Ο χαρακτήρας της βιβλιοθήκης στην εποχή του Internet

Κ. Γ. Πατέστος, εφ. Το Βήμα, 17/12/2000

Η σχέση αναγνώστη και βιβλίου περνάει κρίση στην ψηφιακή εποχή; Η επιμονή αποθήκευσης πληροφοριών μέσα σε ένα κτίριο μπορεί να θεωρηθεί αναχρονιστική; Η βιβλιοθήκη από την αρχή της εμφάνισής της αποτέλεσε πολυσήμαντο κέντρο πολλαπλών δραστηριοτήτων, ιδανικό τόπο συνάντησης των ανθρώπων και συνέβαλε καθοριστικά στη διάσωση της γνώσης. Επίσης έδωσε την αφορμή σε σημαντικούς αρχιτέκτονες να σχεδιάσουν και να υλοποιήσουν μικρά αριστουργήματα

Συνεχίζοντας την αφήγηση για τους τόπους της κοινοτικής ζωής και των τυχαίων συναντήσεων θα ήθελα σήμερα να αναφερθώ στη βιβλιοθήκη. Αν στους φανατικούς του web ακούγεται αναχρονιστική η επιμονή στην υλική αποθήκευση πληροφοριών μέσα σε ένα κτίριο, παραμένει το ζήτημα της άμεσης, χειροπιαστής και, γιατί όχι, ατομικής σχέσης μεταξύ αναγνώστη και βιβλίου· και ασφαλώς της σχέσης μεταξύ των ίδιων των αναγνωστών, καθώς και της δυνατότητας συνεύρεσης σε έναν κατάλληλο, μορφοπλαστικά ολοκληρωμένο, οικείο χώρο.

Είναι προφανές ότι ακριβώς στην ανθρώπινη παρουσία η βιβλιοθήκη στηρίζει την ίδια την αιτία ύπαρξής της και ότι δίχως αυτήν παύει να έχει τον κρίσιμο ρόλο τον οποίο απέκτησε ήδη από την πρώτη στιγμή της εμφάνισής της, αφού η λειτουργία της δεν επικεντρώνεται τόσο στην αποθήκευση της γνώσης όσο στη διάσωσή της και στη δυνατότητα χρησιμοποίησής της μέσω ακριβώς της συλλογής των αντικειμένων στα οποία η συσσωρευμένη επεξεργασμένη γνώση έχει καταγραφεί. Οπως πολύ ορθώς έλεγε κάποιος, τα βιβλία δίχως τον άνθρωπο δεν έχουν νόημα, ο άνθρωπος δίχως βιβλία διατρέχει τον κίνδυνο να αγνοεί την ίδια την ύπαρξή του. Και η βιβλιοθήκη είναι ακριβώς ο τόπος της συνάντησης των ανθρώπων με τα βιβλία αλλά και των ανθρώπων μεταξύ τους.

Εξάλλου, ως γνωστόν, παρά τις εξαγγελίες ή κρυφές επιθυμίες κάποιων φαιδρών ψευδο-cyberpank, η παραγωγή βιβλίων από χαρτί και μελάνη, και στην εποχή του Internet, όχι μόνο δεν πήρε την κατιούσα αλλά ίσως και να αυξήθηκε. Αν δεν απατώμαι, μάλιστα, στην Ελλάδα αυτό το (ελπιδοφόρο) φαινόμενο έχει λάβει αξιόλογες διαστάσεις αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά ότι όντως είμαστε παράξενοι άνθρωποι.

