Χθεσινές πρωτοπορίες, σημερινές απορίες

Δημοσθένης Κούρτοβικ, εφ. Τα Νέα, 25/8/2007

Καλά τα είπε ο Πάνος Θεοδωρίδης στον Αγγελιοφόρο πριν από λίγες βδομάδες, με αφορμή την εκδημία του Αντονιόνι και του Μπέργκμαν. Για νεκρολογία ήταν βέβαια «άκομψα» αυτά που έγραψε, αλλά η αλήθεια πάντα βγαίνει άκομψα στη φόρα, όταν έχει μείνει πολύ καιρό αποσιωπημένη.

Και η αλήθεια, στην προκειμένη περίπτωση, είναι ότι οι ταινίες που γύρισαν ο Αντονιόνι, ο Μπέργκμαν και πολλά άλλα ιερά τέρατα της ΄Εβδομης Τέχνης (ο Γκοντάρ, ο Ρεναί, ο Γιάντσο, ο Λόουζυ...) τη δεκαετία του 1960 φαίνονται ήδη νικημένες από τον χρόνο, κι ας είχαν ανακηρυχτεί τότε αριστουργήματα με εξασφαλισμένη την αθανασία. Το χειρότερο είναι ότι ακόμη κι εκείνη την εποχή, όταν θεωρούσαμε υποχρέωσή μας να μας αρέσουν και γινόμασταν διαπρύσιοι απολογητές τους, κάτι βαθιά μέσα μας αντιστεκόταν, αλλά δεν τολμούσαμε να το ομολογήσουμε ούτε στον εαυτό μας. Όχι από φόβο μήπως μας πουν καθυστερημένους, αλλά από φόβο μήπως πράγματι μείνουμε πίσω από την πρωτοπορία, μήπως ρίξουμε μάλιστα νερό στον μύλο της καλλιτεχνικής, αλλά και πολιτικής Αντίδρασης. ΄Ενας μοντερνιστικός σταλινισμός ήταν το κυρίαρχο κλίμα στην τέχνη της δεκαετίας του ΄60.

Προσωπικά, μόνο δύο ταινίες του Αντονιόνι με συγκίνησαν αληθινά και μάλιστα με επηρέασαν ως συγγραφέα: η Περιπέτεια και το Μπλόου απ. Η δεύτερη νομίζω πως αντέχει ακόμη, αλλά η πρώτη μού αφήνει τη στυφή γεύση ενός απομυθοποιημένου έρωτα. Για τις υπόλοιπες, κάτι Νύχτες, κάτι Εκλείψεις, κάτι Κόκκινες Ερήμους και Ζαμπρίσκι Πόιντ, δεν το συζητώ, τις έβρισκα και τότε θανάσιμα πληκτικές, αλλά ντρεπόμουν να το πω. Ταινίες σαν εικονογραφημένα θεωρήματα. Αυτό ήταν το πρότυπο της καλλιτεχνικής έκφρασης τη δεκαετία του ΄60: ένας στυγνός διανοητισμός, που έπνιγε τη φωνή του καλλιτεχνικού ένστικτου. Ο προγενέστερος Μπέργκμαν, αυτός της δεκαετίας του 1950, ήταν ένας μεταφυσικός ποιητής της εικόνας και οι ταινίες του από εκείνη την περίοδο, προπαντός Η έβδομη σφραγίδα, αντιστέκονται στον χρόνο. Αλλά οι πολυσυζητημένες ταινίες του της επόμενης δεκαετίας είναι κυριολεκτικά άσχημες. Ο Φελλίνι με τον ονειρικό ρεαλισμό του, ο δαιμονικός, πολύτροπος και πολυσήμαντος, πραγματικά ανατρεπτικός Κιούμπρικ θα συγκινούν ίσως για πολύ καιρό ακόμη. Αλλά αυτοί, όπως και μερικοί άλλοι, έμειναν έξω από το κλίμα του εγκεφαλικού ριζοσπαστισμού. Ξαναβλέποντας μάλιστα σχετικά πρόσφατα την Περιπέτεια, συνειδητοποίησα ότι εκείνο που με είχε αγγίξει τότε ήταν μια- δυο σκηνές όλες κι όλες, ή μάλλον πλάνα, με μεγάλη και ακατάλυτη ποιητική δύναμη, που έλεγαν πολύ περισσότερα από την αφηρημένη, γεωμετρική ρητορική αυτού και των άλλων έργων του Αντονιόνι. Γιατί το θέμα δεν είναι αν ο Αντονιόνι, ο Μπέργκμαν, ο Ρεναί, ο Λόουζυ κ.λπ. είχαν ταλέντο- ασφαλώς και είχαν. Το θέμα είναι ότι στρίμωξαν το ταλέντο τους μέσα στα άκαμπτα καλούπια της εποχής. Το ανάγκασαν να μιλάει τη γλώσσα της θεωρίας, που μπορεί να ξεσήκωνε ρυθμικά ποδοβολητά στα αμφιθέατρα και τις φοιτητικές διαδηλώσεις, αλλά όταν ο απόηχός τους έσβηνε και ο καθένας γύριζε στον εαυτό του, η γλώσσα αυτή φαινόταν ξένη, ψυχρή και παραλυτική.

