινήσεις του. Ο στόχος της πράξης αυτής είναι μαγικός, η προσπάθεια του ανθρώπου να επηρεάσει και να προδικάσει τα συμβαίνονται γύρω του με τα μέσα της «αναλογικής μαγείας»: ό,τι μπορώ να ονομάσω, το κυβερνώ, ό,τι μπορώ να μιμούμαι ή να αναπαριστάνω, το χειρίζομαι. Στις μεταμφιέσεις του καρναβαλιού αυτή η μαγική σκοπιμότητα έχει υποχωρήσει και προβάλλεται ένα άλλο στοιχείο, το οποίο θα μπορούσε να ονομαστεί «mundus reversus», ο ανάποδος κόσμος.

Ο όρος «από-κρεως» ή carne-vale (καρναβάλι) σημαίνει αποχή από το κρέας. Η καταγωγή της γιορταστικής αυτής περιόδου, που είναι σήμερα ενταγμένη στο χριστιανικό εορτολόγιο, είναι αβέβαιη. Υπάρχουν πολλές υποθέσεις για την αρχαία γιορτή στην οποία αντιστοιχεί. Το μόνο βέβαιο είναι ότι προέρχεται από το πλούσιο σε γιορτές ελληνορωμαϊκό εορτολόγιο και είναι, όπως και το Δωδεκαήμερο, μια περίοδος που επιστρέφουν οι ψυχές των νεκρών στη γη. Τα πρωτόγονα στάδια της μεταμφίεσης συνδέονται με τη νεκρολατρεία. Η σημερινή μορφή της Αποκριάς διαμορφώθηκε κατά τον Μεσαίωνα και τα βυζαντινά χρόνια. Οι αποκορυφώσεις στις αποκριάτικες δραστηριότητες είναι την Τσικνοπέμπτη, το Σάββατο και την Κυριακή της Κρεατινής και το τριήμερο Σάββατο και Κυριακή της Τυρινής και Καθαρή Δευτέρα.

Το καρναβάλι είναι μια περίοδος ανατροπής των πάντων, απελευθέρωσης και εντατικοποίησης όλων των βιοτικών εκδηλώσεων. Δεν ισχύει η καθημερινή τάξη των πραγμάτων. Αυτή η φιλοσοφία του «ανάποδου» κόσμου εκφράζεται σε πολλές εκδηλώσεις, μεταξύ άλλων και στις μεταμφιέσεις. Πολλά στοιχεία του σημερινού ελληνικού καρναβαλιού προέρχονται από τις διαπομπεύσεις στο βυζαντινό ιπποδρόμιο: το μουντζούρωμα, η γαϊδουροκαβάλα με ίππευση ανάποδα πάνω σε ζώο ή «καμήλα», το κρέμασμα κουδουνιών, η μεταμφίεση σε γυναίκα, η ένδυση με κουρέλια, το πασάλειμμα με στάχτη, πίσσα και άλλα, βωμολοχίες και παντομιμικά υπονοούμενα, όλα αυτά ήταν ατιμωτικές πράξεις εις βάρος του καταδικασμένου που τον γύριζαν, πριν από την τιμωρία του, στο ιπποδρόμιο. Κατά την Αποκριά αυτά τα στοιχεία χάνουν όμως την προσβλητική σημασία τους, γιατί βασικές έννοιες και αξίες του λαϊκού πολιτισμού δεν ισχύουν κατά την περίοδο αυτή. Οι γυναίκες του χωριού, που τον υπόλοιπο χρόνο προσέχουν να μη γίνουν θέμα αντρικής συζήτησης, διασκεδάζουν με τα τολμηρά αστεία των αντρών και ανταποδίδουν την ελευθεροστομία. Το σεμνό και φιλότιμο παλικάρι ντύνεται γυναίκα, μαυρίζει το πρόσωπό του και πειράζει τον κόσμο. Σατιρίζονται ο παπάς και το μυστήριο του γάμου, γελοιοποιείται το δικαστήριο και η ιατρική εξέταση, γίνονται παρωδίες της γέννησης, του γάμου, του θανάτου και της κηδείας. Στο καρναβάλι των αστικών κέντρων σατιρίζονται επίκαιρα γεγονότα της χρονιάς.

