Περί Βιβλιοθηκών

Δημήτρης Δασκαλόπουλος, εφ. Τα Νέα, 14/2/1998

Την περασμένη Τετάρτη άρχισε να λειτουργεί, στο Τμήμα Αρχιτεκτονικής του Πολυτεχνείου, μια πολύ ενδιαφέρουσα έκθεση, με τον δίκλωνο τίτλο «Οι μεγάλες βιβλιοθήκες, από την Αλεξάνδρεια στο Παρίσι ­ Σύγχρονες ελληνικές βιβλιοθήκες». Είμαι βέβαιος ότι πολλοί από τους επισκέπτες της έκθεσης θα οδηγηθούν σε δυσάρεστους συνειρμούς, αναλογιζόμενοι το γενικώς απωθητικό κλίμα που επικρατεί, χρόνια τώρα, στις περισσότερες ελληνικές βιβλιοθήκες και, κυρίως, στην Εθνική.

Ήδη πριν ξεκινήσει η έκθεση, η σχετική ειδησεογραφία πρόλαβε να διατυπώσει πικρόχολα σχόλια για τις συνθήκες λειτουργίας των βιβλιοθηκών στην Ελλάδα. Αντιγράφω από κυριακάτικη εφημερίδα: «Αν αυτήν τη στιγμή σε όλο τον κόσμο ­ και στον Τρίτο ­ οι μεγάλες δημόσιες βιβλιοθήκες αναδεικνύονται σε κυρίαρχα στοιχεία του πολεοδομικού σχεδιασμού, του αρχιτεκτονικού ανταγωνισμού (χωρίς αρνητικές συνδηλώσεις), της αγωνίας για τη γραπτή μνήμη και της προβληματικής για την προσαρμογή ενός παλιού και παραδοσιακού θεσμού στη νέα εποχή της Πληροφορικής, στην Ελλάδα η Εθνική Βιβλιοθήκη λειτουργεί ως ένα ωραίο μουσείο, ως εμβληματικό κέλυφος μιας αποθήκης βιβλίων και χειρογράφων».

Είναι κοινότοπο και ανιαρό να διεκτραγωδούμε τα πασίδηλα και τα πασίγνωστα. Για παράδειγμα, σε απογευματινή εφημερίδα διάβασα και τον ακόλουθο, αφοπλιστικό αφορισμό: «Οι βιβλιοθήκες, ως θεσμός και λειτουργία, είναι σχεδόν άγνωστες στην Ελλάδα». Προτιμώ να δούμε το όλο θέμα από την εύθυμη πλευρά του, όπως το έχει αποδώσει ο Ουμπέρτο Έκο σε κείμενό του, που επιγράφεται «Πώς να οργανώσετε μια δημόσια βιβλιοθήκη».

Στο κείμενο αυτό, ο Έκο καταγράφει ορισμένες βασικές οδηγίες για την οργάνωση μιας βιβλιοθήκης, παρωδώντας τον παραδοσιακά δυσκίνητο μηχανισμό λειτουργίας της. Φαντάζομαι ότι οι οδηγίες του προέρχονται από προσωπική εμπειρία (ίσως και από ευφάνταστη ανατροπή των πραγματικών δεδομένων). Αν αποκλείσουμε το ενδεχόμενο να έχει εμπνευστεί ο Έκο από την ισχύουσα στην Εθνική μας Βιβλιοθήκη κατάσταση, θα ήταν παρήγορο και ανακουφιστικό να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι και στις ιταλικές βιβλιοθήκες δεν είναι πάντοτε ρόδινα τα πράγματα.

Γράφει, λοιπόν, ο Έκο: Από τη στιγμή που ο επισκέπτης της βιβλιοθήκης ζητά ένα βιβλίο έως τη στιγμή που του το παραδίδουν, ο χρόνος πρέπει να είναι τόσο μεγάλος, ώστε να χάνει την υπομονή του και να φεύγει.

Μόνον ένα βιβλίο μπορεί να ζητήσει κανείς κάθε φορά.

Φωτοτυπικό μηχάνημα δεν θα πρέπει να υπάρχει (κι αν υπάρχει, δεν θα πρέπει να λειτουργεί). Εάν, κατ' εξαίρεσιν, είναι διαθέσιμο, η πρόσβαση των αναγνωστών προς το μηχάνημα να είναι τόσο δύσκολη και η τιμή κάθε φωτοτυπίας τόσο ακριβή, ώστε να αποθαρρύνονται οι πάντες. Σε κάθε επίσκεψη, μόνο μία ή δύο φωτοτυπίες θα επιτρέπονται.

Ο βιβλιοθηκάριος, συνεχίζει ο Έκο, οφείλει να θεωρεί εχθρό του τον αναγνώστη· επιπλέον, πρέπει να τον θεωρεί αργόσχολο και ακαμάτη ­ διαφορετικά θα εργαζόταν και δεν θα τριγύριζε στις βιβλιοθήκες. Δανεισμοί βιβλίων απαγορεύονται. Οι ώρες λειτουργίας της βιβλιοθήκης να συμπίπτουν ακριβώς με το ωράριο λειτουργίας γραφείων και καταστημάτων, για να μην μπορούν οι εκεί εργαζόμενοι να επισκεφθούν τη βιβλιοθήκη. Εννοείται πως τα απογεύματα και τα Σάββατα η βιβλιοθήκη είναι πάντοτε κλειστή.

Κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, δεν θα πρέπει να υπάρχει και να λειτουργεί στον χώρο της βιβλιοθήκης αναψυκτήριο ή μπαρ, που θα εξυπηρετεί τους αναγνώστες.

Όποιος επισκέπτης βγαίνει για λίγο, για να πιει έναν καφέ ή μία πορτοκαλάδα, να παραδίδει το βιβλίο που έχει πάρει και, όταν επιστρέψει, να αρχίζει εκ νέου τη διαδικασία αναζήτησής του ­ εφόσον έχει τακτοποιηθεί στο οικείο ράφι. Τέλος, για τις απρόβλεπτες και δύσκολες στιγμές, οι βιβλιοθήκες δεν θα πρέπει να διαθέτουν τουαλέτα για τους επισκέπτες.