Eθνική Eλλάδας, γεια σου!

Δημήτρης Δανίκας, εφημερίδα Τα Νέα, 3/12/2004

Eθνικοπατριωτικά, χωρίς τον Hφαιστίωνα ο Παπαθεμελής θα το λατρέψει. Kαι κινηματογραφικά, χωρίς τον στόμφο, την ακατάσχετη φλυαρία και τα σχολικά μαθήματα Iστορίας, θα το λάτρευα κι εγώ!

Ο «Αλέξανδρος» λοιπόν, που κινδυνεύει από την κανιβαλική θεουσομανία, είναι (από κάτω προς τα πάνω): α) H καλύτερη και πιο ακριβή διαφημιστική καμπάνια που έγινε ποτέ για την Ελλάδα, την ελληνική μυθολογία, την αρχαία τραγωδία και την ελληνική, ελληνικότατη Μακεδονία. «H Ελλάδα», λέει ο Στόουν διά στόματος Πτολεμαίου (Άντονι Χόπκινς) «μπορούσε να κυβερνήσει τον κόσμο». Επομένως απαξάπαντες οι πολιτικοί αυτού του τόπου με προεξάρχοντα τον Πρωθυπουργό, να ανάβουν στον «βωμό» του Όλιβερ Στόουν από ένα κερί στον όγκο του Βουκεφάλα και στο μπόι του Μεγαλέξανδρου (του αγάλματος, όχι του Κόλιν Φάρελ). β) Ο δήμαρχος και ο νομάρχης Θεσσαλονίκης να του παραδώσουν το χρυσό κλειδί της πόλης και να τον ανακηρύξουν επίτιμο δήμαρχο και νομάρχη ολόκληρης της Μακεδονίας! γ) Όλο το σινάφι της θεουσομανίας (και το υποκινούμενο και το αυθόρμητο) να κάνει γαργάρα την ερωτική μονομανία του Αλέξανδρου προς τον Ηφαιστίωνα (τι να κάνουμε, οι μύθοι είχαν τις ιδιοτροπίες τους, οι οποίες άλλωστε σήμερα είναι πολύ της μόδας). δ) H αμερικανική κριτική, να με συγχωρείτε δηλαδή, αδικαιολόγητα και ολίγον «ύποπτα» κατέπεσε με όλη τη μανία της εναντίον μιας ταινίας, που ούτε χειρότερη αλλά ούτε καλύτερη είναι απ' όσες υπερπαραγωγές είδαμε τα τελευταία χρόνια. Δηλαδή, κινηματογραφικά μιλώντας, ούτε Μεγαλέξανδρος, ούτε Μικραλέξανδρος. Απλώς.. Μετριοαλέξανδρος!

Έτσι, σαν «ύφος», το 1/3 καταναλώνεται στη ρητορική για το όραμά του. Το δεύτερο 1/3 στον ρομαντικό έρωτά του, για τον οποίο ο Πτολεμαίος έγραψε σύμφωνα με τον Στόουν «ο Αλέξανδρος μόνο μια φορά ηττήθηκε, κι αυτή από τα μπούτια του Ηφαιστίωνα» («είσαι το πολυτιμότερο πλάσμα του κόσμου» του εξομολογείται, «σαν τον Αχιλλέα με τον Πάτροκλο, αν πεθάνεις θα σε ακολουθήσω» και πράγματι τον ακολούθησε). Και το υπόλοιπο 1/3 καταναλώθηκε σε κατάρες για τη «δόλια», το φίδι την Ολυμπιάδα, τη μητέρα του!

Ως δομή, η μια σκηνή ρητορικής μεγαλοστομίας «έκλεινε» με δεύτερη σκηνή γλεντιού, πανηγυριού και (στο τέλος) οργίου. Ως «διάλογοι», η μια «σοφία» διαδέχεται την άλλη (όπως ας πούμε «φτάνουμε στο απόγειο και πέφτουμε»). Και σαν ταινία δράσης, αν τη στύψεις, όλες κι όλες μόνο δύο μάχες βλέπεις!

