Δεν διαβάζω, δεν διαβάζω

Σταυρούλα Παπασπύρου, εφ. Ελευθεροτυπία, 30/1/2005

Το χάσμα είναι βαθύ και -στον δυτικό κόσμο τουλάχιστον- χωρίζει άντρες και γυναίκες κάθε τάξης και ηλικίας: από τη μια εκείνοι που διαβάζουν, από την άλλη εκείνοι που δεν πιάνουν βιβλίο στα χέρια τους.

Κι όπως υποστηρίζει ο καθηγητής της Οξφόρδης Τζον Κάρεϊ, σ' ένα κείμενο που ο οίκος «Νάρκισσος» συνηθίζει να προτάσσει στις εκδόσεις του, «καμιά από τις δύο πλευρές δεν δείχνει κατανόηση για την άλλη»...

Οι μη αναγνώστες, λέει ο διατελέσας και πρόεδρος της επιτροπής του βραβείου Μπούκερ, τρομοκρατημένοι απ' όσους συνδέουν το διάβασμα με την «κουλτουριάρικη» συμπεριφορά, θεωρούν τους βιβλιόφιλους ξιπασμένους. Μπροστά δε σ' επιχειρήματα του τύπου «το διάβασμα διευρύνει τη σκέψη σας και σας επιτρέπει να ζείτε περισσότερες από μία ζωές», ισχυρίζονται ότι τα ίδια ακριβώς κερδίζουν από την τηλεόραση και τον κινηματογράφο.

Αντίθετα, ωστόσο, με τις εικόνες που μοιάζουν μ' ό,τι αντιπροσωπεύουν, οι τυπωμένες λέξεις δεν είναι παρά μαύρα σύμβολα πάνω στο χαρτί: «Η μετάφρασή τους σε νοερές εικόνες είναι ένα εκπληκτικά πολύπλοκο εγχείρημα» συνεχίζει ο καθηγητής. «Προϋποθέτει τη δύναμη της φαντασίας, η οποία συνδέεται με την ικανότητα του ατόμου να κρίνει και με την ικανότητά του να ταυτίζεται με άλλους. Χωρίς την ανάγνωση, αυτές οι δυνάμεις ίσως ατροφήσουν». Και ο Τζον Κάρεϊ καταλήγει μελαγχολικά: «Μία δημοκρατία που αποτελείται κατά το μεγαλύτερο μέρος της από τηλεθεατές, είναι διανοητικά μειονεκτική σε σύγκριση με μια δημοκρατία που αποτελείται κατά το μεγαλύτερο μέρος της από αναγνώστες. Στο δεύτερο ήμισυ του 20ού αιώνα, οι δικές μας μετατράπηκαν από το δεύτερο είδος στο πρώτο».

«Δεν προλαβαίνω», λένε οι περισσότεροι

Η ελληνική δημοκρατία δεν αποτελεί εξαίρεση, το στρατόπεδο των τηλεθεατών είναι κι εδώ συντριπτικό. Οσοι όμως - κρίνοντας από τον εκδοτικό πληθωρισμό, την ανάπτυξη κάποιων αλυσίδων βιβλιοπωλείων και τον διαφημιστικό καταιγισμό στα ένθετα των μεγάλων εφημερίδων, είχαν την αίσθηση πως το αναγνωστικό κοινό όλο και διευρύνεται, ίσως θα 'πρεπε να προσγειωθούν. Το εκδοτικό «μπουμ» μπορεί να καθιέρωσε στη συνείδηση του κόσμου το βιβλίο ως ένα επιπλέον καταναλωτικό αγαθό, αλλά η βιβλιοφιλία στη χώρα πιάνει πιάτο.

Τα κακά νέα δεν έρχονται από το Ευρωβαρόμετρο (που πρόσφατα αποφάνθηκε ότι ένας στους δύο ενήλικες Έλληνες είναι λειτουργικά αναλφάβητος) αλλά από το, βληθέν ως υπεραισιόδοξο στο παρελθόν, Εθνικό Κέντρο Βιβλίου. Σύμφωνα με καινούρια έρευνά του, το ποσοστό των συμπατριωτών μας που ομολογούν ευθαρσώς ότι δεν διαβάζουν ούτε ένα βιβλίο το χρόνο, αυξήθηκε μέσα σε μια πενταετία κατά 14 μονάδες: από το 30,4% εκτινάχθηκε στο 43,8%!