Κατά τα φαινόμενα λοιπόν, έτσι όπως το βιβλίο ­ εν αντιθέσει προς τη φαιά προφητεία του Ουγκό στο πασίγνωστο «Η Παναγία των Παρισίων» (ceci tuera cela) ­ δεν εφόνευσε την αρχιτεκτονική ούτε η ηλεκτρονική πληροφορία θα εξαφανίσει τον έντυπο λόγο. Η βιβλιοθήκη λοιπόν, «μεταξύ Gutenberg και byte», εξακολουθεί να συνιστά σημαντικό δημόσιο κτίριο, φέρον στοιχείο του αστικού οργανισμού και τόπο της κοινοτικής ζωής. Σήμερα μάλιστα, όταν η πλειονότητα της κοινωνίας αποχαυνώνεται μπροστά σε μια μικρή οθόνη (τηλεόραση ή προσωπικός υπολογιστής δεν έχει, αν το καλοκοιτάξουμε, και τόση διαφορά), η επαναπρόταση και η επαναφορά στο κέντρο της σχεδιαστικής θεματικής των τόπων της συλλογικής δραστηριότητας, των συναντήσεων, της αδιαμεσολάβητης επικοινωνίας και της ανεικονικής πραγματικότητας αποκτά τη σημασία μεγάλης και δραματικής προτεραιότητας.

Από αυτή την άποψη η βιβλιοθήκη παρουσιάζει μεγάλες αναλογίες με ένα άλλο κατ' εξοχήν δημόσιο κτίριο, δηλαδή το μουσείο. Από συμβολικής απόψεως, εκτός της τεράστιας σημασίας τους ως αστικά σήματα στο σχέδιο της πόλης, και η βιβλιοθήκη και το μουσείο παίζουν σημαντικό ρόλο στον ουσιαστικό εκδημοκρατισμό-εκσυγχρονισμό και στην αυθεντική πρόοδο της κοινωνίας, αφού η ύπαρξη και η λειτουργία τους (και ασφαλώς η ελεύθερη πρόσβαση σε αυτά) εγγυώνται τον εκπολιτισμό σε πλατιά κλίμακα και επιτρέπουν στον οιονδήποτε (ανεξαρτήτως ταξικής προέλευσης) να επιλέξει αυτονόμως τόσο τη χρονική στιγμή της επίσκεψης όσο και το είδος της πληροφορίας (με τη γνωστική σημασία της λέξης) την οποία επιθυμεί. Πράγμα, λ.χ., στο οποίο το Διαδίκτυο αντικειμενικά αδυνατεί να ανταποκριθεί, αφού η μετατροπή όλων των κειμένων τα οποία ευρίσκονται σήμερα στις βιβλιοθήκες σε ψηφιακή μορφή μάλλον είναι (προς το παρόν, τουλάχιστον) αδύνατη. Αυτή η ελευθερία επιλογής, είναι καταφανές, αφορά αμέσως και το ίδιο το θεμέλιο ζήτημα της ελεύθερης (αντι)πληροφόρησης, το αναφαίρετο δικαίωμα στη γνώση, καθώς λέγαμε στα αμφιθέατρα όταν ήμασταν νεότεροι. Υπάρχουν επιπλέον ακόμη και συνθετικές αναλογίες οι οποίες μας επιτρέπουν να ταξινομήσουμε σε ειδικότερη κατηγορία (πέραν εκείνης των δημοσίων κτιρίων) αυτούς τους δύο οικοδομικούς τύπους. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι μουσείο και βιβλιοθήκη συχνά φιλοξενούνται σε ενιαίο αρχιτεκτονικό τέχνημα, ολοκληρούμενα μάλιστα και με άλλες συγγενείς λειτουργίες και οικοδομώντας ούτως το λεγόμενο πολιτιστικό κέντρο, ή αποτελούν ευκρινές σύστημα στο πλαίσιο του αστικού οργανισμού.