Μια από τις εντυπωσιακές μάχες τις ταινίας, όπου ο Όλιβερ Στόουν διαπρέπει ως «μάστορας»

Με άλλα λόγια, ο Στόουν μπέρδεψε τα μαθήματα Ιστορίας (με ιστορική ακρίβεια υποδειγματική, αν λάβει κανείς υπόψη του τις συνήθεις παραχαράξεις, αλλοιώσεις και πλαστογραφίες του Χόλιγουντ) με το θέαμα και τη δράση. Πρέπει λοιπόν να τα πει όλα, γι' αυτό «βάζει» τον γέροντα Πτολεμαίο στην Αίγυπτο να υπαγορεύει στους «χρονογράφους» της εποχής. Πρέπει να εξηγήσει φροϋδικά τις ομοφυλοφιλικές ανησυχίες του Αλέξανδρου, γι' αυτό εξαντλητικά περιγράφει τον βάναυσο, βίαιο και αυταρχικό χαρακτήρα του πατέρα του και το άσβεστο μίσος της μάνας του προς τον Φίλιππο και συνακόλουθα προς ολόκληρο το γένος των αρσενικών. «Εσύ», της λέει, «μ' έκανες να αγαπώ τους άντρες». Επομένως, πώς να μην του συμβεί αυτό, όταν ολημερίς κι ολονυχτίς ακούει τη μάνα του να... λούζει τον πατέρα του; Πρέπει ακόμα - για να αποκαλύψει το μεγαλείο του - να καταφύγει στον... Καρατζαφέρη. Όπου οι μεν Μακεδόνες και Έλληνες ήταν ο μοναδικός φάρος ανυπέρβλητου πολιτισμού, οι δε κάτοικοι της Μεσοποταμίας ήταν βάρβαροι της εσχάτης υποστάθμης. Μεταξύ μας; Αν ο Αλέξανδρος ήταν... Αμερικανός και έλεγε τα ίδια για τους Ιρακινούς, θα τον κατατάσσαμε αρχηγό της Κου Κουξ Κλαν.

Και τέλος «πρέπει» (έτσι φαίνεται αισθάνθηκε ο Στόουν) να πάει κόντρα στην συνταγή του action movie, ενώ ταυτοχρόνως κάνει ό,τι μπορεί να την υπηρετήσει με τον καλύτερο τρόπο! Σχεδόν σχιζοφρενικό. Από τη μια, ως πρόθεση, κόντρα στο «είδος» και το Χόλιγουντ, και από την άλλη, χωμένος μέσα μέχρι τ' αυτιά. Κολυμπώντας σε δύο βάρκες, ήταν αναμενόμενο. Ο διχασμός τιμώρησε την... πονηριά!

H κατάληξη είναι το ίδιο... διχαστική. Οι ηθοποιοί φωνάζουν, απαγγέλλοντας σαν από παράσταση του «Εθνικού» στο θέατρο της Επιδαύρου. Ο Κόλιν Φάρελ είναι λίγος. Ο Βαλ Κίλμερ παίζει σαν μονόφθαλμος σε καουμπόικη ταινία. H Αντζελίνα Τζολί παίζει με την ομορφιά της κι ελάχιστα με το ταλέντο της. Το δράμα και η ίντριγκα αλληθωρίζει προς τον Σαίξπηρ και τον «Ριχάρδο» και οι χαρακτήρες, αν και κατ' επίφαση περίπλοκοι και σύνθετοι, καταλήγουν σε προκαθορισμένα μυθικά σχήματα. Θέλετε πιο... καταληκτικά; E, λοιπόν αν εξαιρέσει κανείς τις δύο εξαιρετικές, μεγαλειώδεις σκηνές των μαχών και τη σκηνή της συνωμοσίας και της παραλίγο λιποταξίας στην Ινδία, το υπόλοιπο (δηλαδή τα 2/3) είναι επίπεδο, άχρωμο και απρόσωπο. Το ξέρουμε, το έχουμε δει, το έχω επανειλημμένα γράψει: το Χόλιγουντ στο talking (δράμα) είναι νούλα, στη δράση είναι πρώτο!

Τα «ναι» και τα «όχι» της ταινίας

H Αντζελίνα Τζολί ως Ολυμπιάδα. Μάλλον για αδελφή, παρά για μάνα του Αλεξάνδρου δείχνει

Ναι, ο Αλέξανδρος ήταν ελληνάρας περισσότερο και από τον... Παπαθεμελή!

