Λεκτικές Περιπλανήσεις1

Σπυρίδων Βλιώρας-Αθηνά Νικολογιάννη, Εφημερίδα Τα Μετέωρα, 3 Νοεμβρίου 1995

Μέσα στη μακραίωνη ιστορία της η ελληνική γλώσσα πέρασε -όπως έχουμε ήδη δει και σε προηγούμενο άρθρο μας- από χίλια-μύρια κύματα, μέχρι να καταλήξει στη σημερινή μορφή της. Βέβαια το "καταλήξει" δεν ευσταθεί στην προκειμένη περίπτωση, καθώς η ελληνική γλώσσα συνεχίζει ακμαία την πορεία της προς το μέλλον, ευρισκόμενη διαρκώς "εν τω γίγνεσθαι", σε μια αέναη κίνηση.
Κάποιες στιγμές αυτής της πορείας θα προσπαθήσουμε να φωτογραφήσουμε, να ακινητοποιήσουμε δηλαδή, για να συλλάβουμε καλύτερα το μίτο της πορείας αυτής. Και το μεθοδολογικό μας εργαλείο ας είναι η ετυμολογία των λέξεων. Η ετυμολογία [εκ του έτυμος(=αληθινός)+λέγω] είναι η απόπειρα να φτάσουμε στην αληθινή αρχή των λέξεων, αναζητώντας την αρχική τους ρίζα και σημασία και παρακολουθώντας την εξέλιξή τους χρονικά και τοπικά.

Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από μερικές λέξεις που χρησιμοποιούμε συχνά, όμως ως επί το πλείστον αγνοούμε τη βαθύτερη σημασία τους ή τη βαθύτερη αιτία της ορθογραφικής τους απεικόνισης.

Ας πάρουμε κατ' αρχήν τη λέξη βιβλίο. Η λέξη απαντά στην αρχαία ελληνική, βιβλίον, ως υποκοριστικό της λέξης βίβλος. Αυτή πάλι προέρχεται από τη λέξη βύβλος, που είναι η ελληνική ονομασία για τον πάπυρο2. Η ονομασία βύβλος προέρχεται από την ομώνυμη ακμαία πόλη της Φοινίκης, που πρέπει να ήταν το κυριότερο κέντρο εμπορίας παπύρου. Ο πάπυρος, που ήταν αρχικά επίθετο της αιγυπτιακής γλώσσας και σήμαινε βασιλικός, είναι ένα φυτό των τελμάτων, που παλιότερα φύτρωνε στην κοιλάδα του Νείλου, σε διάφορες περιοχές της Συρίας, στη Μεσοποταμία και στην Παλαιστίνη, κοντά στη Λίμνη Γεννησαρέτ. Σήμερα έχει σχεδόν εξαφανιστεί και βρίσκεται μόνο στην τροπική Αφρική και σε μερικές περιοχές της Σικελίας, κυρίως στην περιοχή των Συρακουσών. Το φυτό αυτό, που ο Λινναίος τού έδωσε την επιστημονική ονομασία cyperus papyrus3, χρησιμοποιήθηκε από τους αρχαίους κυρίως για την κατασκευή παπύρινου χαρτιού και κατ' επέκταση βιβλίων αλλά και για διάφορες άλλες χρήσεις: το τριγωνικό στέλεχος και τις ρίζες τρώγαν οι πένητες, ενώ από τους ινώδεις φλοιούς του παρασκευάζονταν με κατάλληλη επεξεργασία ελαφρά πλοιάρια, σχοινιά, ιστία, στρώματα, υφαντικές ίνες, υποδήματα, φυτίλια για λαμπάδες κ.ά.

