Σελιλόιντ με περικεφαλαία

Η ελληνική ιστορία στον ξένο κινηματογράφο

ΦΟΡΕΙΣ ΤΟΥ ΙΟΥ ΕΙΝΑΙ ΟΙ: ΤΑΣΟΣ ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΡΙΜΗΣ, ΑΓΓΕΛΙΚΑ ΨΑΡΡΑ, ΑΝΤΑ ΨΑΡΡΑ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΨΑΡΡΑΣ, εφ. Ελευθεροτυπία, 9/1/2005

Εδώ και χρόνια, οι κατ' επάγγελμα ανησυχούντες μάς προειδοποιούσαν σε όλους τους τόνους: η κινηματογραφική βιογραφία του Μεγαλέξανδρου από τον Ολιβερ Στόουν θα υπονομεύσει για μια ακόμη φορά τα ιερά και τα όσια του έθνους!

Μερικές βδομάδες (και 400.000 εισιτήρια) μετά την πρεμιέρα της ταινίας στους ελληνικούς κινηματογράφους, οι πολεμοχαρείς ιαχές έχουν παραχωρήσει τη θέση τους σε μια γενικευμένη ευφορία.

*Κατ' αρχάς, ο προαναγγελθείς «εξευτελισμός» του εθνικού μας ινδάλματος κάθε άλλο παρά επιβεβαιώθηκε. Το αντίθετο μάλιστα: το πρώτο πράγμα για το οποίο μπορεί να ψέξει κανείς τον αμερικανό σκηνοθέτη, είναι η απόλυτη εξιδανίκευση του μακεδόνα στρατηλάτη.

*Εξίσου κάλπικος αποδείχθηκε ο συναγερμός για τις υποτιθέμενες «ανθελληνικές» θέσεις της ταινίας στο κρίσιμο ζήτημα της ελληνικότητας του Αλέξανδρου. Ακόμη κι όσοι σημείωσαν τις ατασθαλίες της ελληνικής μετάφρασης (ο Φίλιππος λ.χ. καμαρώνει ότι «έχει υποτάξει όλη την Ελλάδα», όμως οι υπότιτλοι τον θέλουν να «έχει ενώσει όλους τους Έλληνες»!), υποκλίθηκαν στο πασιφανές γεγονός ότι η ταινία του φημισμένου σκηνοθέτη ουσιαστικά ταυτίζεται με τις θέσεις της επίσημης ελληνικής ιστοριογραφίας.

*Μόνοι δυσαρεστημένοι από την όλη υπόθεση έμειναν έτσι οι ημιμαθείς (ή εντελώς αδιάβαστοι) εκείνοι εθνικόφρονες που ένιωσαν να θίγονται από τις αναφορές στα ερωτικά ήθη του στρατηλάτη (και της εποχής του).

Επ' αυτού, όμως, αρκεί συνήθως η απλή ανάγνωση της σκηνής με τον ευνούχο Βαγώα που μας έχουν παραδώσει ο Αθήναιος και ο Πλούταρχος, για να λυθεί κάθε παρεξήγηση...

Μετά από αυτό τον απροσδόκητο κινηματογραφικό εθνικό θρίαμβο, ελάχιστοι συμπατριώτες μας επιχείρησαν να προχωρήσουν στο δημόσιο σχολιασμό των πολιτικών και ιδεολογικών μηνυμάτων της ταινίας.

Κι όμως, εκεί ακριβώς βρίσκεται το ζουμί. Γιατί, αν η μακεδονική αρχαιότητα προσφέρει το ντεκόρ, τα ζητήματα που θίγει ο «Αλέξανδρος» του Στόουν είναι όχι μόνο οικουμενικά αλλά και απολύτως σύγχρονα. Το διαπίστωσαν, άλλωστε, χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία οι περισσότεροι υπερατλαντικοί σχολιαστές -που, ως οργανικό τμήμα της κοσμοκράτειρας μητρόπολης των ημερών μας, ασχολούνται με προβλήματα πολύ πιο σημαντικά από τα κόμπλεξ εθνικής κατωτερότητας του βαλκανικού μας μικρόκοσμου.

