Ο χορός θέλει θεατές περίεργους, όχι μυημένους

Ναταλί Χατζηαντωνίου, εφ. Ελευθεροτυπία, 30/5/2009

Η Μισέλ Αν ντε Με, εμβληματική χορεύτρια στο Βέλγιο, συστήνεται για πρώτη φορά στο ελληνικό κοινό ως χορογράφος. Το παρθενικό της έργο «Sinfonia Eroica» (1990), εμπνευσμένο από την «Ηρωική» του Μπετόβεν, φιλοξενείται στην «Πειραιώς 260», στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών

«Το ανθρώπινο σώμα; Είναι η ουσία της σημαντικότερης "ποιότητας" στον χορό», απαντά στο τηλέφωνο η ευγενική αλλά κοφτή φωνή. Καμία ερώτηση, ούτε καν η απλούστερη, δεν έχει αποσπάσει μέχρι στιγμής «εύκολες» απαντήσεις. Ακόμα κι όταν η Βελγίδα Μισέλ Αν ντε Με καταλήγει στο αυτονόητο, η σκέψη της έχει ακολουθήσει απρόβλεπτη διαδρομή. Που σημαίνει ότι η συζήτηση μαζί της, ως πρώτη «αναγνωριστική» επαφή προτού να δούμε την, ενταγμένη στο Φεστιβάλ Αθηνών, παράστασή της «Sinfonia Eroica» (Πειραιώς 260, 9-11 Ιουνίου), μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για μια πολύ σκεπτόμενη δημιουργό.

Την ξέραμε βέβαια με την ιδιότητα της εμβληματικής χορεύτριας στο ξεκίνημα μιας άλλης, κορυφαίας Βελγίδας χορογράφου, της Αν Τερέζα ντε Κεερσμάακερ -την οποία επίσης υποδέχεται φέτος το Φεστιβάλ. Αλλά αυτή είναι η πρώτη φορά που το ελληνικό κοινό θα γνωρίσει την Ντε Με ως χορογράφο. Και μάλιστα κατά τον καλύτερο τρόπο. Η, εμπνευσμένη από την «Ηρωική» του Μπετόβεν, «Sinfonia Eroica» είναι έργο-κλειδί στην εξέλιξη της καριέρας της -που ξεκίνησε από τη σχολή (Mudra) του Μορίς Μπεζάρ στις Βρυξέλλες.

Στα 50 της, ήδη σημείο-αναφοράς της σύγχρονης βελγικής χορευτικής σκηνής, η Ντε Με είναι και μία εκ των τεσσάρων συνδιευθυντών του Charleroi/Danses, Χορογραφικού Κέντρου της Γαλλικής Κοινότητας του Βελγίου (που ετοιμάζεται μάλιστα για την πρώτη του συμπαραγωγή με την Comedie Francaise). Οι άλλοι είναι ο Πιερ Ντρουλέρ, ο Βενσέν Τιριόν και ο αδελφός της, συνθέτης και κινηματογραφιστής Τιερί ντε Με. Οι δυο τους συνεργάζονται χρόνια, έχοντας διερευνήσει και κινηματογραφικά τη σχέση σινεμά-χορού. Κατά τα άλλα...

Αν κρίνουμε από τις φωτογραφίες, έχουν δίκιο όσοι συστήνουν τη «Sinfonia Eroica» ως έργο για «τη χαρά του χορού και των σωμάτων...»

Η «Sinfonia Eroica» είναι έργο-κλειδί στη δουλειά σας.

«Το δημιούργησα το 1990. Δεν ήταν η πρώτη μου χορογραφία, αλλά ήταν η πρώτη που έκανα για την ομάδα μου. Αποδείχτηκε και εξαιρετικά τυχερή για την πορεία μου. Το 2006, όταν ανέλαβα συν-διευθύντρια στο Charleroi, αποφάσισα να δώσω νέα πνοή. Ηταν άλλωστε η στιγμή να ενταχθεί και κάτι δικό μου στο ρεπερτόριό μας. Επέστρεψα στη "Sinfonia Eroica", αποφασισμένη να μην αναπαραγάγω την παλιά παράσταση. Διατήρησα τους βασικούς της άξονες και επέλεξα καινούρια διανομή χορευτών, προσθέτοντας δύο ρόλους. Παρέδωσα στους χορευτές το κινησιολογικό μου υλικό σαν να έχει δημιουργηθεί για εκείνους (το έργο άλλωστε εξαρτάται πολύ από την προσωπικότητά τους). Προσπάθησα να μην εξορίσω τις αποχρώσεις που είχε η "Sinfonia" ως έργο νεότητας, αλλά και να μην παραμείνω προσκολλημμένη στην αρχική εντύπωση. Με το καινούριο καστ περιοδεύσαμε επί 2,5 χρόνια. Φέτος, όμως, επέστρεψα στην αρχική, πρότυπη εκδοχή της χορογραφίας. Αυτή θα παρουσιάσω στην Ελλάδα».