Της λέξης σκουλαρίκι η ετυμολογία κουβαλά κάτι το ενδιαφέρον και περίεργο. Στην αρχαία ελληνική η λέξη ήταν ενώτιον, που σήμαινε το γνωστό γυναικείο κόσμημα για τα αυτιά. Πώς λοιπόν μας προέκυψε το σκουλαρίκι; Από το Βυζάντιο. Η αυτοκρατορική φρουρά έγινε ο πυρήνας του ρωμαϊκού-βυζαντινού στρατού στις αρχές τις ίδρυσής του, μετά τις στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις που επιχειρήθηκαν από το Διοκλητιανό και κυρίως από το Μέγα Κωνσταντίνο. Τα επίλεκτα τμήματά της ονομάστηκαν τιμητικά palatini, ενώ η κύρια σωματοφυλακή απαρτίσθηκε από τη schola palatina κάτω από την εξουσία του magister officiorum4. Oι σχολάριοι λοιπόν, όπως ονομάστηκαν, για να ξεχωρίζουν αλλά και σα διακριτικό τού αξιώματός τους, έφεραν ενώτια, τα οποία και ονομάζονταν σχολαρικά ενώτια. Εξ ου και το σχολαρίκιον>σκουλαρίκι, όπως τουλάχιστον μας εξηγεί ο Φ. Κουκουλές στο 7ο τεύχος της Επετηρίδας Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, στη σελ. 35. Η χρήση δηλαδή των σκουλαρικιών την ως άνω περίοδο ήταν χαρακτηριστικό και των ανδρών, και μάλιστα ενόπλων φρουρών! Βλέπουμε λοιπόν ότι οι λέξεις κουβαλούν μαζί τους και στοιχεία από τον πολιτισμό διαφόρων χωρών και εποχών.

Στη συνέχεια θα εξετάσουμε μια θαυμαστή ικανότητα της ελληνικής γλώσσας να δέχεται λέξεις άλλων γλωσσών, να τις υιοθετεί και να τις προσαρμόζει τόσο καλά στην ελληνική πραγματικότητα, εντάσσοντάς τες ακόμα και στους γραμματικούς της κανόνες. Παίρνει για παράδειγμα τη γαλλική λέξη chauffer και φτιάχνει την ελληνική λέξη σοφέρ=οδηγός αυτοκινήτου. Η λέξη όμως -άκλιτη καθώς είναι- εξακολουθεί να φαίνεται ξένη. Πλάθει λοιπόν η ευέλικτη ελληνική γλώσσα τη λέξη σοφερίνα -κλιτή λέξη- για το θηλυκό. Προσθέτει την παραγωγική κατάληξη των αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών -άντζα και φτιάχνει τη λέξη σοφεράντζα. Και με την κατάληξη -άρω φτιάχνει το ρήμα σοφάρω, το ουδέτερο ουσιαστικό σοφάρισμα κ.ά. Η λέξη λοιπόν πολιτογραφήθηκε ελληνική και χρησιμοποιείται όχι πλέον σα ξένο σώμα αλλά εξαιρετικά λειτουργικά.

Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τη λέξη καριοφίλι. Από την ιταλική φίρμα των τουφεκιών Carlo et figlio=Κάρολος και υιός=Κάρολος και Σία(!)5, οι Έλληνες έπλασαν τη λέξη καριοφίλι, το γνωστό μακρύκανο τουφέκι της παλιάς εποχής, η οποία βέβαια λέξη δεν έχει παρά μόνο ηχητική ομοιότητα με τη λέξη καρυοφύλλι [<καρυόφυλλον(=φύλλο καρυδιάς], είδος αρωματικού φυτού, που το αποξηραμένο άνθος του χρησιμεύει ως άρτυμα. Η λέξη καριοφίλι υιοθετήθηκε τόσο καλά από την ελληνική, που πέρασε και στα δημοτικά μας τραγούδια. Ας θυμηθούμε και το δημοτικό του τόπου μας "Καριοφίλι μου γραμμένο..."6

Στο σημείο αυτό θα ταίριαζε μια παρατήρηση. Κατά τη μεταγραφή στην ελληνική ξένων λέξεων, ευρέως διαδεδομένη συνήθεια είναι να μεταγράφονται όσο γίνεται πιο απλά7. Έτσι, καλό είναι τη γαλλική λέξη train να τη μεταγράφουμε τρένο κι όχι τραίνο, την αγγλική λέξη Shakespeare να τη μεταγράφουμε Σέξπιρ, το γαλλικό όνομα Voltaire σα Βολτέρος κ.ο.κ.8 Αυτό βέβαια γίνεται για να μην υπάρχουν στην ελληνική πολλές διαφορετικές γραφές της ίδιας ξένης λέξης και έτσι φτάνουμε σε σύγχυση.