Με δυο λόγια, η επίμαχη ταινία αφορά λιγότερο τον ιστορικό Μεγαλέξανδρο και περισσότερο τη σύγχρονη ενσάρκωση του αυτοκρατορικού του οράματος, τη «Νέα Τάξη» των ΗΠΑ.

*Το κεντρικό ερώτημα που θέτει είναι αν ο δυτικός μας πολιτισμός (συγκεκριμένα: μια εκδοχή οικονομικής και πολυ-πολιτισμικής «ελευθερίας» που ταυτίζεται με το σύγχρονο ιμπεριαλιστικό λόγο -κι όχι, φυσικά, με τα κυρίαρχα ιδεολογήματα της μακεδονικής απολυταρχίας) είναι δυνατό να μεταλαμπαδευτεί (διάβαζε: να επιβληθεί) στους «απολίτιστους» λαούς της «Ανατολής». Η αναλογία με τα αντίστοιχα «οράματα» του ηγετικού πυρήνα της κυβέρνησης Μπους για ένα δομικό μετασχηματισμό της Μέσης Ανατολής αλά αμερικανικά είναι κάτι παραπάνω από κραυγαλέα.

*Εξίσου οφθαλμοφανής είναι η ταύτιση των αντιστάσεων που αυτά τα μεγαλεπήβολα σχέδια συνάντησαν (και συναντούν) από τους κύκλους των «πραγματιστών». Όταν π.χ. οι εξεγερμένοι Μακεδόνες αντιπαραθέτουν στον κινηματογραφικό Αλέξανδρο τη σωφροσύνη του πατέρα του, που «ήξερε πού πρέπει να σταματήσει» μετά τις αρχικές νίκες του, ποιανού ο νους δεν πηγαίνει αμέσως στην αντίστοιχη σύγκριση πατρός και υιού Μπους;

*Αλλες τέτοιες «συμπτώσεις» αφορούν τη μορφή του πρωταγωνιστή Κόλιν Φάρελ (που -με τον τρόπο ομιλίας, τα τικ και τις οπτικές γωνίες της κινηματογράφησής του- συχνά μοιάζει φτυστός ο νυν πλανητάρχης), τη φυσιογνωμική ομοιότητα του «Δαρείου» με τον Μπιν Λάντεν, καθώς και περισσότερο υπόρρητες αντιστοιχίσεις: τυπικό δείγμα, ο σιωπηλός βηματισμός της μακεδονικής φάλαγγας με ρυθμό που θυμίζει άσκηση πεζοναυτών, ενώ οι πέρσες αντίπαλοί τους κινούνται και κραυγάζουν σαν άραβες διαδηλωτές.

*Το πιο αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό της υπερπαραγωγής του Στόουν είναι, ωστόσο, η επένδυσή της με όλο το αντιδραστικό ιδεολογικό φορτίο του αμερικάνικου νεοσυντηρητισμού: διάχυτος ρατσισμός, υπεράσπιση της ιμπεριαλιστικής βαρβαρότητας (χαρακτηριστική η προτροπή του αφηγητή να παραβλέπουμε τις «σποραδικές» βιαιότητες όταν αυτές συνοδεύουν ένα «εκπολιτιστικό» εγχείρημα), ανιστόρητες αναφορές στην «ελευθερία του εμπορίου» (και της οικονομίας, γενικότερα)... Πιο χτυπητός από το περιβόητο φιλί Αλεξάνδρου και Ηφαιστίωνα είναι, τέλος, ο κραυγαλέος μισογυνισμός που διαπερνά την ταινία.

Αντιμέτωπος με τα ερωτήματα που προκαλούν όλοι αυτοί οι συνειρμοί, ο ίδιος ο Ολιβερ Στόουν αποφάσισε να το παίξει και στα δύο ταμπλό.