Τα βιβλία ως «εθνικό αγαθό»

Η βιβλιοθήκη στην πρώτη, πολυετή περίοδο του βίου της αφορά μια κοινωνική άρχουσα μειονότητα στην οποία επιτρέπεται η πρόσβαση και η χρήση. Το κίνημα για τη μετατροπή των βιβλιοθηκών σε δημόσιες αναπτύσσεται πολλούς αιώνες αργότερα, κατά την περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης. Στο επίκεντρο της συζήτησης τοποθετείται ο δημόσιος ή «εθνικός» χαρακτήρας των συλλογών οι οποίες αφαιρούνται κυρίως από εκκλησιαστικά ιδρύματα (με το κλείσιμο των αντιστοίχων μοναστικών κοινοτήτων και τη δήμευση των περιουσιών τους) και εν συνεχεία από τους αριστοκράτες, οι οποίοι προηγουμένως πειθαναγκάζονται να αναζητήσουν καλύτερη τύχη στο εξωτερικό. Οι συλλογές βιβλίων από ατομική ιδιοκτησία μετατρέπονται τώρα σε «εθνικό αγαθό». Ο δημόσιος χαρακτήρας της βιβλιοθήκης θα κατοχυρωθεί νομικώς με την εμφάνιση κατόπιν σημαντικών αγώνων της λεγομένης public library περί τα μέσα του 19ου αιώνα. Τότε στη Μεγάλη Βρετανία, έχοντας ως βάση την προηγούμενη νομοθεσία περί μουσείων και ακολουθώντας τρόπον τινά το παράδειγμα των Ηνωμένων Πολιτειών, λαμβάνονται σειρά από μέτρα για τη μετατροπή των βιβλιοθηκών σε δημόσιες. Η απόφαση αυτή συνδέεται άρρηκτα με άλλες αποφάσεις, αναφορικώς λ.χ. προς την τοπική αυτοδιοίκηση, την οικονομική αυτοδιαχείριση κτλ. Το θέμα της δημόσιας (με αυτή την έννοια) βιβλιοθήκης είναι πολύ σημαντικό, αλλά έστω και μία επιφανειακή επισκόπηση θα μας πήγαινε πολύ μακριά και προφανώς υπερβαίνει το αντικείμενο του παρόντος σημειώματος. Να υπενθυμίσουμε απλώς ότι η στιγμή κατά την οποία κυοφορείται η μετατροπή αυτή μπορεί σχηματικώς να εντοπιστεί στην περίοδο της βιομηχανικής επανάστασης, ιδιαιτέρως στις πολιτισμικές, θα λέγαμε, αναγκαιότητες τις οποίες δημιούργησε.

Πολυλειτουργικό κέντρο

Η βιβλιοθήκη από την αρχή της εμφάνισής της αποτέλεσε πολυσήμαντο κέντρο πολλαπλών δραστηριοτήτων. Το πλέον γνωστό μουσείο και η πλέον σημαντική βιβλιοθήκη της αρχαιότητας, της Αλεξάνδρειας, από τη σκοπιά της κτιριολογίας ταυτίζονταν στο διάσημο οικοδομικό σύνολο του 3ου αιώνα π.Χ. αποτελώντας εργαστήριο παραγωγής γνώσης και παιδαγωγικό εργαλείο, εν ολίγοις οιονεί πανεπιστήμιο.

Η συνύπαρξη μουσείου και βιβλιοθήκης και ο χαρακτήρας πολυλειτουργικού κέντρου δεν χαρακτηρίζει μόνο το ανωτέρω παράδειγμα ή κάποια άλλα της αρχαιότητας. Οντως κάτι αντίστοιχο, ως πρόθεση τουλάχιστον, διαφαίνεται και στον σχεδιασμό των σύγχρονων βιβλιοθηκών. Πώς αλλιώς μπορούμε να ερμηνεύσουμε το γεγονός ότι στις βιβλιοθήκες, μαζί με εκείνους για την ολοένα αυξανόμενη ποσότητα παρεχομένων πληροφοριών (σε όλες τις δυνατές μορφές, υλική και άυλη), προστίθενται εκθεσιακοί χώροι, εργαστήρια, αίθουσες προβολών και ειδικοί χώροι όπου οι ίδιες οι βιβλιοθήκες αυτονόμως θα παράγουν καλώς νοούμενες «πληροφορίες» (βιβλία, καταλόγους) τόσο σε ηλεκτρονική (CD-ROM) όσο και σε τυπωμένη μορφή.