Σημαντική ήταν και η μείωση όσων διαβάζουν εγχειρίδια σχετικά με τη δουλειά τους, όπως κι εκείνων που διαβάζουν εννιά βιβλία το πολύ. Οι «χαλαροί» αναγνώστες, άντρες κυρίως, χάνονται. Όσο για τους «σταθερούς» που δηλώνουν πως διαβάζουν πάνω από δέκα βιβλία το χρόνο, παραμένουν οχτώ στους εκατό, με τις γυναίκες ανάμεσά τους να υπερτερούν.

Η Β' πανελλήνια έρευνα αναγνωστικής συμπεριφοράς του ΕΚΕΒΙ σχεδιάστηκε σε συνεργασία με το Ινστιτούτο V-PRC και πραγματοποιήθηκε το πρώτο τρίμηνο του 2004, όπως ακριβώς κι εκείνη που είχε προηγηθεί το '99: με τη μέθοδο των προσωπικών συνεντεύξεων σ' ένα δείγμα 3.046 ατόμων πάνω από 15 ετών. Και οι ερωτηθέντες δεν κλήθηκαν βέβαια να τοποθετηθούν στο νόημα της ανάγνωσης όπως ο οξφορδιανός καθηγητής, αλλά να εξηγήσουν γιατί δεν διαβάζουν καθόλου.

Κάποιοι δήλωσαν «δεν μ' ενδιαφέρει» (5,9%), άλλοι «δεν μου αρέσει, το βαριέμαι» (18,2%), ενώ η συντριπτική πλειοψηφία (39,1%) επικαλέστηκε σαν βασική αιτία την «έλλειψη χρόνου». Το επιχείρημα προβλήθηκε από άτομα και των δύο φύλων, κυρίως μεταξύ 25 και 44 χρόνων, τα περισσότερα παντρεμένα και με ανήλικα ακόμα παιδιά, με μορφωμένους σχετικά γονείς και με ανώτερες σπουδές τα ίδια, συμφιλιωμένα με τις νέες τεχνολογίες, τοποθετημένα πολιτικά στο κέντρο. Μ' άλλα λόγια, η συνήθεια του διαβάσματος δεν φαίνεται να εξαρτάται μόνο από το ποιος είσαι, αλλά και από το αν μπορείς...

*Τι κι αν μόλις το 1% του δείγματος πρόβαλε οικονομικούς λόγους για την αποχή του από το βιβλίο, ενώ μόνο για το 3,2% των αναγνωστών -χαλαρών και μη- παίζει ρόλο η τιμή του. Ο Ηλίας Λιβάνης, από τον ομώνυμο εκδοτικό οίκο, εξακολουθεί να πιστεύει πως «η συνήθεια της ανάγνωσης είναι σαφώς αποτέλεσμα όχι μόνο του χρόνου που διαθέτει κανείς αλλά και της καλής οικονομικής του κατάστασης». Εν τούτοις, «ακόμα και σε περιόδους γενικότερης κρίσης, το βιβλίο δεν είναι από τα πρώτα προϊόντα που θίγονται. Όποιος το αγαπά και το έχει ανάγκη, δεν το στερείται».

