Πόσο και γιατί διαβάζουμε;

Νίκος Βατόπουλος, εφ. Καθημερινή, 25/8/2007

Το 25% των Αμερικανών δεν άνοιξε βιβλίο το 2006, σύμφωνα με δημοσκόπηση

Ποιος διαβάζει, γιατί και πόσο; O ανώνυμος αναγνώστης γλιστράει έξω από τους πίνακες κάθε στατιστικής, παραμένει ο άγνωστος Χ που όλοι θέλουν να εντοπίσουν με τεχνοκρατικές μεθόδους. Ωστόσο, πόσες αναλύσεις χρειαζόμαστε για να καταλάβουμε τι είναι αυτό που κάνει μια νοικοκυρά στο Ουισκόνσιν και έναν καθηγητή στο Κάιρο να διαλέξουν το ίδιο βιβλίο; Πρόσφατες εκτιμήσεις και επίσημες η έστω ημι-επιστημονικές μετρήσεις στον αγγλοσαξωνικό κόσμο δείχνουν αυτήν ακριβώς τη συναρπαστική ρευστότητα που κάνει την αγορά του βιβλίου ένα τομέα επιχειρηματικότητας στα όρια του αστάθμητου παράγοντα.

Αντιφάσεις

Στις ΗΠΑ, μια δημοσκόπηση (Associated Press - Ipsos) αναφέρει ότι το 25% των Αμερικανών ενηλίκων δεν διάβασε ούτε ένα βιβλίο την περασμένη χρονιά. Στη Βρετανία, στο blog του «Γκάρντιαν», ο δημοσιογράφος Τζον Κρέις αναφέρει ότι το 80% των συγγραφέων που κατορθώνουν να βρουν εκδότη δηλώνει εισόδημα κατώτερο των 15.000 ευρώ ετησίως, γεγονός όμως που ουδόλως αποτρέπει ολοένα και μεγαλύτερο ποσοστό Βρετανών να ονειρεύονται τον εαυτό τους επαγγελματία συγγραφέα.

Το σήμερα βρίθει αντιφάσεων. Ποτέ στην ιστορία του πολιτισμού δεν γράφονταν τόσες πολλές λέξεις κάθε μέρα και ποτέ τόσοι πολλοί άνθρωποι δεν ονειρεύονταν να δουν το όνομά τους τυπωμένο. Για ποια κρίση λοιπόν μιλάμε αν κρίνουμε από το πόσο πολλοί άνθρωποι εμπλέκονται στην παραγωγή των ιδεών - μικρών ή λιγότερο μικρών; Από την άλλη, ο τζίρος της αγοράς βιβλίου παγκοσμίως παραμένει σε σχετική στασιμότητα. Πέρυσι, πουλήθηκαν παγκοσμίως πάνω από 3 δισ. βιβλία και οι παγκόσμιες πωλήσεις ανήλθαν στα 26,4 δισ. ευρώ, 3% περισσότερα από το 2005.

Τι μπορούν όμως να σημαίνουν τα νούμερα, όταν κανείς δεν ξέρει τι είναι αυτό που κάνει έναν άνθρωπο να αγοράσει ένα συγκεκριμένο βιβλίο; Σε ένα κόσμο στερεοτύπων (που επιβιώνουν γιατί ως ένα ποσοστό αντιστοιχούν σε όψεις πραγματικότητας), το προφίλ του σύγχρονου Αμερικανού αναγνώστη δεν είναι και τόσο απογοητευτικό. Είναι όμως ανένταχτο στις κατηγορίες που λατρεύουν οι εταιρείες δημοσκοπήσεων. Γιατί, ναι μεν, διαβάζουν περισσότερα βιβλία όσοι δεν πηγαίνουν στην εκκλησία ή όσοι ψηφίζουν Δημοκρατικούς ή Φιλελεύθερους, αλλά η Βίβλος και θρησκευτικά βιβλία δηλώθηκαν ως αναγνώσματα προτίμησης από το 75% των ερωτηθέντων. Οι κάτοικοι του αμερικανικού Νότου διαβάζουν πιο πολύ από την Ανατολική Ακτή, αλλά προτιμούν σε απόλυτους αριθμούς τα αισθηματικά μυθιστορήματα της χρονιάς που κανείς δεν θα διαβάζει σε δέκα χρόνια. Το στατιστικό λάθος στην αγορά βιβλίου δεν είναι απλώς η αναμενόμενη απόκλιση αλλά ο κανόνας που αφήνει πολλά στη φαντασία. Αυτή η φαντασία λείπει - λέει ο Τζον Κρέις στον «Γκάρντιαν» - από εκεί όπου θα έπρεπε να περισσεύει: από τους επίδοξους συγγραφείς. Αυτούς που τραβάνε κατά κόρον οι σχολές δημιουργικής γραφής, που αυξάνονται σαν μανιτάρια, και όπου διδάσκουν γνωστοί ή λιγότερο γνωστοί συγγραφείς με χρόνο για ξόδεμα και ανάγκη για χρήμα.

Η αγορά του βιβλίου έχει και άλλες αντιφάσεις να αντιμετωπίσει. Ως αντίπαλος θεωρείται το Ιντερνετ (γιατί ρουφάει τον ελεύθερο χρόνο υποψηφίων αναγνωστών) αλλά είναι ακριβώς χάρη στο Διαδίκτυο που το βιβλίο διαφημίζεται και κάνει υψηλές πωλήσεις. Ορισμένοι μιλούν για μια ακόμη αντίφαση. Κάθε χρόνο εκδίδονται περισσότεροι τίτλοι και ποτέ η ποικιλία δεν ήταν τόσο μεγάλη. Αλλά παράλληλα, όσοι καταγράφουν το φαινόμενο αυτό πιστεύουν ότι η εποχή μας δεν προβλέπει καμία πιθανότητα για ένα ευεργετικό «μπουμ» στην αγορά βιβλίου. Η πίτα είναι μεγάλη, αλλά δύσκολα θα χρειαστεί μεγαλύτερο ταψί.

Ελλάδα 2004: το 65,8% δεν διαβάζει

Αν στις ΗΠΑ το 25% δήλωσε ότι το 2006 δεν διάβασε ούτε ένα βιβλίο, στην Ελλάδα την ίδια δήλωση κάνει το 65,8%! Τα στοιχεία αφορούν το 2004 και είναι η πιο πρόσφατη έρευνα αναγνωστικής συμπεριφοράς του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου. Οσοι δήλωσαν ότι διαβάζουν, οι μισοί μόνο (53,5%) διάβασαν βιβλία για ευχαρίστηση ή προσωπικό ενδιαφερόν. Οι υπόλοιποι διαβάζουν γιατί «πρέπει» λόγω δουλειάς ή σπουδών. Για την αγορά βιβλίου στην Ελλάδα, κρίσιμο είναι το ποσοστό του 25,4% που δήλωσε ότι διάβασε από 1 έως 9 βιβλία τον χρόνο. Αυτή είναι η δεξαμενή που μπορεί να μεγαλώσει εις βάρος του απογοητευτικού 65,8% που δεν ανοίγει βιβλίο. Αλλά από την άλλη πλευρά, το μεγάλο αυτό περιθώριο αφήνει ικανό πεδίο επέκτασης για την εγχώρια αγορά.