Από τους αρχαίους χρόνους η βιβλιοθήκη νοείται ως σημαντικό δημόσιο κτίριο. Οι πλέον γνωστές σε εμάς βιβλιοθήκες της αρχαιότητας, οι ρωμαϊκές των Αθηνών, της Εφέσου, της Τίμγκαντ (στη σημερινή Αλγερία) τεκμηριώνουν το μεγάλο ενδιαφέρον της ρωμαϊκής πόλης για τα δημόσια κτίρια (και την αναλογία της με τη σημερινή πόλη) και αποτελούν μέγιστο κοινωνικό αγαθό (άλλη μία αναλογία με το μουσείο), αφού, όπως σημειώνει ο Vitruvio, κτίστηκαν για την κοινή ψυχαγωγία, με την πλατωνική ασφαλώς έννοια («ad communem delectationem»).

Αν οι βιβλιοθήκες της αρχαιότητας εμφανίζονται ευθύς εξ αρχής ως αυτόνομα κτίρια, οι πρόγονοι, θα λέγαμε, της σύγχρονης βιβλιοθήκης αρχικώς και ως τον 18ο αιώνα οργανώνονται, αντιθέτως, στο πλαίσιο ενός ευρύτερου αρχιτεκτονικού συνόλου. (Κάτι αντίστοιχο θα συμβεί, ως γνωστόν, και σε άλλους σημαντικούς κτιριολογικούς τύπους, όπως το μουσείο και το θέατρο.)

Οι «τίτλοι» της Σορβόννης

Σταθμό στην ανάπτυξη και εξέλιξη της βιβλιοθήκης αποτελούν τα μεσαιωνικά αβαεία (σε πείσμα όσων ανοήτων συνεχίζουν να ταυτίζουν συλλήβδην τον Μεσαίωνα με την Ιερά Εξέταση και τον σκοταδισμό...). Οπως σημειώνει ο J. W. Thompson, το 831 η Centula (St. Riquier), εκ των ισχυροτέρων αβαείων του Καρλομάγνου, διέθετε 256 τόμους, ενώ ως τον 13ο αιώνα σχεδόν όλα τα αβαεία παρήγαν και συνέλεγαν βιβλία, ακόμη και μη θρησκευτικού χαρακτήρα. Στη μονή, λ.χ., του Bobbio, πλησίον της βορειοϊταλικής πόλης Πιατσέντσα, κατά τον 11ο αιώνα υπήρχαν 650 τόμοι φιλοσοφικού και θεολογικού περιεχομένου. Και σε εκείνη μάλιστα του Monte Cassino την ίδια περίοδο καταγράφεται η ανέγερση ενός αυτονόμου κτιρίου, στο πλαίσιο του πολυσύνθετου μοναστικού οικοδομικού συνόλου, για τη φιλοξενία της βιβλιοθήκης. Η απογείωση, όμως, θα λέγαμε, αυτού του κτιριολογικού τύπου θα πραγματοποιηθεί ως αποτέλεσμα της γένεσης και του πολλαπλασιασμού σε σχεδόν «μαζική» κλίμακα ενός άλλου σημαντικού οικοδομικού οργανισμού, του πανεπιστημίου.

Οπως ορισμένοι ασφαλώς γνωρίζουν, ο 13ος αιώνας αποτελεί την ιστορική περίοδο κατά την οποία ­ εξαιρουμένων κάποιων ιταλικών πόλεων και βεβαίως των Παρισίων, όπου ήδη υπήρχαν ανάλογες εγκαταστάσεις ­ εμφανίζονται και διαδίδονται τα πανεπιστήμια ως αποτέλεσμα της αστικής ανάπτυξης και της διάδοσης των εμπορικών συναλλαγών (κυρίως των παρακειμένων, συμπαρομαρτούντων διαχειριστικών δραστηριοτήτων τους).

