«Καλή χρονιά»... δημόσιο σχολείο!

Χρήστος Κάτσικας, εφ. Τα Νέα, 27/12/2007

Το δημόσιο σχολείο δεν είναι για τα παιδιά των υπουργών Παιδείας

«Εάν υπήρχαν οι προϋποθέσεις του δημόσιου σχολείου που έζησα εγώ, δεν θα δίσταζα να το στείλω (σ.σ.: το παιδί του) και σε δημόσιο. Από την άλλη πλευρά, δεν έχω και κανένα σύμπλεγμα έναντι των ιδιωτικών σχολείων, γιατί εν πάση περιπτώσει εάν κι αυτά έχουν ποιότητα, δεν μ΄ ενοχλεί. Είναι θέμα επιλογής κάθε φορά, τι δυνατότητα έχει ο καθένας και πού βρίσκει καλύτερη ποιότητα». (Από τη συνέντευξη του υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων κ. Ευριπίδη Στυλιανίδη στον ραδιοφωνικό σταθμό Real FΜ και τον δημοσιογράφο κ. Νίκο Χατζηνικολάου, 17/12/2007).

Ποιο είναι, αλήθεια, το μήνυμα του κ. υπουργού; Προφανώς ότι η δημόσια εκπαίδευση, της οποίας βεβαίως προΐσταται, βρίσκεται σε τέτοια κατάσταση σήμερα που διστάζει να στείλει τα παιδιά του!

Αλήθεια, εάν είναι έτσι τα πράγματα στο δημόσιο σχολείο, εάν δηλαδή όπως λέει ο κ. υπουργός δεν υπάρχουν σήμερα οι προϋποθέσεις που υπήρχαν στο παρελθόν, ποιος έχει την ευθύνη για την κατάσταση αυτή; Δεν είναι η κυρίαρχη εκπαιδευτική πολιτική, δεν είναι η πολιτική της απαξίωσης του δημόσιου σχολείου με τους καθυστερημένους διορισμούς εκπαιδευτικών και τα μαθήματα άνευ διδασκάλου, δεν είναι η πολιτική της δημόσιας υποχρηματοδότησης, που έχουν βαθύνει τις πληγές στην εδώ και χρόνια ρημαγμένη εκπαιδευτική γη στην οποία ακόμη αχνίζουν τα αποκαΐδια των αποτυχημένων κρατικών παρεμβάσεων;

Ωστόσο, ας δούμε και λίγο πίσω από τα όσα λέει ο κ. υπουργός.

Βλέποντας κανείς το ρημαδιό και το τέλμα που επικρατεί στην εκπαίδευση σε όλες της τις βαθμίδες, μπορεί να θεωρήσει ότι το εκπαιδευτικό σύστημα δεν δουλεύει. Όμως, άμα κοιτάμε το τυρί χάνουμε τη φάκα. Γιατί μια προσεκτική παρατήρηση μπορεί να μας πείσει ότι, στην περίπτωση τουλάχιστον της εκπαίδευσης, το σύστημα στην πραγματικότητα δουλεύει!

Είναι ηλίου φαεινότερον. Μετά τον θόρυβο και τις αντιδράσεις που δημιούργησε το ΥΠΕΠΘ με τους αδέξιους χειρισμούς του, οι επιτελείς του σκέφτηκαν ότι σε ορισμένες περιπτώσεις το καλύτερο είναι να μην κάνουν τίποτε. Κάτι σαν το ευαγγελικό «ουκ ήλθον καταλύσαι αλλά πληρώσαι (τον νόμον)»...

Είναι κι αυτό, αλήθεια, μια πολιτική. Και μάλιστα, θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι και μια αποτελεσματική πολιτική. Βεβαίως όχι για την εκπαίδευση, αλλά για να διατηρεί κάποιος το κεφάλι του στη θέση του. Από την άλλη, όταν αφήνεις κάτι να τελματώσει, εύκολα μπορείς με επικοινωνιακές ντρίπλες να υφάνεις την κατασκευή του κατηγορητηρίου ενάντια στο ίδιο το θύμα για το τέλμα στο οποίο έχει περιπέσει. Για να σκεφθούμε καλύτερα: Πώς μπορεί κάποιος να βγάλει από τη μέση ένα φυτό που θεωρεί ότι του πιάνει χώρο; Μα με το να το αφήσει απότιστο, να ξεραθεί, να αχρηστευθεί. Πώς μπορεί κάποιος να πριμοδοτήσει την ιδιωτική εκπαίδευση; Μα αφήνοντας τη δημόσια εκπαίδευση σε τέλμα. Αυτό είναι για την ιδιωτική εκπαίδευση ένα δώρο από τα αποδυτήρια, πριν ακόμη αρχίσει ο αγώνας.

Παράδειγμα, η χρηματοδότηση της εκπαίδευσης. Τι πετυχαίνει το ΥΠΕΠΘ με την υποχρηματοδότηση; Πετυχαίνει μ΄ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια.

Από τη μια, προσφέρει τροφή για κριτική στο δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα, υποδαυλίζει το κλίμα της δυσαρέσκειας και μέσα από την καλλιέργεια μιας γενικευμένης αβεβαιότητας φορτίζει την μπαταρία στις παραπλανητικές σειρήνες της ιδιωτικής εκπαίδευσης. Επιδέξια και αθόρυβα, με τη βοήθεια της συστηματικής προβολής των ηλεκτρονικών μας κουβερνάντων (ΜΜΕ), έπειτα από όλα αυτά ο «προβληματισμός» που αναπτύσσεται μοιάζει με τη θεωρία του πεπρωμένου στη θρησκευτική σκέψη, όπου οι άνθρωποι αναφωνούν «είναι θέλημα θεού» για να εξηγήσουν ή να δικαιολογήσουν μια ορισμένη εξέλιξη των πραγμάτων.

Από την άλλη, εξαναγκάζει τη δημόσια εκπαίδευση «να συμμορφωθεί προς τας υποδείξεις» του «κατά Μπολόνια Ευαγγελίου», δηλαδή να υιοθετήσουν τη συμπεριφορά ιδιωτικής επιχείρησης για να βρουν νέους πόρους, κρατώντας από τη μια τον δίσκο του εράνου και από την άλλη το λιβανιστήρι. Σύμφωνα με τα στρατηγικά και «επιχειρηματικά» σχέδια του ΥΠΕΠΘ, η περιστολή της δημόσιας χρηματοδότησης θα δημιουργήσει συνθήκες «δημιουργικής ανασφάλειας» στα σχολεία και τα πανεπιστήμια και θα τα υποχρεώσει να εξορθολογίσουν τη διαχείρισή τους, περικόπτοντας δαπάνες και λειτουργικά έξοδα, και να στραφούν στην αγορά σε αναζήτηση νέων πηγών εσόδων (δίδακτρα, σύνδεση με επιχειρήσεις, μετατροπή σε επιχειρήσεις πώλησης υπηρεσιών).

Έτσι το ένα γρανάζι «πιάνει» το άλλο!