Ούτε ένα βιβλίο τον χρόνο

Μιχάλης Μητσός, εφ. Τα Νέα, 28/2/2005

Οι έρευνες το δείχνουν καθαρά: όσοι διαβάζουν βιβλία είναι καλύτεροι μαθητές, καλύτεροι εργαζόμενοι, καλύτεροι πολίτες. Υπάρχει λοιπόν καλύτερος δείκτης για να περιγράψει την παρακμή της Αμερικής;

«Το μόνο που ζητάω είναι μια ευκαιρία να καταστρέψω τη ζωή μου με τον δικό μου τρόπο» (από τον Νιου Γιόρκερ)

Ο πήχυς τοποθετήθηκε πολύ χαμηλά. Δεν σας ρωτάμε αν διαβάσατε τη χρονιά που μας πέρασε το «Πόλεμος και Ειρήνη» ή τον «Μόμπυ Ντικ». Μας αρκεί να διαβάσατε οποιοδήποτε λογοτεχνικό έργο, ανεξαρτήτως του μεγέθους του, της ποιότητάς του ή της γλώσσας στην οποία ήταν γραμμένο. Ένα ποίημα στο Internet, διαβάσατε την περασμένη χρονιά έστω κι ένα ποίημα στο Internet; Όχι, απάντησαν περισσότεροι από τους μισούς Αμερικανούς στο πλαίσιο μιας έρευνας που πραγματοποίησε το περασμένο καλοκαίρι το Εθνικό Ίδρυμα για τις Τέχνες (NEA). Αν η «κατανάλωση» άλλων μορφών τέχνης έχει μειωθεί την τελευταία δεκαετία στην Αμερική κατά 1%, η αντίστοιχη μείωση στο πεδίο της λογοτεχνίας φτάνει το 10%. Από το 1982 ως το 2002, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχασαν 20 εκατομμύρια πιθανούς αναγνώστες.

«Για να τροποποιηθεί σε τέτοιο βαθμό μια τόσο ουσιαστική και τόσο κρίσιμη ανθρώπινη δραστηριότητα, πρέπει να έχει σημειωθεί μια πολύ βαθιά μεταβολή στον πολιτισμό», λέει στην ανταποκρίτρια της Μοντ ο Μαρκ Μπάουερλαϊν, διευθυντής ερευνών της NEA. Φταίει η αποτυχία του εκπαιδευτικού συστήματος: δεν είναι τυχαίο ότι στους νέους ηλικίας 18 ως 25 ετών η ανάγνωση της λογοτεχνίας έχει μειωθεί σε ποσοστό κατά 55% μεγαλύτερο απ' ό,τι στον υπόλοιπο πληθυσμό. Φταίει και η έκρηξη μορφών ψυχαγωγίας όπως τα ηλεκτρονικά παιχνίδια, το e-mail και το Internet, με όλες τις εφαρμογές του. Τη δεκαετία του '90, οι δαπάνες των Αμερικανών καταναλωτών στον τομέα των ηλεκτρονικών αυξήθηκαν κατά 400%, ενώ οι δαπάνες σε βιβλία έμειναν σταθερές - κι αυτό, παρόλο που οι τιμές τους αυξήθηκαν. Υπάρχει βέβαια μία εξαίρεση: η λεγόμενη «χριστιανική ευαγγελική» λογοτεχνία, βιβλία δηλαδή που μιλούν για το τέλος του κόσμου, καταγγέλλουν τις αμβλώσεις και την ομοφυλοφιλία και γενικά προβάλλουν τις ιδέες των νεο-συντηρητικών. Το είδος αυτό ανθεί, και τα ειδικευμένα βιβλιοπωλεία κάνουν τρελές δουλειές.

Πώς αντιδρούν οι εκδοτικοί οίκοι σε αυτή την κατάσταση; Εκδίδοντας λιγότερα λογοτεχνικά βιβλία. «Αν δεν αλλάξεις, πέθανες», λέει ο Τζόναθαν Γκαλάσι, διευθυντής του πολύ σοβαρού νεοϋορκέζικου οίκου Farrar, Straus and Giroux. «Ο κόσμος των εκδόσεων και ο κόσμος των επιχειρήσεων συγκλίνουν όλο και περισσότερο, και όλη η προσοχή πέφτει σε έναν περιορισμένο αριθμό βιβλίων». Με περιορισμένη αναγνωστικότητα: ακόμη και η αυτοβιογραφία του Μπιλ Κλίντον («H ζωή μου») πούλησε μόλις ένα εκατομμύριο αντίτυπα, αγοράστηκε δηλαδή από το 0,3% του πληθυσμού... Υπάρχουν βέβαια κι εκείνοι που δεν υποκύπτουν στο πνεύμα της εποχής. Ο μικρός εκδοτικός οίκος Archipelago Books επιμένει να προτείνει στο αμερικανικό κοινό μεταφράσεις σημαντικών συγγραφέων απ'όλο τον κόσμο, όπως του Μπύχνερ, του Γκόμπροβιτς ή του Ρίλκε. Όπως λέει η ιδρύτρια του οίκου Τζιλ Σκούλμαν, «είναι μια πράξη βούλησης και πίστης».