Γιατί επιλέξατε τη συγκεκριμένη (Τρίτη ή «Ηρωική») Συμφωνία του Μπετόβεν;

«Ερωτεύτηκα κεραυνοβόλα τον Μπετόβεν και την Τρίτη Συμφωνία το 1984. Την άκουσα στη διασκευή που είχε κάνει ο Ντίλαν. Γοητεύτηκα απέραντα. Ηταν μια πρόσκληση σε χορό. Σκέφτηκα πως είναι ακριβώς ό,τι πρέπει για να υποστηρίξουμε μια νέα χορογραφική γραφή. Λίγο μετά, στις μουσικές μου επιλογές προστέθηκε και η Ουβερτούρα από τη νεανική όπερα "Βαστιανός και Βαστιανή" του Μότσαρτ: με το θέμα της είχε αστειευτεί σε επίπεδο μουσικό ο Μπετόβεν. Γι' αυτό κι εγώ "αστειεύομαι" ανοίγοντας το έργο με την ουβερτούρα. Αλλά για την εξέλιξη της αφήγησης εμπνέομαι κυρίως από το λιμπρέτο της όπερας του Μότσαρτ, προσθέτοντας όμως και το αρχέτυπο του Ηρωα. Ουσιαστικά κάνω ένα παιχνίδι συνδυασμών και προσαρμογών, ανατρέποντας τη λογική της μουσικής αφήγησης».

Διάβασα ότι η μουσική παίζει βασικότερο ρόλο στις χορογραφίες σας απ' ό,τι σε άλλους σύγχρονους χορογράφους, είτε επιλέγετε τον Μπετόβεν, είτε τον Τζίμι Χέντριξ...

«Μα καθώς ο χορός είναι από μόνος του μουσική, η μουσική παίζει έναν σημαντικότατο κι αναπόφευκτο ρόλο. Οι επιλογές μου είναι πράγματι μερικές φορές τελείως διαφορετικές μεταξύ τους. Δεν αντιλαμβάνομαι όμως τη σχέση του έργου μου με τη μουσική μέσω της λογικής διαδοχικής ακολουθίας μουσικών θεμάτων. Διατηρώ μια σχέση τέτοια που να μου επιτρέπει να αναπτύσσω τη χορογραφική μου γλώσσα και να σχεδιάζω τον αφηγηματικό μου ιστό».

Ο χώρος που δημιουργείται μεταξύ των χορευτών και του κοινού απασχολεί πολύ τους σύγχρονους χορογράφους. Εσείς τι σκέφτεστε;

«Σκέφτομαι ότι αυτή είναι μια ερώτηση εξαιρετικά κενή και ταυτόχρονα εξαιρετικά λεπτή, τόσο που η απάντησή της θα μπορούσε να είναι ένα ολόκληρο δοκίμιο. Μεταξύ των θεατών και των ερμηνευτών αναπτύσσεται στις παραστατικές τέχνες κάτι πολύτιμο και πολύ ιδιαίτερο: αναφέρομαι στη ζωντανή, μοναδική στιγμή που μοιράζονται όσοι βλέπουν και όσοι παίζουν. Αυτή η στιγμή είναι που δημιουργεί τη μοναδικότητα ενός καλλιτεχνικού γεγονότος. Αλλά εγώ, ούτως ή άλλως, δίνω μεγάλη σημασία σε ό,τι συμβαίνει σ' αυτό το "μεταξύ": των πραγμάτων, των ερμηνευτών, των θεατών, του χορού και του χώρου. Τα πάντα μπορούν να συμβούν σ' αυτό το "μεταξύ". Η ίδια η λέξη, ειδικά στις παραστατικές τέχνες, σηματοδοτεί μια σχέση διαρκείας. Αλλά και η ίδια η στιγμή φορτίζεται τελείως διαφορετικά, απλά επειδή η σημερινή παράσταση είναι διαφορετική από τη χθεσινή».

«Ο προσδιορισμός "φλαμανδική σχολή" στο σύγχρονο χορό, μου προκαλεί δυσφορία», λέει η Μισέλ Αν ντε Με

Μιλάμε για «φλαμανδική σχολή» στο σύγχρονο χορό. Συμφωνείτε με τον προσδιορισμό;

«Επειδή είμαι καλλιτέχνις, τέτοιου είδους προσδιορισμοί δεν με ενδιαφέρουν -αν και ερήμην μας διατυπώνονται ούτως ή άλλως. Αισθάνομαι όμως και μεγάλη δυσφορία για ετικέτες που έχουν ένα σαφή πολιτικό υπαινιγμό, επιτείνουν το πρόβλημα της χώρας μας και υπογραμμίζουν όσα η τέχνη μας προσπαθεί να αγνοεί. Θα προτιμούσα να μιλούσαμε για "βελγική κινησιολογία στο χορό". Καταλαβαίνω βέβαια από πού προέρχεται ο συγκεκριμένος προσδιορισμός: μια εποχή η Φλάνδρα υποστήριξε πολύ τον χορό, παρέχοντάς του πολλά μέσα για να μπορέσει να αναπτυχθεί. Εξ ου και ο ορισμός "φλαμανδική σχολή"».

Ο σύγχρονος χορός χρειάζεται εκπαιδευμένο κοινό;

«Ο χορός είναι μια τέχνη σε διαρκή ανάπτυξη. Εκ των πραγμάτων είναι αδύνατο, σε ό,τι αφορά το πολύ σύγχρονο κομμάτι του, να δώσει κανείς στο κοινό οδηγίες χρήσεως. Σ' αυτή την περίπτωση βασικό ρόλο παίζει η περιέργεια. Δέχομαι βέβαια ότι ορισμένα θεάματα ζητούν απ' τον θεατή να έχει ένα βαθμό ετοιμότητας. Αλλά γενικά θεωρώ ότι ο χορός, όπως κι η μουσική, είναι τέχνες της αίσθησης και της ευαισθησίας. Συνεπώς, και μη μυημένοι θεατές είναι εξίσου έτοιμοι να υποδεχτούν το αποτέλεσμα, φτάνει να είναι περίεργοι και "ανοιχτοί" στα ερεθίσματα».