-Από τη μια, κάνει λόγο για τυχαίες «συμπτώσεις», διαψεύδοντας κάθε εσκεμμένη σύνδεση της ταινίας με τους πολέμους της οικογένειας Μπους και τονίζοντας ότι η αρχική ιδέα για το γύρισμά της χρονολογείται από το 1989 (αν και το τελικό σενάριο διαμορφώθηκε μετά το 2001).

-Από την άλλη, ωστόσο, κάθε άλλο παρά αποφεύγει το συσχετισμό ανάμεσα στις δύο προσωπικότητες (του τότε κοσμοκατακτητή και του νυν πλανητάρχη): «Ο Αλέξανδρος», υποστηρίζει σε πρόσφατη συνέντευξή του, «ποτέ δεν θα άφηνε τον Οσάμα Μπιν Λάντεν να διαφύγει. Θα τον είχε καταδιώξει μέσα στο Πακιστάν. Όντως, οι ΗΠΑ έπρεπε να είχαν παραβιάσει τα σύνορα και να μπουν σ' αυτή την περιοχή -είναι wild land, ούτως ή άλλως, να πολεμήσουν έχοντας απώλειες. [...] Πέρα απ' αυτό, όμως, ποιος ξέρει; Μπορεί στο τέλος ο Μπους να ιδωθεί σαν ένας Αλέξανδρος, μπορεί να του κάτσει... Ίσως να έχουν δίκιο. Ποιοι είμαστε εμείς που θα αποφανθούμε ότι έχουμε δίκιο κι αυτός άδικο; Εδώ και τώρα, βρισκόμαστε μπροστά σε μια ιστορική στροφή. Θα έλεγα να πορευτούμε μαζί της. Καινούρια θητεία (του Μπους), ας του πούμε ένα "εντάξει"».

*Παρά τον άτσαλο τρόπο με τον οποίο επισημοποιείται αυτή η μεταπήδηση του πάλαι ποτέ αμφισβητία σκηνοθέτη στις γραμμές της «Νέας Τάξης», επί της ουσίας επικυρώνει πλήρως την ανάγνωση του «Αλέξανδρου» που μόλις κάναμε. Οι αναφορές στην ελληνικότητα του στρατηλάτη είναι, άλλωστε, απόλυτα συμβατές με αυτό το μοντέλο: όπως ακριβώς έκαναν παλιότερα η αποικιοκρατία και ο ναζισμός, βρισκόμαστε για μια ακόμη φορά αντιμέτωποι με την επιλεκτική ιδιοποίηση στοιχείων της αρχαιοελληνικής κληρονομιάς για την ιδεολογική νομιμοποίηση μιας σύγχρονης ρατσιστικής και ιμπεριαλιστικής πολιτικής.

Οι χλαμύδες του Χόλιγουντ

Ας ξεφύγουμε, όμως, από την επικαιρότητα κι ας επιχειρήσουμε να δούμε κάπως αποστασιοποιημένα το όλο θέμα. Είναι γεγονός ότι η κινηματογραφική αναπαράσταση της ελληνικής ιστορίας από την παγκόσμια βιομηχανία του θεάματος σπάνια έδωσε ικανοποιητικά αποτελέσματα.

Εν μέρει, αυτό οφείλεται σε καθαρά τεχνικούς λόγους. Για την καλλιτεχνική (και κυρίως την εμπορική) επιτυχία μιας ταινίας, αυτό που μετρά είναι ένα καλό σενάριο κι όχι η ακρίβεια της αναπαραγωγής των ιστορικών δεδομένων.

Αν προσθέσουμε και τις επιταγές του σταρ σίστεμ, το αποτέλεσμα συνήθως δεν μπορεί παρά να απογοητεύσει (αν όχι να εκνευρίσει) τους λάτρεις της «αυθεντικής αφήγησης» -είτε αυτή αφορά ιστορικά γεγονότα είτε πρόκειται για μεταφορά ενός λογοτεχνικού έργου στην οθόνη.