Ενδιαφέρουσα είναι επίσης και η ετυμολογία κυρίων ονομάτων. Αλήθεια, πόσοι από μας γνωρίζουμε την αρχική σημασία και αρχή των ονομάτων που όλοι φέρουμε; Θα ξεκινήσουμε καταρχήν από το όνομα Σπυρίδων. Πρόκειται για όνομα επαγγελματικό, που προήλθε δηλαδή κατά πάσα πιθανότητα από κάποιο επάγγελμα. Και ποιο είναι αυτό το επάγγελμα; Του κοφινά! Ο επαγγελματίας που έφτιαχνε τις σπυρίδες (ενικός: η σπυρίς, της σπυρίδος), δηλαδή μεγάλα κοφίνια πλεγμένα γύρω-γύρω με διάφορα υλικά, για να μαζεύουν σ' αυτά ποικίλους σπόρους ή ψάρια ή οτιδήποτε άλλο, αυτός καταρχήν ονομάστηκε σπυρίδων!

Το όνομα Δημήτριος έχει μια άλλη ιστορία. Καταρχήν προέρχεται από το θηλυκό του, με απώτερη αρχή την αρχαία θεά της γεωργίας, τη Δήμητρα, τη μητέρα της Περσεφόνης. Και σα θεά της γεωργίας που θεωρούταν, ήταν φυσικό το όνομά της να σχετίζεται με τη γη. Έτσι λοιπόν η Δημήτηρ (όπως ονομάζεται στα αρχαία ελληνικά) σημαίνει Γη-μήτηρ, δηλαδή μητέρα γη! Στα Δωρικά, όπως αναφέρουν αρχαίοι σχολιαστές η λέξη δα=δη σήμαινε τη γη.9

Του Κωνσταντίνου το όνομα προέρχεται από τα λατινικά, ενώ πρώτος γνωστός Κωνσταντίνος ήταν ως γνωστόν ο Μέγας Κωνσταντίνος, που μετέφερε την πρωτεύουσα του ρωμαϊκού κράτους από τη Ρώμη στη θέση που βρίσκονταν η παλιά πόλη του Βυζαντίου και που από τότε (4ος αι. μ.Χ.) την ονόμασε Κωνσταντινούπολη. Προέρχεται λοιπόν το όνομα από τη μετοχή constans (γενική constantis) που σημαίνει ευσταθής, σταθερός, βέβαιος, του ρήματος consto10. Το προσδιοριστικό λοιπόν του χαρακτήρα και της προσωπικότητας ενός ατόμου κατέληξε να γίνει κύριο όνομα, όπως και σε άλλες περιπτώσεις.

Εύκολο βέβαια είναι να καταλάβουμε από πού προέρχονται κάποια ονόματα σύνθετα, όπως για παράδειγμα το Θεόδωρος (=Θεού δώρο). Τέτοιου είδους ονόματα έχουν την αντιστοιχία τους σε άλλους ανάλογους προηγούμενους και πιο αρχαίους σχηματισμούς, όπως Διόδωρος (=δώρο του Δία), Ισίδωρος (δώρο της Ίσιδος), Αθηνόδωρος (δώρο της Αθηνάς) κ.τ.ό. Τα ονόματα αυτά, αν και φαίνονται ειδωλολατρικά (π.χ. Ισίδωρος, δώρο της αιγυπτιακής θεάς Ίσιδος), έχουν όμως περιέλθει και στη χριστιανική ονοματολογία, καθώς τα έφεραν σπουδαίοι άγιοι της Ορθόδοξης Εκκλησίας, όπως ο Άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης (4ος-5ος αι. μ.Χ.) κ.ά.