Να 'ναι λοιπόν ο σκληρός πυρήνας του 8,6% των σταθερών αναγνωστών που συντηρεί την εγχώρια αγορά; Ή μήπως η εικόνα της έρευνας του ΕΚΕΒΙ δεν συμπίπτει μ' εκείνη που έχουν ήδη σχηματίσει οι εκδότες; Πώς παραμένει ανεπηρέαστη μια βιβλιοπαραγωγή των 6.700 και πλέον τίτλων ετησίως, όταν το αναγνωστικό κοινό μειώνεται θεαματικά, σε αντίστροφη αναλογία με το τηλεοπτικό, που όχι απλώς αγγίζει το 100% του πληθυσμού, αλλά και στέκεται κατά μέσον όρο καθημερινά γύρω στις 3,5 ώρες καρφωμένο στην οθόνη;

*Ο Θανάσης Καστανιώτης δεν περίμενε την έρευνα για ν' αποκαρδιωθεί -«αρκεί να δεις ποια βιβλία έχουν πέραση και πόσα σημαντικά αγνοούνται...». Αλλά η Άννα Πατάκη ομολογεί πως ξαφνιάστηκε. Ωστόσο, «οι εκδότες βρισκόμαστε πιο μπροστά από τους αναγνώστες», ισχυρίζεται. «Οι κινήσεις μας είναι πιο φιλόδοξες και πιό ριψοκίνδυνες σε σχέση με τα μηνύματα που εισπράττουμε από την μικρή, ούτως ή άλλως, αγορά. Πώς ν' αυξηθούν όμως οι αναγνώστες, όταν από μαθητές ακόμα στηριζόμαστε στην αποστήθιση και στις εργασίες-κονσέρβα;».

*Το εκπαιδευτικό σύστημα βρίσκεται στο στόχαστρο: «Οι πρώτοι που βαριόντουσαν τα βιβλία, απωθώντας μας έτσι από την εξωσχολική ανάγνωση, ήταν οι δάσκαλοι και οι καθηγητές μας!» ομολογεί η επικεφαλής της «Εστίας» Εύα Καραϊτίδη.

«Θα περίμενε κανείς ότι με την άνοδο του μορφωτικού επιπέδου, θ' αυξάνονταν κι οι βιβλιόφιλοι» λέει ο Νώντας Παπαγεωργίου από το «Μεταίχμιο». «Όταν όμως απουσιάζει τόσο εμφατικά μια πολιτική αναγνωσιμότητας», συνεχίζει, «όταν κάθε κόμμα που διεκδικεί την εξουσία υπόσχεται να καταργήσει το αισχρό καθεστώς του ενός και μόνο εγχειριδίου που διέπει όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης από την εποχή του Μεταξά, και την επόμενη μέρα το ξεχνάνε, τα δυσάρεστα νέα είναι απολύτως εξηγήσιμα». Όπως συμπληρώνει ο Θ. Καστανιώτης, «η αγορά προσφέρει ενδιαφέροντα βιβλία για όλους. Όμως ο Έλληνας ουδέποτε εκπαιδεύτηκε ώστε να βρίσκει απαντήσεις μέσα στα βιβλία».

Εν τω μεταξύ, ο υφυπουργός Πολιτισμού Πέτρος Τατούλης, σ' ένα ακόμη βαρυσήμαντο άρθρο του (βλ. περιοδικό «Highlights», τ.14), αναγνωρίζει «την αναγκαιότητα ένταξης του βιβλίου στην καθημερινή μας ζωή» και ούτε λίγο ούτε πολύ αποφαίνεται: «Για να γίνει πραγματικότητα ένας τέτοιος στόχος, πρέπει να πετύχουμε την εξοικείωση του πολίτη με το ίδιο το βιβλίο και εν συνεχεία με την ανάγνωσή του»... Για τα ευρωπαϊκά κονδύλια που προορίζονταν για εκατοντάδες σχολικές βιβλιοθήκες και επί τριετία εξανεμίζονται, για το οικόπεδο στο Γουδί όπου υποτίθεται ότι θα χτιστεί μια αξιοπρεπής Εθνική Βιβλιοθήκη ή για την προβληματική ροή των επιχορηγήσεων προς το καταχρεωμένο ΕΚΕΒΙ, ο υφυπουργός δεν λέει κουβέντα. Οπως και στον τομέα του κινηματογράφου, έτσι κι εδώ, η ηγεσία του ΥΠΠΟ από το ίδιο όνειρο τρέφεται: «να στραφεί το βλέμμα της διεθνούς κοινότητας στην ελληνική παραγωγή». Τα υπόλοιπα δεν έχουν και τόση σημασία.