Ναι, ήταν μέχρι θανάτου ερωτευμένος με τον Ηφαιστίωνα!

Ναι, για όλα φταίει ο... Φρόυντ και η μάνα του η «καταραμένη» Ολυμπιάδα

Ναι, φιλιέται, αλλά μόνο με τον Πέρση... παιδαρά Βαγώα!

Ναι, ορκίστηκε να πεθάνει αν πρώτος πέθαινε ο εραστής του

Ναι, η διαφορά ηλικίας Κόλιν Φάρελ - Αντζελίνας Τζολί είναι όσο δίδυμων αδελφών

Ναι, οι μάχες είναι καλύτερες και από τον «Μονομάχο» και από την «Τροία»

Όχι μέγας, αλλά Μικραλέξανδρος ο Κόλιν Φάρελ

Όχι, οι πολεμικές σκηνές διαρκούν μόνο μισή από τις τρεις ώρες

Όχι, δεν είναι action, αλλά φλύαρη movie

Όχι, η ουσία δεν δικαιολογεί τόση διάρκεια

Και όχι, έλεος, φίλτατοι Αμερικανοί κριτικοί! Δεν είναι ό,τι χειρότερο έκανε το Χόλιγουντ μέχρι στιγμής!

Zει, λοιπόν, ο βασιλιάς Aλέξανδρος

Πέτρος Θέμελης (καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας), εφ. Τα Νέα, 17/1/2005

H νεοελληνική Γοργόνα έχει δίκιο, ο βασιλιάς Αλέξανδρος ζει και θα ζει για πάντα στον νου και την καρδιά των ανθρώπων. Εξακολουθεί να απασχολεί τους ιστορικούς, να συναρπάζει και να εμπνέει τους καλλιτέχνες και του 21ου αιώνα, να εξάπτει τη φαντασία των αρχαιολόγων, που αναζητούν μετά μανίας τον τάφο του στην έρημο Σίβα ή στην Αλεξάνδρεια, κυνηγώντας κατ' ουσίαν την εν ζωή αναγνώριση και την υστεροφημία μέσω της «μοναδικής» ανακάλυψης. Ο κινηματογράφος είναι τέχνη, και η πρόσφατη ταινία του Όλιβερ Στόουν ως έργο τέχνης πρέπει να κρίνεται και να αξιολογείται, όχι ως ιστορικό ντοκουμέντο, όπως, άλλωστε, ο ίδιος ο Αμερικανός σκηνοθέτης σπεύδει να επισημάνει προς άρσιν παρεξηγήσεων στην προμετωπίδα της ταινίας του. Ο Στόουν κατάφερε να κάνει πραγματικότητα «μία από τις μεγαλύτερες φαντασιώσεις» της παιδικής του ηλικίας, ένα όνειρο που τον συνόδευε ώς την ωριμότητα, να καταθέσει τη δική του κινηματογραφική πρόταση για την προσωπικότητα, τη δράση, την τεράστια προσφορά του Αλέξανδρου. Νομίζω ότι τα κατάφερε, χωρίς να παραποιεί σοβαρά τα ιστορικά γεγονότα και με ιδιαίτερη προσοχή στην όσο το δυνατόν αυθεντικότερη αναπαράσταση της εικόνας του ελληνιστικού μακεδονικού και ασιατικού παρελθόντος. Δεν έχει καμιά απολύτως σημασία αν διαφωνείς με τον τρόπο που αποδίδονται, για παράδειγμα, τα μωσαϊκά δάπεδα της Πέλλας ως ταπισερί αναρτημένες στους τοίχους των ανακτόρων, με τα κακότεχνα αγάλματα που διακοσμούν τους εσωτερικούς και υπαίθριους χώρους, με τον υπερβολικά σκληρό, βίαιο και αποκρουστικό την όψη Φίλιππο, όπως ανεπιτυχώς, κατά τη γνώμη μου, τον είχε το 1988 αναπαραστήσει ο Άγγλος ανθρωπολόγος Μασγκρέιβ με βάση τα καμένα οστά του από τον μακεδόνικο τάφο ΙΙ της Βεργίνας, που έφερε στο φως το 1976 η σκαπάνη του Μανόλη Ανδρόνικου. Δεν με ενόχλησε ιδιαίτερα, όπως άλλους, η νεαρή και πανέμορφη Αντζελίνα Τζολί ως σατανική μητέρα και σύζυγος Ολυμπιάδα, ούτε μου φάνηκε λίγος ο Κόλιν Φάρελ στον δύσκολο ρόλο του. Είναι αδύνατον να υπάρξει θνητός και ηθοποιός, ο οποίος να καταφέρει να προσφέρει στον καθένα μας την εξιδανικευμένη εικόνα που συμβαίνει να έχει για τον Μέγα Αλέξανδρο. Είναι προφανές ότι ο Όλιβερ Στόουν διαθέτει τεράστια τόλμη, πάθος, γνώση και μεγάλες αντοχές στις κακουχίες και στις κακόβουλες ακόμη κριτικές, για να καταπιαστεί με ένα τέτοιο τρομερά δύσκολο, πολυδάπανο και επικίνδυνο τελικά, για την καλή του φήμη, εγχείρημα. Εύρημα σκηνοθετικό μεγάλο, οπωσδήποτε, η παρουσία του γέροντα Πτολεμαίου στο ανάκτορό του στην Αλεξάνδρεια, να υπαγορεύει στον Αιγύπτιο γραφέα Κάδμο τη δική του άποψη για τη συναρπαστική εμπειρία του ως νεαρού εταίρου και στρατηγού του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην απίστευτη δεκατριάχρονη εκστρατεία από την Πέλλα στη Βακτριανή. Μέσα από τον Πτολεμαίο εκφράζεται ο ίδιος ο Στόουν. Απόλυτα πειστικός ο Άντονι Χόπκινς στον ρόλο του. H συναρπαστική μουσική του Βαγγέλη Παπαθανασίου, άρρηκτα δεμένη με τις εικόνες, δημιουργεί το κατάλληλο επικο-ηρωικό και δραματικό συνάμα περιβάλλον. Αναμένω τον προαναγγελθέντα «Αλέξανδρο» του Αυστραλού σκηνοθέτη Λούρμαν, για να κάνω τις συγκρίσεις μου.