Αν η πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη της Οξφόρδης είναι ίσως η πρώτη του είδους, η πλέον σημαντική είναι αδιαμφισβήτητα εκείνη της Σορβόννης, πανεπιστημίου που ιδρύθηκε στο Παρίσι το 1254 από τον Ρομπέρ ντε Σορμπόν, ο οποίος ήταν εφημέριος του Λουδοβίκου Θ'. Οπως αναφέρει ο γνωστός ιστορικός Νικολάους Πέβσνερ, στο τέλος του 13ου αιώνα η Βιβλιοθήκη της Σορβόννης ήταν ανεξάρτητο κτίριο σημαντικών διαστάσεων, αφού διέθετε 19 παράθυρα στην κεντρική όψη. (Τον ίδιο αριθμό παραθύρων, ίσως ως συμβολική αναφορά ακριβώς στο σημαντικό αυτό κτίριο, θα σχεδιάσει ο Κ. Φρ. Σίνκελ στην κεντρική όψη της μελέτης του για μια βιβλιοθήκη, Βερολίνο, 1835). Τα βιβλία ήταν ακουμπισμένα σε διπλά αναλόγια, τοποθετημένα έμπροσθεν των παραθύρων· μάλιστα, για να κοπεί η όρεξη ορισμένων οι οποίοι θα προτιμούσαν να τα μελετήσουν κατά μόνας και να καταστεί δυνατή και εγγυημένη, θα λέγαμε, η απρόσκοπτη διάθεσή τους στην κοινότητα, τα βιβλία ήταν δεμένα με αλυσίδες!.. Αν στην αρχή υπήρχαν μόνο 38 αναλόγια, το 1290 ο αριθμός τους είχε ανέλθει σε 1.017, ενώ το 1388 υπερέβαιναν τα 1.700!

Σύμβολα νέας εποχής

Ωστόσο η Αγγλία κατά τον 15ο αιώνα κατέχει τα πρωτεία στην ίδρυση, στην οργάνωση και στη λειτουργία βιβλιοθηκών, ενώ στη Γαλλία και στη Γερμανία είναι σχετικά μικρός ο αριθμός τέτοιων κτιρίων, ιδιαιτέρως εκείνων τα οποία έχουν οικοδομηθεί κατά τρόπο αυτόνομο. Ο καθεδρικός της Rouen διαθέτει την πλέον γνωστή βιβλιοθήκη, ενώ ο αντίστοιχος της Noyon οικοδομεί ως βιβλιοθήκη ένα αυτόνομο κτίριο μήκους 22 μέτρων. Την ίδια εποχή στη Γερμανία καταγράφεται η λειτουργία της βιβλιοθήκης του Τάγματος του Αυγουστινιανού στην πόλη Erfurt.

Η ιταλική Αναγέννηση μέσω των διαφόρων υφολογικών ρευμάτων της θα επεξεργαστεί στο πλαίσιο μιας γενικότερης «επαναθεμελίωσης» της αρχιτεκτονικής και του αστικού σχεδιασμού σημαντικές βιβλιοθήκες, όπως επί παραδείγματι η Λαυρεντιανή στη Φλωρεντία του 16ου αιώνα (Μιχαήλ Αγγελος, 1523-1571) και η Μαρκιανή στη Βενετία (Σανσοβίνο, 1536· Σκαμότσι, 1581-1583).

