Τέσσερα μεγάλα λάθη στα όσα γράφτηκαν μετά τον θάνατο του επαναστάτη σκηνοθέτη

Κάτω τα χέρια από τον Αντονιόνι!

Δημήτρης Δανίκας, εφ. Τα Νέα, 18/8/2007

ΕΣΤΩ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΜΕΝΑ. ΕΤΣΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΟΛΟΣΣΙΑΙΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ ΜΙΚΕΛΑΝΤΖΕΛΟ ΑΝΤΟΝΙΟΝΙ. ΕΚΑΨΕ ΤΟ ΜΕΛΟΔΡΑΜΑ ΤΟΥ ΝΕΟΡΕΑΛΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΤΑΧΤΕΣ ΑΝΑΨΕ ΤΟ ΑΔΙΕΞΟΔΟ ΤΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΡΕΑΛΙΣΜΟΥ!

«Κόκκινη έρημος». Η Τζουλιάνα (Μόνικα Βίτι) προσπαθεί να δραπετεύσει από την ασφυξία, αλλά η μόλυνση τν ρουφάει, την καταπίνει, την τρελαίνει. Μολυσμένη η πόλη, μολυσμένη και η ΤζουλιάναΤο έργο του Αντονιόνι, κυρίως οι έξι κορυφαίες στιγμές του«Κραυγή» 1957, «Περιπέτεια» 1960, «Νύχτα» 1961, «Έκλειψη» 1962, «Κόκκινη έρημος» 1964, «Επάγγελμα: Ρεπόρτερ» 1975- ποτίζουν ακόμα και σήμερα το σώμα του παγκόσμιου κινηματογράφου. Ακόμα και το «Σκοτεινό ποτάμι» του Κλιντ Ίστγουντ. Ακόμα και το «Νεκρό κορίτσι». Όλοι πίνουν από τη δική του διαλεκτική, από τη δική του αλληλεπίδραση κοινωνίας-ατόμου.

Ουδεμία σχέση με τον Μπέργκμαν. Ο Αντονιόνι συνδιαλέγεται με τον δικό του, σύγχρονο, αστικό κόσμο. Σκοτεινός από τη μια, ανοικτός από την άλλη. Ο Μπέργκμαν περιορίζει, φυλακίζει τους ήρωές του στους τέσσερις τοίχους. Ο Αντονιόνι πρώτα είναι «εξωτερικός» και μετά «εσωτερικός». Ο Αντονιόνι περιγράφει συμπεριφορές. Ο Μπέργκμαν χαρακτήρες. Ο Αντονιόνι σχολιάζει τις σχέσεις υλικών «σωμάτων». Ο Μπέργκμαν «ψυχικών» καταστάσεων. Ο Μπέργκμαν προέρχεται από την βαριά παράδοση του Βορρά, του Προτεσταντισμού, του Ντράγιερ, του Ίψεν, του Στρίνμπεργκ. Ο Αντονιόνι από την Αναγέννηση, τον ιταλικό νεορεαλισμό. Προσέξτε τις διαφορές στην αισθητική τους. Κολλημένος στα πρόσωπα ο Μπέργκμαν, μακριά ο Αντονιόνι.

Στις έξι κορυφαίες στιγμές του (αλλά και στο «Βlow up») πρωταγωνιστής είναι ο χώρος, τα σπίτια, οι δρόμοι, τα δωμάτια, τα εργοστάσια, το χρηματιστήριο, το πάρκο, το φωτογραφικό εργαστήριο. Κάθε χώρος καθορίζει τις συμπεριφορές των ηρώων. Κάθε χώρος καταλύει την τάση φυγής των χαρακτήρων του. Μην ακούω κουταμάρες. Το έργο του Αντονιόνι είναι η επιτομή της διαλεκτικής του σύγχρονου ρεαλιστικού, αστικού, δράματος.