Ενδεχόμενη παραβίαση αυτών των «σιδερένιων νόμων» της θεαματικότητας θεωρείται μοιραία για το τελικό προϊόν. Η παταγώδης αποτυχία του «Μεγάλου Αλεξάνδρου» του Ρόμπερτ Ρόσεν (1956), π.χ., αποδίδεται από πολλούς στην «εμμονή» του σκηνοθέτη στην ιστορική λεπτομέρεια, που είχε ως αποτέλεσμα μια αφήγηση υπερβολικά πυκνή, πολυπρόσωπη και πολύπλοκη για το μέσο θεατή.

Αποκαλυπτική είναι, άλλωστε, η μεταχείριση που επιφύλαξε το Χόλιγουντ σ' ένα από τα κλασικότερα έργα της αμερικανικής λογοτεχνίας: τον «Τελευταίο των Μοϊκανών» του Τζέιμς Φένιμορ Κούπερ. Στην τελευταία κινηματογραφική μεταφορά του, που δεν είναι κι από τις χειρότερες, διαδραματίζονται τα ακριβώς αντίθετα απ' ό,τι στο μυθιστόρημα -ενώ ακόμη και ο σκληρός πυρήνας του βιβλίου, το ερωτικό τρίγωνο της κόρης του βρετανού συνταγματάρχη με τον «κακό» και τον «καλό» Ινδιάνο, έχει αλλοιωθεί με την αντικατάσταση -για προφανείς λόγους- του «τελευταίου των Μοϊκανών» από τον (λευκό) πρωταγωνιστή Ντάνιελ Ντέι Λούις...

Όταν αυτά συμβαίνουν με τους κολοσσούς της αμερικανικής παράδοσης, τι τύχη θα μπορούσε να περιμένει την εξωτική καθ' ημάς Ανατολή; Χόλιγουντ και Τσινετσιτά δεν δυσκολεύτηκαν και πολύ να βρουν την απάντηση.

*Ας πάρουμε τη «Μάχη του Μαραθώνα» που γύρισαν το 1960 οι Ζακ Τουρνέρ και Μπρούνο Βαϊλάτι. Ξεχάστε την επίπεδη (και μάλλον αντιεμπορική) εξιστόρηση του Ηροδότου, και δείτε πώς έγιναν τα πράγματα: ο ολυμπιονίκης Φιλιππίδης (τον υποδύεται ο μπρατσαράς Στιβ Ριβς) απέκρουσε την εισβολή των Περσών με τη βοήθεια των Σπαρτιατών, αποκρούοντας ταυτόχρονα τις υπονομευτικές προσπάθειες των αθηναίων πεμπτοφαλαγγιτών Θεοκράτη και Κροίσου, χάρη (και) στη μεταξύ τους φιλονικία για την κόρη του δεύτερου, Ανδρομέδα. Κάπου υπάρχει βέβαια και κάποιος Μιλτιάδης, σε βοηθητικό όμως ρόλο, ως εκπαιδευτής του «Ιερού Λόχου»...

*Ακόμη λιγότερες αναστολές υπάρχουν, φυσικά, όταν από την καθεαυτό Ιστορία οι κινηματογραφιστές περνάνε στη σφαίρα της αρχαίας μυθολογίας. Γύρω από τη μορφή του Ηρακλή (και τα μπράτσα του Στιβ Ριβς), σκηνοθέτες και σεναριογράφοι δίνουν κυριολεκτικά τα ρέστα τους. Αρχής γενομένης με τους «Αθλους του Ηρακλέους» (Π. Φραντσίσκι, 1958), η οθόνη βομβαρδίζεται από ένα ανακάτεμα αναφορών στην αρχαιότητα ή την Παλαιά Διαθήκη, που επενδύουν με χλαμύδες προϊόντα που κινούνται μεταξύ μποντιμπίλντινγκ και κατς: «Ο Ηρακλής κατακτά την Ατλαντίδα» (Β. Κοταφάβι, 1961), «Ο Ηρακλής στο κέντρο της Γης» (Μάριο Μπάβα, 1961), «Ηρακλής εναντίον Μολώχ» (Τζ. Φερόνι, 1963 ελληνικός τίτλος «Ο κατακτητής των Μυκηνών»), «Ηρακλής εναντίον Ρώμης» (Π. Πιερότι, 1964), «Ο Ηρακλής κατακτά τη Βαβυλωνία» (Ντ. Παολέλα, 1964). Αποκορύφωμα οι «Τρεις Τιτάνες του Αιγαίου» (1964), όπου ο Ηρακλής τα βάζει με τον Οδυσσέα και τον Σαμψών!

