Δύο Ήλιοι στον ίδιο γαλαξία

Πλάτων Ριβέλλης, εφ. Τα Νέα, 11/8/2007

Ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν απέναντι στον Μικελάντζελο Αντονιόνι, σε μια σινεφίλ αναμέτρηση

Η ΚΟΙΝΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΣΥΝΗΘΩΣ ΑΥΤΗ ΠΟΥ ΕΥΝΟΕΙ ΤΙΣ ΣΥΓΚΡΙΣΕΙΣ. ΝΑ ΟΜΩΣ ΠΟΥ ΗΡΘΕ Ο ΣΧΕΔΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΔΥΟ ΜΕΓΑΛΩΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΩΝ ΤΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ, ΤΟΥ ΙΝΓΚΜΑΡ ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΜΙΚΕΛΑΝΤΖΕΛΟ ΑΝΤΟΝΙΟΝΙ, ΝΑ ΜΑΣ ΚΑΝΕΙ ΝΑ ΑΝΑΠΟΛΗΣΟΥΜΕ ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΟΜΟΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΤΟΥΣ.

Και πριν από όλα, η θεματολογία τους. Για τον Μπέργκμαν ο Θεός, ή καλύτερα η απουσία του και η εναγώνια αναζήτησή του, βρίσκεται στο κέντρο του έργου του. Και συνδέεται άμεσα με την αβάσταχτη και σπαραχτική μοναξιά του ανθρώπου. Η μοναξιά έχει μεταφυσικές ρίζες. Αντίθετα, ο Θεός δεν φαίνεται να απασχολεί τον Αντονιόνι. Για τον Αντονιόνι ο χώρος, η εποχή, η κοινωνία παίζουν καθοριστικό ρόλο σε αυτή τη μοναξιά. Οι ταινίες του, αν και μιλούν για κάτι που υπερβαίνει την εποχή τους, είναι άρρηκτα δεμένες με αυτήν. Τα μπεργκμανικά δράματα όμως μπορούν να κινούνται έξω από κάθε εποχή ή χωρόχρονο.

Αλλά η μοναξιά του ανθρώπου, όποια και αν είναι η κύρια αιτία της, δεν γίνεται αντιληπτή πάρα μέσα από την επικοινωνία (ή την αδυναμία επικοινωνίας) με τον άλλον. Μπορεί λοιπόν η αδιέξοδη συναισθηματική επικοινωνία να είναι επίσης, μαζί με τη μοναξιά, ένα κοινό θέμα των δύο σκηνοθετών, αλλά και πάλι οι προσεγγίσεις τους διαφέρουν. Στο έργο του Μπέργκμαν τα ίδια τα συναισθήματα δεν είναι γενεσιουργά των προβλημάτων. Οι συναισθηματικές δυσλειτουργίες προκύπτουν από το μεταφυσικό χάος που απειλεί να μας κατασπαράξει. Για τον Αντονιόνι όμως ο άνθρωπος βασανίζεται από την εσωτερική ασθένεια των ίδιων των συναισθημάτων. Άλλωστε αυτός ο ίδιος είχε ομολογήσει ότι πρώτα «ανακαλύπτει την αρρώστια των συναισθημάτων και ύστερα τα ίδια τα συναισθήματα».

Το ξεκίνημα

Μπορεί η παραπάνω σχηματοποιημένη κάπως θεματολογία των σκηνοθετών να μην άλλαξε ριζικά στο πέρασμα των χρόνων, αλλά η πορεία του καθενός έχει πολλά να πει για τις ιδιαιτερότητες του έργου και τής προσωπικότητάς τους. Ο Αντονιόνι ξεκίνησε μέσα από τον κινηματογράφο. Και γρήγορα οδηγήθηκε στη διατύπωση ενός νέου συντακτικού τής κινηματογραφικής γλώσσας. Ύστερα από την περίφημη τριλογία του, τίποτα δεν θα είναι πια ίδιο στον κόσμο του κινηματογράφου. Η συνέχεια, όπως ήταν φυσικό, δεν μπορούσε να είναι το ίδιο συναρπαστική. Με τις υπόλοιπες ταινίες του επιβεβαίωσε τις ικανότητές του, αλλά, όπως ο ίδιος ο Μπέργκμαν έχει πει γι΄ αυτόν, «ενώ βρισκόταν στον σωστό δρόμο, χάθηκε, πνιγμένος από την ίδια του την ανία». Η πορεία του μπορεί να συνεχίστηκε, αλλά στην ουσία το έργο του είχε ήδη κλείσει. Έφτασε στο τέλος του αφήνοντας σαν κύκνειο άσμα μια στείρα ωραιοποιημένη εικονογραφία γυμνών κοριτσιών («Το επικίνδυνο νήμα των πραγμάτων») και μια ναρκισσιστική αντιπαράθεση με τον Μωυσή του συνονόματου Μπουοναρότι («Το βλέμμα του Μιχαήλ Άγγελου»).