Εκτός βέβαια από τα μικρά ονόματα, τη μικρή ή μεγάλη ιστορία τους έχουν και τα επώνυμα. Πολλές φορές μάς μιλούν για την οικογενειακή ιστορία και εν γένει δραστηριότητα. Για παράδειγμα, από το επώνυμο Παπαχρόνης καταλαβαίνουμε ότι σε παλιότερη εποχή υπήρχε στην οικογένεια κάποιος Χρόνης που ήταν ιερέας. Άλλα πάλι επώνυμα με α' συνθετικό το Χατζη-, π.χ. Χατζηνικολάου, δείχνουν ότι κάποιος Νικόλαος παλιότερα είχε επισκεφθεί τους Αγίους Τόπους και σύμφωνα με την τότε συνήθεια όποιος αξιωνόταν μια τέτοια επίσκεψη κολλούσε -τιμητικά- στο όνομά του το α' συνθετικό Χατζη-. Το οποίο συνθετικό προέρχεται βέβαια από το τουρκικό haci, που σημαίνει τον προσκυνητή της Μέκκας.

Περνάμε λοιπόν έτσι σε μια άλλη κατηγορία ονομάτων και επωνύμων, που η ετυμολογία τους ανάγεται σε πηγές ανατολικές. Η γειτονία κατ' αρχήν από τον 11ο αι. κ.ε. Ελλήνων και Τούρκων και η αναγκαστική συμβίωση για περίπου 400 χρόνια στη συνέχεια ήταν φυσικό να ασκήσουν μεγάλη επίδραση στον ελληνισμό και φυσικά και στο ελληνικό λεξιλόγιο. Έχουμε λοιπόν αρκετά επώνυμα που προέρχονται από λέξεις τούρκικες, που στην τουρκική γλώσσα σήμαιναν διάφορα πράγματα.

Για παράδειγμα το επώνυμο Κοτζιάς, για να θυμηθούμε το σπουδαίο μυθιστοριογράφο, κριτικό και μεταφραστή Αλέξανδρο Κοτζιά11, προέρχεται από την τουρκική λέξη koca, που σημαίνει μεγάλος, πελώριος12. Ας παραβάλουμε και τη λέξη -που μέχρι σήμερα λέγεται σε πολλές περιοχές της Ελλάδας και ιδίως στη Θεσσαλία- κοτζάμ, ας πούμε στη φράση: κοτζάμ άνθρωπος και φέρεται έτσι...

Ένα άλλο τουρκικής καταγωγής επώνυμο είναι του Ασλάνη, για να θυμηθούμε και το γνωστό Έλληνα μόδιστρο. Στα τουρκικά aslan λέγεται το λιοντάρι. Βέβαια, οι τούρκικες αυτές λέξεις έχουν συνήθως απώτερη ανατολική προέλευση, όπως για παράδειγμα η λέξη nalbant, που προέρχεται από την αντίστοιχη περσική λέξη nalbant και που σημαίνει πεταλωτής. Απ' αυτή την τελευταία προέρχεται και η λέξη αλμπάνης, που σημαίνει πεταλωτής, καλιγωτής13. Απ' αυτή και το επώνυμο Αλμπάνης, που είναι και αυτό επαγγελματικό, όπως αποδεικνύεται.

[Με την ευκαιρία θα θέλαμε, αναφερόμενοι και στην κριτική αντιπαράθεση του κ. Αλμπάνη, στο φύλλο 66 της παρούσης εφημερίδας (27/10/1995), αναφορικά σε παλιότερη εργασία μας, να επισημάνουμε πως δυσκολευόμαστε να παρακολουθήσουμε κάποιον που προσπαθεί αδέξια14 να εναρμονίσει την ιστορική πραγματικότητα με τις απόψεις του, που πόρρω απέχουν από την αλήθεια, χρησιμοποιώντας ακόμα και τη μυθολογία -αν είναι ποτέ δυνατόν!- σαν αδιαμφισβήτητη ιστορική πηγή. Σχετικά με τα αποσπάσματα από τον Τίμαιο του Πλάτωνα, που ο κ. Αλμπάνης επικαλείται, θα του θυμίσουμε τα λόγια του μεγάλου φιλολόγου Albin Lesky15 όσον αφορά το συγκεκριμένο έργο του μεγάλου Έλληνα φιλοσόφου: "Δεν είναι σωστό να κατηγορούμε τον Πλάτωνα, αν οι κατοπινές εποχές κάθε λέξη του μύθου του την πήραν για επιστημονική γνώση". Επίσης σε βιβλίο της P.E. Easterling και του B.M. Knox16 αναφέρεται σχετικά: "Ο Τίμαιος διακηρύσσει πως ό,τι λέει δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια "πιθανή ιστορία": καμιά ακριβής επιστημονική αφήγηση από τον φυσικό κόσμο δεν μπορεί να δοθεί...".