Από μια άποψη, ήδη η εορταστική ενδυμασία είναι μια μεταμφίεση. Σε αντίστιξη με αυτή, της εξιδανικευμένης αυτοπαρουσίασης του φορέα, βρίσκεται η θηριομορφική μεταμφίεση, οι δαιμονικοί «αράπηδες»: πασαλείβονται με στάχτη και καπνιά, φοράνε μια προβιά ανάποδα ή ντύνονται με κουρέλια, κρεμάνε κουδούνια και πηγαίνουν έτσι από σπίτι σε σπίτι, τραγουδώντας, πίνοντας, αισχρολογώντας και πειράζοντας τον κόσμο. Αυτά τα θέματα κυκλοφορούν με διάφορες ονομασίες, όπως «μασκαράδες», «κουδουνάτοι», «καρναβάλια», «μουτσούνες», «καμουζέλες», «καμήλες», «μπούλες», «σκυλαραίοι» κ.τ.λ. Συνήθως υπάρχουν και ο γαμπρός και η «νύφη» (άντρας) και ένα πρωτόγονο δρώμενο αρπαγής της νύφης, ο θάνατος του γαμπρού σε συμπλοκή με τον αράπη και η ανάστασή του από τις περιποιήσεις της νύφης ή ενός γιατρού. Με αυτή την αρχετυπική σκηνή συνδέονται και πιο σύνθετα δρώμενα, όπως το δικαστήριο, η ψευδοκηδεία, το προικοσύμφωνο, διάφορες παρωδίες γάμου, ο γέρος και η γριά κ.τ.λ. Αυτοί οι μεταμφιεσμένοι πλαισιώνονται συχνά και από ζωομορφικές μεταμφιέσεις, όπως είναι η αρκούδα με τον αρκουδιάρη, η «καμήλα» («τσαμάλα») κ.τ.λ.

Διαφορετική όψη έχει η Αποκριά στα αστικά κέντρα. Στα παλαιά Επτάνησα το πρότυπο της Αποκριάς ήταν το περίφημο βενετσιάνικο καρναβάλι, που συνδέεται με χορούς, φεστίνια και θεατρικές παραστάσεις. Στο καρναβάλι συμμετείχαν και οι γυναίκες, μεταμφιεσμένες, με την «μπαούτα», τη μαύρη ημιπροσωπίδα. Είχε γίνει τόσο της μόδας, που οι γυναίκες τη φορούσαν όλο το χρόνο, ακόμα και μέσα στην εκκλησία. Η ανωνυμία, την οποία εξασφαλίζει η μάσκα, έδινε την ευκαιρία όχι μόνο για πειράγματα ανάμεσα στα δύο φύλα αλλά και για πολιτικούς φόνους. Προς τα τέλη του 19ου αιώνα επικρατεί στα ελληνικά αστικά κέντρα το καρναβάλι δυτικού τύπου, με σερπαντίνες, παλιάτσους, τυποποιημένες μεταμφιέσεις, χορούς, πομπές με άρματα, κομιτάτα και άλλα γνωστά. Ακόμη και στα τουρκοκρατούμενα Γιάννινα ή στην Κόνιτσα γινόταν η γνωστή παρέλαση των αρμάτων με συμβολικές και σατιρικές παραστάσεις. Στον 20ό αιώνα προβάδισμα σ' αυτού του τύπου τις εκδηλώσεις απέκτησε η Πάτρα με τον σοκολατοπόλεμο.

Η πιο λαμπρή περίοδος της αθηναϊκής Αποκριάς συμπίπτει με την belle epoque στην εποχή του Τρικούπη. Υπάρχουν πολλές και λεπτομερειακές λογοτεχνικές περιγραφές, του Δροσίνη, του Βλαχογιάννη, του Χρηστομάνου, του Βερβενιώτη κι άλλων. Η όλη οργάνωση και πραγματοποίηση της Αποκριάς με κομιτάτα, βραβεία, παλυδάπανες παραστάσεις πάνω σε άρματα, κοσμικές χοροεσπερίδες και παρόμοια ήταν εορταστική έκφραση της αστικής τάξης, ενώ τα «κούμουλα» στις στήλες του Ολυμπίου Διός είχαν πιο λαϊκό χαρακτήρα. Είναι ενδιαφέρον πως και σε άλλα μέρη, όπως στην Αγιάσο της Λέσβου, που δεν είναι μεγάλο αστικό κέντρο, διαμορφώθηκαν πιο σύνθετες μορφές της Αποκριάς με σατιρικές παραστάσεις, παρωδίες των γεγονότων της χρονιάς, αυτοσχέδιους ποιητικούς διαγωνισμούς και παρόμοια. Παρατηρείται γενικότερα η τάση το «διονυσιακό» υπαίθριο καρναβάλι να εξευγενίζεται, να αποβάλει δηλαδή τον προκλητικό «ανατρεπτικό» του χαρακτήρα και να γίνεται θεαματικό και διασκεδαστικό. Οι εορταστικές στολές εκτοπίζουν τις δαιμονικές μεταμφιέσεις με κουρέλια. Αυτό είναι μία από τις συνέπειες του φολκλορισμού, τον οποίο επιταχύνουν ο εσωτερικός τουρισμός, η τηλεόραση και οι ανταποκρίσεις των εφημερίδων για τα τοπικά αποκριάτικα έθιμα. Το αναρχικό πνεύμα του «ανάποδου» κόσμου, που αναποδογυρίζει για τρεις εβδομάδες την καθημερινή κοινωνική ιεραρχία και τάξη, μετατρέπεται σε καταναλώσιμο θέαμα και απλή ξεφάντωση. Η γιορτή δεν φέρνει πια την ανανέωση του χρόνου, αλλά είναι και αυτή μια στιγμή μέσα στον κύκλο που τραβά ο δείκτης του ρολογιού και στην αλληλουχία των σελίδων του ημερολογίου.

* Ο Βάλτερ Πούχνερ είναι καθηγητής στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.