Και μήπως ισχύει αυτό μόνο για τον κινηματογράφο του ΄60; Μήπως έτσι δεν ήταν και η λογοτεχνική avantgarde εκείνης της εποχής; Πόση τάχα από την οργή τους μπορούν να μας μεταδώσουν σήμερα οι «Οργισμένοι Νέοι» της αγγλικής λογοτεχνίας (΄Αιημις, Μπραίην, ΄Οσμπορν, Σίλιτο κ.λπ.); Δεν βρίσκουμε τάχα το nouveau roman ή «αντιμυθιστόρημα» (Ρομπ-Γκριγιέ, Σαρρώτ, Μπυτόρ, Σιμόν) τόσο απωθητικό ώστε να απορούμε πώς είναι δυνατό να είχε κάποτε οπαδούς; Μπορούμε άραγε να διαβάσουμε τα πεζά του Μπέκετ ή να δούμε τα θεατρικά του χωρίς να αισθανθούμε ό, τι και για τις ταινίες του Αντονιόνι;

΄Οταν διαβάζουμε, ή προσπαθούμε να διαβάσουμε, σήμερα το Στον δρόμο του Κέρουακ ή τον ξεχωνιασμένο Λύκο της στέπας του ΄Εσε- τα δύο λογοτεχνικά ευαγγέλια της αντικομφορμιστικής νεολαίας εκείνων των χρόνων-, δεν σκεφτόμαστε άραγε ότι εκφράζουν μια πολύ αφελή, σχεδόν παιδαριώδη αντίληψη για την προσωπική ελευθερία;

Δεν επέμεινα στη δεκαετία του 1960 μόνο λόγω Αντονιόνι και Μπέργκμαν. Η εποχή εκείνη είναι αρκετά μακρινή ώστε να μπορούμε να την αποτιμήσουμε στην προοπτική του χρόνου που κύλησε, αλλά και αρκετά κοντινή ώστε να μπορούμε, όσοι από εμάς έχουμε κάποια ηλικία, να μετρήσουμε το βάρος αυτού του χρόνου με ένα πολύ συγκεκριμένο, οικείο και εύγλωττο μέσο: τη δική μας ζωή, τα δικά μας βιώματα, την πορεία των δικών μας αισθημάτων. Δεν μπαίνει στη μέση εδώ ο ιστορικός σχετικισμός, τα «ιστορικά συμφραζόμενα», γιατί εμείς ήμασταν αυτά τα συμφραζόμενα, και σε άλλα ίχνη τους αναγνωρίζουμε ακόμη τον εαυτό μας, σε άλλα όχι. Και αν από αυτή τη σύγκριση βγαίνει ένα δίδαγμα με κάποιο αντίκρισμα, είναι ότι ναι μεν κάνουμε σωστά να καταγγέλλουμε τις αγοραίες μόδες της εποχής μας, που κακοποιούν την έννοια της τέχνης και αποχαυνώνουν τον κόσμο, αλλά καλό θα ήταν να δυσπιστούμε και απέναντι στην υψηλή μόδα, τον συντεταγμένο ελιτισμό, τη θορυβώδη πρωτοπορία και τα αφρισμένα «νέα κύματα», που συχνά παράγουν «αριστουργήματα» προορισμένα να γεράσουν πριν από εκείνους που τα ανακήρυξαν τέτοια.

Με ξάφνιασε ευχάριστα και, ορισμένως, αφοπλιστικά το χιούμορ μερικών γυναικείων αντιδράσεων στα όσα έγραψα πριν από ένα μήνα για τη σχέση της σύγχρονης Ελληνίδας με τη λογοτεχνία (η χολή άλλων τέτοιων αντιδράσεων ούτε με ξάφνιασε ούτε με ενόχλησε ούτε, πολύ περισσότερο, με αφόπλισε). Το χιούμορ είναι καλό σημάδι, μαρτυρεί μια σοφή αποστασιοποίηση από τον εαυτό μας και τις καταστάσεις στις οποίες εμπλεκόμαστε. Από την άλλη, δυσκολεύομαι να καταλάβω γιατί τόσες γυναίκες σπεύδουν με κάθε αφορμή να υπερασπίσουν το φύλο τους, σαν να τις αφορά προσωπικά μια κριτική γενικών συμπεριφορών που και πολλές εξαιρέσεις έχουν και σημαντικές διαφοροποιήσεις από άτομο σε άτομο. Δεν ξέρω κανέναν άνδρα που να κάνει το ίδιο, παρά τα μύρια όσα σέρνουν οι γυναίκες, δικαίως ή αδίκως, στο πάλαι ποτέ ισχυρό φύλο. Και γενικά, για να επιστρέψουμε στο θέμα Ελληνίδα και λογοτεχνία, μου κάνει μεγάλη εντύπωση η τάση πολλών γυναικών στην Ελλάδα να κρίνουν ένα βιβλίο ή έναν συγγραφέα μόνον από το πόσο θετικά μιλάει για τις γυναίκες, ή μάλλον για τους γυναικείους χαρακτήρες του. Πάλι δεν ξέρω κανέναν άνδρα που να κάνει το αντίστοιχο- συχνότατα άλλωστε οι άνδρες συγγραφείς, και μαζί τους οι άνδρες αναγνώστες τους, αυτοσαρκάζονται ανελέητα. Μα τόσο μεγάλη ανάγκη επιβεβαίωσης έχουν λοιπόν αυτές οι γυναίκες; Ε, τότε ας τους την προσφέρουμε: είστε μοναδικές, ανεπανάληπτες, η καθεμιά σας χωριστά, γι΄ αυτό πάψτε να σκέφτεστε πως η όποια γυναικεία μορφή με την οποία διασταυρώνεστε στα διαβάσματά σας μπορεί να είναι καθρέφτης σας.