Ωστόσο σε όλες τις περιπτώσεις η βιβλιοθήκη αποτελεί υπόθεση η οποία ενδιαφέρει, καθώς είδαμε, μια ελάσσονα πολιτισμική αφρόκρεμα, τους ηγεμόνες και τους κληρικούς, και η ίδρυση και λειτουργία της είναι στενά συνδεδεμένη με αυτούς τους δύο πόλους της καθεστηκυίας τάξης. Οπως και στην περίπτωση του μουσείου, αποφασιστική καμπή στην ιστορία (θεσμική και κτιριολογική) της βιβλιοθήκης θα αποτελέσει το σημαντικότερο (κατά την άποψή μου) κοινωνικό, πολιτικό, πολιτισμικό ρεύμα το οποίο γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα ­ πριν από την εμφάνιση της μαρξιανής αναζήτησης ­, δηλαδή ο Διαφωτισμός. Το γεγονός αυτό οφείλεται κυρίως στον ιδιαίτερο χαρακτήρα τον οποίο προσέλαβε ευθύς εξαρχής η παιδεία του Διαφωτισμού και, πιο συγκεκριμένα, στον προγραμματικό στόχο της δημιουργίας και διάθεσης των απαραίτητων γνωστικών εργαλείων τα οποία θα επιτρέψουν την πλήρη ανάπτυξη της ανθρώπινης φύσης με στόχο την κατάκτηση της ευτυχίας (ατομικής και συλλογικής), και κυρίως την επιθυμία της νέας διαφωτισμικής παιδείας να είναι πρωτίστως κοινωνικώς ωφέλιμη.

Η πασίγνωστη μελέτη του Ε.-Λ. Μπουλέ για τη νέα Βασιλική Βιβλιοθήκη (Παρίσι, 1784) όχι μόνο θα αποτελέσει τη σχεδιαστική αναφορά για οιαδήποτε μελλοντική επεξεργασία, αλλά και το σύμβολο μιας νέας εποχής όπου η βιβλιοθήκη καθίσταται θεμέλιο εργαλείο για την αυθεντικά προοδευτική ανάπτυξη της κοινωνίας. Η κεντρική αίθουσα, βασιλικής κάτοψης (κτιριολογικός τύπος ο οποίος ανέκαθεν αποτέλεσε τον κατ' εξοχήν τόπο της κοινοτικής ζωής), είναι μήκους σχεδόν 90 μέτρων, αποτελώντας, θα λέγαμε, στεγασμένη πλατεία, ενώ τα βιβλία αποκτούν πρωταγωνιστικό ρόλο και τοποθετούνται κατά μήκος των τοιχωμάτων, σε τρία διαφορετικά, κλιμακωτά επίπεδα. Πρόκειται για τεράστια «πολιτισμική αγορά», όπου η άμεση σχέση αναγνώστη και βιβλίου καθορίζει τον ίδιο τον χαρακτήρα του «τόπου». Κάτι το οποίο θα επαναλάβει, επαναπροσδιορίζοντάς το, και ο Ερικ Γκούναρ Ασπλουντ στη γνωστή μας Δημοτική Βιβλιοθήκη της Στοκχόλμης, όπου τα ίδια τα βιβλία έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο και αποτελούν αυθεντική διακόσμηση της κεντρικής κυκλικής αίθουσας.

Η βιβλιοθήκη κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα θα δώσει την ευκαιρία σε σημαντικούς αρχιτέκτονες να σχεδιάσουν και να υλοποιήσουν μικρά αριστουργήματα, πράγμα το οποίο συμβαίνει και επί των ημερών μας: από τον Αλβαρ Αάλτο και τη Βιβλιοθήκη στο Viipuri - Vyborg (1927-1935) ως τον Ντομινίκ Περό και τη λεγομένη Tres Grand Bibliotheque στο Παρίσι (1995).

Στην Ελλάδα, όπου δεν ευτυχούμε να βλέπουμε συχνά την ανέγερση δημοσίων κτιρίων συλλογικών δραστηριοτήτων και ακόμη λιγότερο βιβλιοθηκών, είχαμε την ευχάριστη έκπληξη της αποπεράτωσης ενός σημαντικού κτιρίου στη Θεσσαλονίκη (πού αλλού;), δηλαδή τη Βιβλιοθήκη στο πανεπιστημιακό Campus, την οποία μελέτησε ο καθηγητής κ. Αναστάσιος Κωτσιόπουλος σε συνεργασία με τις αρχιτέκτονες κυρία Μόρφω Παπανικολάου και κυρία Ειρήνη Σακελλαρίδου.