*Στο μεταίχμιο Ιστορίας και μυθολογίας, ο Τρωικός πόλεμος δεν μπορούσε να μείνει αχρησιμοποίητος - με τις αναγκαίες «προσαρμογές», φυσικά.

Ένας γενικός κανόνας, από την «Ελένη της Τροίας» του Ρόμπερτ Γουάιζ (1956) μέχρι το ομώνυμο ριμέικ του Τζον Χάρισον (2003) και την «Τροία» του Βόλφγκαγκ Πέτερσεν (2004), θέλει τους Τρώες «καλούς» και τους Έλληνες «κακούς». Μην πάει ο νούς σας σε τίποτα περίεργες συνωμοσίες: πολύ απλά, για τα σημερινά ήθη, το love story του Πάρι και της Ωραίας Ελένης είναι πολύ πιο ελκυστική οπτική γωνία για να κερδηθεί η ταύτιση του θεατή απ' ό,τι οι συλλογικοί «λόγοι τιμής» των Αχαιών - αν και, σε ορισμένες περιπτώσεις, ο ρωμαϊκός μύθος της καταγωγής από τον Αινεία (που καθιστά έτσι τους Τρώες προπάτορες της σημερινής Δύσης) φαίνεται πως έβαλε κι αυτός το χεράκι του.

Διπλωματικοί λόγοι εμπόδισαν, άλλωστε, τη διατύπωση μιας εθνικά υπερήφανης απάντησης στο ίδιο ζήτημα. Το Μάιο του 1957 παραλίγο να δημιουργηθεί διακρατικό επεισόδιο, όταν η εδώ αμερικανική πρεσβεία πληροφορήθηκε πρόταση της Μόσχας για το γύρισμα της «Ιλιάδας» σε ταινία που θα αποτελούσε κοινή ελληνοσοβιετική παραγωγή. Ο πρέσβης τράβηξε τ' αφτιά στον αρμόδιο υπουργό Προεδρίας Κωνσταντίνο Τσάτσο, και το σχέδιο ουδέποτε υλοποιήθηκε.

Τα καλύτερά μας χρόνια;

Εντελώς διαφορετικά είναι τα προβλήματα που εμφανίζουν όσες ταινίες αναφέρονται στη μεταγενέστερη ιστορία της Ελλάδας. Το παπαρρηγοπούλειο «τριφασικό» σχήμα της επίσημης ιστοριογραφίας μας δεν φαίνεται να εμπνέει ιδιαίτερα τους διεθνείς παραγωγούς, που αγνοούν σχεδόν ολοκληρωτικά το Βυζάντιο (το μόνο δείγμα που μπορέσαμε να εντοπίσουμε είναι μια ιταλική ταινία του 1954 με τίτλο «Θεοδώρα, η αυτοκράτειρα του Βυζαντίου») και σπάνια καταπιάνονται με το νεότερο ελληνικό έθνος. Μοναδική εξαίρεση συνιστά η δεκαετία του '40, που εύκολα μπορεί να ενταχθεί στα προϋπάρχοντα ερμηνευτικά σχήματα είτε του Β' Παγκοσμίου είτε του ψυχρού πολέμου.