1Γι΄ αυτό,λάθος ότι με τις ταινίες του «σκοτώνει» το αρσενικό. Αν είναι έτσι, τότε γιατί στο μέγιστο συμπίλημα όλων των έργων του «Επάγγελμα: ρεπόρτερ» (Τhe passenger), ο Ντέιβιντ Λοκ (Τζακ Νίκολσον) παραπέμπει στην Κλαούντια (Μόνικα Βίτι) της «Περιπέτειας», τη Λίντια (Ζαν Μορό) της «Νύχτας», τη Βιτόρια (Μόνικα Βίτι) της «Έκλειψης» και την Τζουλιάνα (Μόνικα Βίτι) της «Κόκκινης ερήμου»; Γιατί κι αυτός όπως εκείνες θέλει αλλά δεν μπορεί να δραπετεύσει. Και δεν μπορεί επειδή είναι μέρος της κοινωνίας που προκαλεί το προσωπικό του αδιέξοδο. Έτσι το ίδιο πρόσωπο, είναι η προσωπογραφία και ταυτόχρονα ο σχολιαστής του συγκεκριμένου χώρου. Θέλω, αλλά δεν μπορώ. Ποιος θέλει; Η Τζουλιάνα της «Κόκκινης ερήμου» ας πούμε. Τι είναι η Τζουλιάνα; Αντανάκλαση του συγκεκριμένου, βιομηχανικού, χώρου. Ε, γι΄ αυτό δεν μπορεί. Πώς μπορεί η «μόλυνση» να αλλάξει και να γίνει «καθαρή»;

2 Γι΄ αυτό,λάθος ότι οι ηθοποιοί του «ερμηνεύουν». Τεράστια πλαστογραφία της δημιουργικής πορείας του Αντονιόνι. Όλοι οι ηθοποιοί του είναι «αντικείμενα», «εργαλεία». Γι΄ αυτό μια μονοδιάστατη ηθοποιός όπως η Μόνικα Βίτι αποτέλεσε την ιέρεια των (ιταλικών) ταινιών του. Ο Αντονιόνι προσπέρασε την κλασική δραματουργία (ιταλική και αμερικανική) και περιφρόνησε την ταύτιση του ηθοποιού με τον ρόλο του. Αυτονόητα πράγματα. Τα πρόσωπα κινούνται σχεδόν μηχανικά επειδή είναι υποκείμενα μιας αντικειμενικής πραγματικότητας. Τα πρόσωπα δεν αλλάζουν επειδή ο χώρος παραμένει αναλλοίωτος. Που πάει να πει, η αρχιτεκτονική του χώρου είναι τα πρόσωπα και τα πρόσωπα είναι «αντικείμενα». Κοιτάξτε καλύτερα το φινάλε της «Νύχτας» με τους φανοστάτες και τη βρεγμένη άσφαλτο για να καταλάβετε.

3Γι΄ αυτό,λάθος ότι η περιπλάνησηδιαδικασία αυτο-απαλλοτρίωσης, αναζήτησης, φυγής- είναι εσωτερική και «ψυχολογική». Αν είναι έτσι, τότε τι δουλειά έχει η μακροσκελής σχεδόν μονότονη και κουραστική σκηνή του χρηματιστηρίου στην «Έκλειψη»; Τότε γιατί ο ρεπόρτερ Τζακ Νίκολσον αλλάζει ταυτότητα με έναν νεκρό που πουλάει όπλα σε αντάρτες της Αφρικής; Θα το καταλάβετε με τη σκηνή στον «Ρεπόρτερ» όπου η Μαρία Σνάιντερ κοιτάει προς τα πίσω. Το αυτοκίνητο τρέχει μπροστά με κατεύθυνση το πουθενά και η Σνάιντερ όρθια κοιτάει προς τα πίσω. Επομένως το «μπροστά» είναι «πίσω». Το μέλλον είναι το παρελθόν. Μ΄ ένα λόγο πλήρης ακινησία. Όπως συμβαίνει με το τρεχαλητό σε «διάδρομο». Κινούμαστε αλλά διαρκώς παραμένουμε στο ίδιο σημείο. Dead end.