Αλέξανδρος

ΝΙΝΟΣ ΦΕΝΕΚ ΜΙΚΕΛΙΔΗΣ, εφ. Ελευθεροτυπία, 10/12/2004

Alexander. ΗΠΑ, 2004. Σκηνοθεσία: Ολιβερ Στόουν. Σενάριο: Ολιβερ Στόουν, Κρίστοφερ Κάιλ, Λαέτα Καλογρίδη. Ηθοποιοί: Κόλιν Φάρελ, Αντζελίνα Ζολί, Βαλ Κίλμερ, Τζάρεντ Λέτο, Αντονι Χόπκινς. 141 λεπτά.

Ο Ολιβερ Στόουν αφηγείται την ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου με ειλικρίνεια, τόλμη και επικό εύρος, με βάση όμως ένα σενάριο χωρίς κεντρικό άξονα.

Πολύ φιλόδοξη, αν και άνιση, η ταινία του Ολιβερ Στόουν για τον Μέγα Αλέξανδρο. Σίγουρα, ο σκηνοθέτης αντιμετωπίζει την ιστορία του μεγάλου Μακεδόνα στρατηλάτη με ειλικρίνεια, ακολουθώντας αρκετά πιστά την Ιστορία (όπως την κατέγραψαν οι ιστορικοί της αρχαιότητας), και με μια σκηνοθετική δύναμη που άλλες ιστορικές ταινίες (π.χ. η πρόσφατη «Τροία») ούτε καν υποπτεύονται, προβάλλοντας με τον καλύτερο τρόπο την ελληνικότητα του ήρωά του.