Αντίθετα, ο Μπέργκμαν ξεκίνησε από το θέατρο και με κάποιο ιδιαίτερο τρόπο του έμεινε πιστός, ακόμα και όταν έκανε κινηματογράφο. Άλλαξε πολλές φορές στην πορεία, χωρίς όμως να αλλάξει ουσιαστικά. Ο Μπέργκμαν έκανε κινηματογράφο από απόγνωση. Για να αποφύγει την ολοκληρωτική βύθιση ή την αυτοκτονία. Γι΄ αυτό και οι ταινίες του δεν σηματοδότησαν καμιά επαναστατική αλλαγή στη γλώσσα του κινηματογράφου, κάτι που έτσι κι αλλιώς δεν τον απασχολούσε.

Κοινό σημείο η μανία με τη λεπτομέρεια

Ο Μπέργκμαν με τα συνεχή κοντινά πλάνα στα πρόσωπα των ηρώων του προσπαθεί να εισχωρήσει στην ψυχή τους. Ο Αντονιόνι χρησιμοποιεί πιο ανοιχτές γωνίες. Ο χώρος, η πόλη, τα τοπία καθορίζουν τους ανθρώπους που τα κατοικούν. Η διάρκεια των πλάνων του δεν υπηρετεί καμία αφήγηση. Υποβάλλει, παραπέμπει, υπαινίσσεται. Ο Αντονιόνι υιοθετεί γραφή ελλειπτική και αποδραματοποιημένη. Ο Μπέργκμαν γράφει με αδρά σχηματισμένους κύκλους που σφίγγουν ολοένα περισσότερο τους ηθοποιούς και τους θεατές. Ο ένας αφαιρεί το αίμα και ο άλλος το προσθέτει. Ο Αντονιόνι επιδιώκει την αισθητική παρουσία των κάδρων του. Ο Μπέργκμαν επιδιώκει τη δραματική λειτουργία των κάδρων του. Ο Αντονιόνι παίζει εικαστικά με τα χρώματα. Ο Μπέργκμαν χρησιμοποιεί τα χρώματα για τη δραματική τους διάσταση. Και οι δύο σκηνοθέτες έχουν μανία με τη λεπτομερή σχεδίαση των ταινιών τους. Μόνο που το τέλειο οικοδόμημα του Αντονιόνι απειλείται μερικές φορές από έναν υπογραμμισμένο αισθητισμό τής εικόνας, ενώ στην περίπτωση του Μπέργκμαν το περιεχόμενο είναι εκείνο που μερικές φορές κινδυνεύει από τον υπερβολικό σχεδιασμό.

Οι διαφορές 

Η μορφή που πήρε το έργο αυτών των σκηνοθετών είχε, φυσικά, άμεση σχέση με το περιεχόμενό τους. Ο Αντονιόνι δεν είχε ανάγκη να αφηγείται. Τόλμησε να κάνει για πρώτη φορά έναν κινηματογράφο της εικόνας και της σιωπής. Το βλέμμα των ανθρώπων δεν είχε τόση σημασία όσο η θέση τους στον χώρο και η κίνησή τους μέσα στον χρόνο. Γι΄ αυτό και η ηθοποιία δεν ήταν ποτέ σημαντική στα έργα του Αντονιόνι. Ο Μπέργκμαν όμως δεν μπορούσε ούτε ήθελε να απελευθερωθεί από τους ήρωές του, από τα άγχη τους, από τις ιστορίες τους. Δεν είναι τυχαίο ότι οι ήρωες των περισσότερων ταινιών του έχουν τα ίδια ονόματα. Επανέρχονται σαν μέλη της οικογένειάς του. Τα λόγια, τα βλέμματα, οι εκρήξεις των συναισθημάτων παίζουν μεγάλο ρόλο στις ταινίες του. Ο ηθοποιός υποδύεται, ερμηνεύει.

Οι δύο μεγάλοι αυτοί σκηνοθέτες μάς άφησαν δύο ιδιαίτερους και προσωπικούς κόσμους. Με τις ομοιότητες και τις διαφορές τους. Και οι κόσμοι αυτοί μάς αφορούν όλους και πάντοτε. Είμαι ευγνώμων στον Αντονιόνι γιατί μας έμαθε να προσεγγίζουμε τον κόσμο μέσα από την κλινική διαύγεια τής αμείλικτης εικόνας. Και είμαι ευγνώμων στον Μπέργκμαν γιατί μας έμαθε να αξιολογούμε και να αξιοποιούμε τον πόνο που αυτός ο κόσμος μας προξενεί.