Επιπλέον, όταν καταδικάζεται συλλήβδην το ελληνικό πανεπιστήμιο και όσα εκεί διδάσκονται ως αντιεπιστημονικά, ανθελληνικά και κακόβουλα (sic), τότε η κατηγορία αγγίζει -αν δεν τα ξεπερνάει κιόλας!- τα όρια της φαιδρότητας. Άδηλο εξάλλου παραμένει το πώς το ελληνικό έθνος θίγεται στο ελάχιστο από μια τέτοια θεωρία, τόσο που να καταντά ανθελληνική!

Ας μελετήσει τέλος ο κ. Αλμπάνης τη σχετική βιβλιογραφία που παραθέταμε στο προηγούμενο άρθρο μας κι ας ανανεώσει επιτέλους την από 1886(!;) βιβλιογραφία του. Ας βρει επίσης στο λεξικό του Ι. Σταματάκου (βιβλιογραφία) τους σχετικούς πίνακες για την προέλευση του ελληνικού αλφαβήτου από το φοινικικό (μορφές των γραμμάτων και χρονολογίες εμφάνισής τους) καθώς και τα βιβλία του Ν.Π. Ανδριώτη, γλωσσολόγου με άκρα ελληνοκεντρική εθνική συνείδηση, για την παραδοχή των θεωριών που στο προηγούμενο άρθρο μας υποστηρίξαμε.

Επαναλαμβάνουμε: ο κίνδυνος σαφώς δεν προέρχεται ποτέ από την αλήθεια αλλά από το φανατισμό και την εμμονή σε προσωπικές αστήριχτες φαντασιώσεις. Χρειάζεται σωστή μελέτη, γνώση, σοβαρότητα και υπευθυνότητα._]

Δε θα θέλαμε να κλείσουμε κατά τέτοιο τρόπο το άρθρο μας. Θα ολοκληρώσουμε λοιπόν με τις περιπτώσεις των αντιδανείων. Η λέξη αντιδάνειο είναι γλωσσολογικός όρος που αναφέρεται στο φαινόμενο κατά το οποίο λέξη ελληνική επιστρέφει ως δάνειο στη γλώσσα μας με ξένη μορφή. Επί του παρόντος θα παραθέσουμε απλώς δύο παραδείγματα αντιδάνειου, ευελπιστώντας σε μελλοντική συνέχεια.

Το λεξικό του Δημητράκου (βιβλιογραφία) ορίζει τη λέξη πάρλα σαν πολυλογία, φλυαρία. Πώς όμως μας προέκυψε αυτή η λέξη; Ακριβώς αντίστοιχη λέξη, parla, έχουν και οι Ιταλοί, που την κληρονόμησαν από τους προγόνους τους Λατίνους, που χρησιμοποιούσαν τη λέξη parabola [>par(abo)la]. Από δω βέβαια εύκολα φτάνουμε πίσω στα δικά μας, στη λέξη παραβολή, όπως αυτή χρησιμοποιείται με τη σημασία παράθεση στο Φίληβο του Πλάτωνα, 33Β, ή με τη σημασία που απαντά η λέξη στην Καινή Διαθήκη: Παραβολή λέγεται πλαστόν τι διήγημα, όπερ περιέχει ηθικήν τινα ή θρησκευτικήν διδασκαλίαν17. Η λέξη λοιπόν στα αρχαία ελληνικά σημαίνει κάτι το "καλό". Βέβαια η "κακή" σημασία της (πολυλογία, φλυαρία, κουτσομπολιό) φαίνεται ήδη στο βιβλίο των Ψαλμών18 της Παλιάς Διαθήκης και συγκεκριμένα στον Ψαλμό ΜΓ', 15: έθου ημάς εις παραβολήν εν τοις έθνεσι, κίνησιν κεφαλής εν τοις λαοίς. Κάπως έτσι λοιπόν ξεκίνησε την πορεία της η λέξη για να καταλήξει -αλλαγμένη σε μορφή και εν μέρει περιεχόμενο- και στα νεότερα ελληνικά.