Η ιστορία παρουσιάζεται μέσα από την αφήγηση του Πτολεμαίου (Αντονι Πέρκινς). Ακολουθεί τον Αλέξανδρο από μικρή ηλικία, να επηρεάζεται από τη φιλόδοξη μητέρα του Ολυμπιάδα (Αντζελίνα Ζολί), που τον κάνει να πιστέψει πως είναι γιος του Δία και όχι του μέθυσου πατέρα του, Φιλίππου (πολύ καλός στο ρόλο ο Βαλ Κίλμερ), ενώ στη συνέχεια τον βλέπουμε νέο πια (ένας αρκετά καλός Κόλιν Φάρελ) να ετοιμάζεται να κατακτήσει τον κόσμο. Ενα μεγάλο μέρος της ταινίας καταπιάνεται με την πορεία και τους πολέμους του Αλέξανδρου, αρχικά με τις άλλες ελληνικές πόλεις, στη συνέχεια με τους Πέρσες και τους άλλους λαούς που συναντά στην πορεία του, το γάμο του με τη «βάρβαρη» Ρωξάνη, μέχρι την τελική του ήττα στην Ινδία και το θάνατό του σε ηλικία 32 μόλις χρόνων. Ο Στόουν είναι αναμφισβήτητα ένας από τους πιο σημαντικούς Αμερικανούς σκηνοθέτες της γενιάς του και οι ταινίες του έχουν πάντα κάτι να μας πουν («Πλατούν», «Γεννημένος την 4η Ιουλίου», «JFK», «Νίξον», «Γεννημένοι δολοφόνοι»). Ταινίες που, όπως και σ' αυτήν εδώ, καταπιάνονται με «εξαίρετα» άτομα σε ασυνήθιστες καταστάσεις. Πολλές σκηνές του δείχνουν ακριβώς το εύρος της σκηνοθετικής του σύλληψης: η σκηνή που δαμάζει τον Βουκεφάλα, η πρώτη μεγάλη μάχη εναντίον του Δαρείου στα Γαυγάμηλα, ιδωμένη από ψηλά, από έναν αετό που πετάει, οι σκηνές της αμφισβήτησης από τους κουρασμένους στρατιώτες του ή εκείνη με τον ίδιο πάνω στο άλογο ενάντια στον ελέφαντα του εχθρού του. Το να μεταφέρεις όμως ένα θρύλο στην οθόνη είναι σίγουρα πολύ δύσκολο. Ο Στόουν θέλησε να βάλει όλα τα θέματα στην ταινία: από τις κατακτήσεις του Αλέξανδρου και την προσπάθειά του να ενώσει διάφορους λαούς, μέχρι την αμφι-σεξουαλικότητά του και την ομοφυλοφιλική σχέση του με τον παιδικό του σύντροφο Ηφαιστίωνα, περνώντας από την οιδιπόδεια σχέση του με τη μητέρα του (μια Ζολί, που το πάθος και η δίψα της για εξουσία φέρνει στο νου τη Λαίδη Μακμπέθ).

Η ταινία αρχίζει πολύ ωραία, με το δαχτυλίδι του νεκρού Αλέξανδρου να πέφτει στο πάτωμα, θυμίζοντας τον «Πολίτη Κέιν» (ίσως θα ήταν καλύτερο αν ο Στόουν ακολουθούσε και τον τρόπο αφήγησης του Γουέλς), χωρίς όμως η πλοκή ν' ακολουθεί κάποιο κεντρικό θέμα, πράγμα που σπάει το ρυθμό, κουράζοντας συχνά το θεατή. Εκείνο που βασικά λείπει από την ταινία είναι η αλλαγή (ο ελληνικός πολιτισμός και η έννοια της δημοκρατίας) που επέφερε ο Αλέξανδρος στις πόλεις που κατακτούσε, καθώς και η βαθύτερη σχέση του με το στρατό του, σχέση που έκανε τους στρατιώτες του να τον ακολουθούν πιστά στο οκτάχρονο ταξίδι του στην Ανατολή -σ' ένα μόνο σημείο καταφέρνει να συλλάβει κάτι απ' αυτή τη σχέση, όταν, ακόμη και μετά την αμφισβήτησή τους, ο Αλέξανδρος πέφτει πληγωμένος στο χώμα κι αυτοί τρέχουν με μανία, παρά τους αμέτρητους κινδύνους, να τον αρπάξουν και να τον μεταφέρουν στο στρατόπεδό του. Η ταινία, πάντως, παρακολουθείται με ενδιαφέρον και αν ο Στόουν απέτυχε στον τελικό του στόχο, πρέπει να τονίσω πως προτιμότερο είναι να παρακολουθήσει κανείς την αποτυχία ενός ταλαντούχου σκηνοθέτη, παρά μια καλή εμπορική ταινία από έναν χωρίς προσωπική άποψη σκηνοθέτη.