4 Λάθος ότι οι ήρωές του «πεθαίνουν» από τα προσωπικά τους αδιέξοδα. Μόνο τυφλοί δεν βλέπουν την καταλυτική σχέση του ατόμου με τον περιβάλλον του. Προσέξτε την ανάπτυξη του μεγαλειώδους, τελευταίου, μονοπλάνου στον «Ρεπόρτερ». Εκεί και η διαθήκη του. Εκεί και η συμπύκνωση της προβληματικής του. Εκεί ολόκληρος ο Αντονιόνι. Μια σκηνή που για την εκτέλεσή της επινοήθηκε μια καινούργια τεχνική. Όσο ο Τζακ Νίκολσον πλησιάζει προς το κρεβάτι του, τον «τάφο» του, τόσο η μηχανή απομακρύνεται απ΄ αυτόν. Όταν ξαπλώνει στο κρεβάτι, η μηχανή βγαίνει από το παράθυρο (τον κλειστό χώρο) και «βλέπει» τον εξωτερικό χώρο. Όταν οι πράκτορες των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών παρέα με τους κολλητούς τους από αφρικανική, δικτατορική χώρα, μπαίνουν στο δωμάτιο και δολοφονούν τον Νίκολσον, εκλαμβάνοντάς τον ως τον νεκρό έμπορο όπλων, η μηχανή «βλέπει» τον έξω. Ο λόγος προφανής. Ο θάνατός του δεν είναι συμβολικός αλλά κοινωνικός. Γι΄ αυτό η πράξη της δολοφονίας συντελείται εκτός πλάνου.

Προαναγγέλλει τον 21ο αιώνα

Έκαψε το μελόδραμα του νεορεαλισμού και από τις στάχτες άναψε το αδιέξοδο του αστικού ρεαλισμού

Τεράστιος, αξεπέραστος ο Μικελάντζελο. Από την «Κραυγή» του 1957 προαναγγέλλει τον 21ο αιώνα. Ο Άλντο (Στιβ Κόχραν) ανίκανος να συμφιλιωθεί με την κατάστασή του. Γι΄ αυτό προδίδει, γι΄ αυτό προσπερνάει τις γυναίκες τής ζωής του. Γι΄ αυτό ο φακός τον «βλέπει» από ψηλά. Γι΄ αυτό μικρός, ένας κόκκος άμμου σε μια πορεία (κοινωνικού) θανάτου. Το ίδιο και με τον Σάντρο (Γκαμπριέλε Φερτσέτι) στην «Περιπέτεια» που σφυρίχτηκε στις Κάννες του 1960.

Βλέπουν τα αόμματα μειράκια; Δεν βλέπουν. Το ερημονήσι είναι η σύγχρονη πόλη. Το ερημονήσι είναι οι άδειες επιθυμίες του Σάντρο. Η Γυναίκα (και η ΚλαούντιαΜόνικα Βίτι αλλά και η ΆνναΛέα Μασάρι) είναι η άπιαστη οπτασία του. Το ίδιο συμβαίνει και με τον Τζιοβάνι (Μαρτσέλο Μαστρογιάνι) στη «Νύχτα». Ο ακέραιος φίλος του πεθαίνει κι εκείνος πέφτει στο κρεβάτι μιας ψυχοπαθούς μητρομανούς. Χωρίς αισθήματα, χωρίς επιθυμίες, χωρίς προοπτικές. Έτσι και με τη Βιτόρια της «Έκλειψης». Η σχέση της με τον Πιέρο (Αλέν Ντελόν) ενταφιασμένη στο χρηματιστήριο. Ακόμα χειρότερα με την Τζουλιάνα (Μόνικα Βίτι) της «Κόκκινης ερήμου»), με εκείνη τη θεσπέσια φωτογραφία του Κάρλο Ντι Πάλμα. Να σου κόβεται η ανάσα. Όσο φεύγει, τόσο επιστρέφει. Όσο απομακρύνεται, τόσο ξαναγυρνάει. Για όλα αυτά και για πολλά άλλα, μισό δάκρυ δεν έχυσα με τον θάνατό του. Ο άνθρωπος Αντονιόνι πέθανε, αλλά το έργο του εντοιχίστηκε στο αίμα μου!