Χρησιμοποιούμε επίσης σήμερα τη λέξη μπάνιο, την οποία πήραμε κι αυτή από τους Ιταλούς, που έχουν την αντίστοιχη λέξη bagno. Αυτοί με τη σειρά τους είχαν φτιάξει τη λέξη αυτή από τη λέξη balineum ή balneum των Λατίνων, που κι αυτοί οι τελευταίοι την είχαν δανειστεί από τους αρχαίους Έλληνες που χρησιμοποιούσαν για την περίσταση τη λέξη βαλανείον, όπως ο κωμικός ποιητής Αριστοφάνης στις Νεφέλες του, στο στίχο 837.

Τελικά βλέπουμε ελληνικές λέξεις να ταξιδεύουν(!) από τόπο σε τόπο, να αλλάζουν μορφή και να επανέρχονται διαφορετικές -ως προς τη μορφή ή/και το περιεχόμενο- στην ελληνική γλώσσα. Παρακολουθήσαμε την πορεία στον τόπο και το χρόνο δύο εξ αυτών, που ακολούθησαν τη ίδια πάνω-κάτω διαδρομή. Το φαινόμενο είναι ενδιαφέρον. Θα επανέλθουμε...

----------------------

Υποσημειώσεις

----------------------

1 Βιβλιογραφία:

2 Στα ελληνικά η λέξη λέγεται πάπυρος ή βύβλος και αργότερα βίβλος. Στα λατινικά papyrus απ' όπου προήλθαν και οι αντίστοιχες λέξεις paper στα αγγλικά, papier στα γαλλικά κ.ο.κ.

3 Βλ. Elpidio Mioni (βιβλιογραφία), σελ. 28 κ.ε.

4 Βλ. σχετικά: Georg Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, εκδ. Βασιλόπουλος, τόμος 1ος, Αθήνα 1989, σελ. 101 - 102.

5 <Συντροφία(!)

6 Βλ. Στέφανος Αργ. Θανασούλας, Λαογραφικά Καλαμπάκας, εκδόσεις Δήμου Καλαμπάκας, Καλαμπάκα 1992, σελ. 265.

7 Δηλαδή όχι αι αλλά ε, όχι η, υ, οι, κ.τ.ό. αλλά ι...

8 Έτσι παραπάνω μιλήσαμε για σοφέρ και όχι σωφέρ

9 Πβ. επίσης και τη λέξη δάπεδον (=γης πεδίον). Στο λεξικό των Henry G. Liddel & Robert Scott, στο λήμμα δη, μνημονεύεται και μια διαφορετική άποψη.

10 Η σημασία του είναι συνίσταμαι, διαμένω, μένω σταθερός... βλ. και τα λεξικά των Στέφανου Κουμανούδη και Ευστρατίου Τσακαλώτου (βιβλιογραφία).

11 Βλ. Mario Vitti, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 1987, σελ. 436 κ.ε. και Λίνος Πολίτης, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδόσεις Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 19803, σελ. 350.

12 Βλ. το λεξικό του Παμπούκη (βιβλιογραφία).

13 Κατά το λεξικό της Μανδαλά και του Δημητράκου (βιβλιογραφία) σημαίνει επίσης (ειρωνικά) άνθρωπος άξεστος, αδέξιος στη δουλειά του, ανεπιτήδειος.

14 Λέτε να φταίει το επώνυμο;

15 Albin Lesky, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 51985, σελ. 741.

16 P.E. Easterling - B.M. Knox, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 1990, σελ. 650.

17 Η ερμηνεία από το λεξικό Henry G. Liddel & Robert Scott στο οικείο λήμμα.

18 Βλ. Παν. Ν. Τρεμπέλας, Το Ψαλτήριον μετά συντόμου ερμηνείας, εκδόσεις Σωτήρ, Αθήναι 51987, σελ. 171.