Τριαντάρισε το 40% των σχολείων μας

Βασίλης Παπαναστασούλης, εφ. Ελευθεροτυπία, 8/8/2006

ΕΚΔΟΣΗ του Κέντρου Εκπαιδευτικής Έρευνας

Σε «ακατάλληλο» περιβάλλον βρίσκεται σημαντικό ποσοστό των σχολείων της χώρας, ενώ έντονο είναι και το πρόβλημα της παλαιότητας των κτιρίων αφού 4 στα δέκα σχολεία στεγάζονται σε κτίρια που χτίστηκαν πριν από 30 και περισσότερα χρόνια.

Σε έκδοση του Κέντρου Εκπαιδευτικής Έρευνας (ΚΕΕ) με τίτλο «Αποτύπωση του εκπαιδευτικού συστήματος σε επίπεδο σχολικών μονάδων» προκύπτει ότι το 33% των σχολείων γειτνιάζει με δρόμους υψηλής κυκλοφορίας, το 8,7% με πηγές ηχορύπανσης, το 4,6% με εργοστάσια ή βιοτεχνίες και το 2,6% με ρυπογόνους χώρους.

Το βιβλίο, που επιμελήθηκαν ο καθηγητής Βασίλης Κουλαΐδης και ομάδα ερευνητών του ΚΕΕ, θα παρουσιαστεί στις 11 Σεπτεμβρίου στο Συνεδριακό Κέντρο «Νικόλαος Γερμανός» της HELEXPO παρουσία της ηγεσίας του υπουργείου Παιδείας. Θα το σχολιάσει ο ομότιμος καθηγητής και πρώην πρύτανης του ΑΠΘ Μιχάλης Παπαδόπουλος.

Τα στατιστικά στοιχεία αφορούν 14.446 σχολικές μονάδες - το 97,1% του συνόλου των δημόσιων σχολικών μονάδων Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης που λειτούργησαν το σχολικό έτος 2003-2004. Η έρευνα προβλέπεται να ολοκληρωθεί τον ερχόμενο Δεκέμβριο με την αποτύπωση και των ιδιωτικών σχολικών μονάδων.

Οι σχολικές μονάδες της έρευνας σε ποσοστό 87,8% βρίσκονταν δίπλα σε κατοικίες και το 59,1% δίπλα σε χώρους πρασίνου. Καινούργια διδακτήρια που χτίστηκαν δηλαδή πριν από 1 έως 10 χρόνια διέθεταν το 20,9% των σχολείων και το 21,3% διέθεταν διδακτήρια χτισμένα πριν από 11 έως 20 χρόνια. Το 40,9% των σχολείων στεγάζονταν σε κτίρια που χτίστηκαν τουλάχιστον πριν από τρεις δεκαετίες.

Σχεδόν τα μισά Δημοτικά σχολεία (48,5%) λειτουργούν σε κτίρια που χτίστηκαν πριν από 40 ή και περισσότερα χρόνια. Το 7,2% των σχολικών μονάδων στεγάζονταν σε μισθωμένο διδακτήριο και σε κτίρια που προορίζονταν για κατάστημα (3,4%), κατοικία (2,7%) ή άλλη χρήση (4,9%).

Η γενική κατάσταση των σχολικών κτιρίων, η λειτουργικότητα των χώρων και η κατάσταση των διδακτηρίων από δομική άποψη εκτιμήθηκε από τους διευθυντές των σχολικών μονάδων ως «καλή ή μέτρια» σε ποσοστό σχολείων μεγαλύτερο του 90%.

Σχεδόν 9 στα 10 σχολεία όμως δεν έχουν υποδομή για άτομα με κινητικές δυσκολίες. Τέτοιου είδους υποδομή (π.χ. ύπαρξη ανελκυστήρα, ειδικές ράμπες για την κίνηση αμαξιδίων) διαθέτουν μόνο το 14,8% των σχολείων, με τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση να υπερτερεί σχετικά έναντι της Πρωτοβάθμιας.

Το 74,6% των εκπαιδευτικών ήταν μόνιμοι αφού κατείχαν οργανική θέση στο σχολείο τους, το 12% υπηρετούσαν με απόσπαση σε άλλο σχολείο, το 4,7% ήταν αναπληρωτές και το 8,7% ωρομίσθιοι. Τα ποσοστά των εκπαιδευτικών που υπηρετούσαν σε νηπιαγωγεία και Δημοτικά με απόσπαση ως αναπληρωτές ή ωρομίσθιοι ανέρχονταν αντίστοιχα στο 14,3%, το 6,3% και το 14,1%, ενώ στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση τα ποσοστά ήταν αντίστοιχα 10,6%, 3,6% και 5,3%. Στα Λύκεια υπηρετούσε με οργανική θέση το μεγαλύτερο ποσοστό των εκπαιδευτικών (83,1%), ενώ το μικρότερο στα Δημοτικά (61,8%). Η πλειοψηφία των μόνιμων εκπαιδευτικών (76,8%) εργάζεται στις αστικές περιοχές.