*Η πρώτη γενιά αυτών των ταινιών εντάσσεται στο γενικότερο ρεύμα του πολεμικού κινηματογράφου των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών, κι αντλεί τη θεματολογία τους από τα κατορθώματα βρετανών κομάντος εναντίον γερμανικών εγκαταστάσεων και προσωπικοτήτων. Κατά κανόνα οι έλληνες αντιστασιακοί περιορίζονται στο ρόλο ενός ολιγάριθμου (και κυρίως γραφικού) βοηθητικού προσωπικού. «Η απαγωγή του στρατηγού Κράιπε» των Μάικλ Πάουελ και Εμερικ Πρεσμπέργκερ (1957) και, κυρίως, «Τα κανόνια του Ναβαρόνε» του Τζ. Λι Τόμσον (1961) αποτελούν τα πιο γνωστά δείγματα του είδους, ενώ στα τέλη της δεκαετίας του '70 εμφανίζεται και η διακωμώδηση του όλου μοντέλου με την «Απόδραση στην Αθήνα» του Ελληνοαμερικανού Τζορτζ Κοσμάτος.

*Σε εντελώς διαφορετικό κλίμα κινείται η «Ελένη» του Πίτερ Γέιτς, που γυρίστηκε στο αποκορύφωμα του «δεύτερου ψυχρού πολέμου» (1986) με βάση το ομώνυμο βιβλίο του Νίκου Γκατζογιάννη. Αντικείμενό της, η «κόκκινη βία» του Εμφυλίου και -κυρίως- το «αίσχος» της εθνικής συμφιλίωσης που ακολούθησε τη Μεταπολίτευση και την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Η ταινία γνώρισε παγκόσμια προβολή, ιδίως μετά την αναγόρευσή της (διά στόματος του τότε αμερικανού προέδρου Ρόναλντ Ρέιγκαν) σε σύμβολο του παγκόσμιου αγώνα εναντίον των κομμουνιστών και των οπαδών του κοινωνικού κράτους.

*Μια τρίτη γενιά ταινιών θα κάνει την εμφάνισή της μετά το 1989, στον αντίποδα ουσιαστικά της στράτευσης των προηγούμενων: Με τη βοήθεια του πανδαμάτορος χρόνου, η (ιταλική, κυρίως) κατοχή εικονογραφείται σαν ένα ιδιόρρυθμο είδος διακοπών για μεγάλα παιδιά και ιδανική ευκαιρία για διεθνιστικό φλερτ με το ντόπιο ασθενές φύλο. Ο πόλεμος είτε απουσιάζει εντελώς («Μεντιτερανέο») είτε παρουσιάζεται σαν κάτι το εντελώς εξωπραγματικό («Το μαντολίνο του λοχαγού Κορέλλι»), η δε αντίσταση των γηγενών κινείται μεταξύ γελοιοποίησης και αδικαιολόγητης «βίας».

Αξίζει να συγκρίνει κανείς αυτά τα χαζοχαρούμενα υποπροϊόντα με τη «Στρατιωτίνα» του Ιταλού Βαλέριο Ζουρλίνι, που γυρίστηκε το μακρινό 1965. Εκεί, ο ιταλός αξιωματικός που αναλαμβάνει να μεταφέρει μια φάλαγγα με ελληνίδες πόρνες από την Αθήνα στην Οχρίδα διαπιστώνει από πρώτο χέρι τις συνέπειες της στρατιωτικής κατοχής πάνω στη χώρα και τον πληθυσμό της: πείνα, εκπόρνευση, καταστολή της Αντίστασης με κάψιμο χωριών και μαζικές εκτελέσεις.

Παρακολουθώντας την ταινία (που προβλήθηκε πριν από μερικά χρόνια στο «Πανόραμα» της «Ε»), διαπιστώσαμε πόσα περιθώρια συλλογικής αυτοκριτικής (και αυτογνωσίας) παρείχε στους γείτονές μας η -έστω και βραχύβια- διάρρηξη της εθνικής τους συνοχής σε πολιτική βάση (φασίστες-αντιφασίστες). Και, φυσικά, αναρωτηθήκαμε αν θα ήταν δυνατό να υπάρξει μια εξίσου τολμηρή ελληνική ταινία για τα «δικά μας» πεπραγμένα...