Η περιπέτεια της Ιστορίας στα σχολεία

Απόστολος Λακασάς, εφ. Καθημερινή, 28/10/2010

Κριτική για το περιεχόμενο των βιβλίων αλλά και τον τρόπο που διδάσκεται

Μπορεί ένας μαθητής να μπερδεύει τον Αθανάσιο Διάκο με τον Γεώργιο Μεταξά; Μάλλον θα πρόκειται για ακραία περίπτωση. Ομως είναι γεγονός ότι οι ιστορικές γνώσεις των Ελλήνων μαθητών είναι πολύ χαμηλές σε σχέση με την ύψιστη σημασία που αποδίδεται από πολιτεία, κόμματα, επιστημονική κοινότητα και κοινωνικές ομάδες στη διδασκαλία της Ιστορίας από το Δημοτικό έως και το Λύκειο. Και η πρόσφατη «περιπέτεια» του μαθήματος της Ιστορίας στη Β΄ και Γ΄ Λυκείου -ένα πρώτο σχέδιο επιτροπής του υπ. Παιδείας πρότεινε τη μετατροπή της από υποχρεωτικό σε μάθημα επιλογής- αναδεικνύει, για μία ακόμη φορά, τον στρεβλό τρόπο που γίνεται ο δημόσιος διάλογος στη χώρα μας. Αντί να τεθούν ερωτήματα για την ποιότητα της διδασκαλίας, τα βιβλία, τις παιδαγωγικές μεθόδους, τον ρόλο της οικογένειας και της κοινωνίας, αντί να συζητηθούν οι πτυχές της συγκεκριμένης πρότασης του υπουργείου, οι αντιδράσεις, που προκλήθηκαν μόλις το σχέδιο είδε το φως της δημοσιότητας, ύψωσαν προσκόμματα, δημιουργώντας αρνητικό υπόβαθρο στην όποια μεταρρυθμιστική διάθεση.

Εγκριτοι επιστήμονες, όπως ο Θ. Βερέμης και ο Ι. Κολιόπουλος, αναφέρουν ότι η Ιστορία πρέπει να είναι στον βασικό κορμό των μαθημάτων, όμως το βάρος πρέπει να δοθεί και στη διδασκαλία του μαθήματος, στο τι μένει στους μαθητές. «Οι μαθητές δεν ενδιαφέρονται για την Ιστορία. Βλέπουν το μάθημα, όπως και όλη την εκπαιδευτική διαδικασία, ως έναν τρόπο που θα τους οδηγήσει σε μία πιστοποίηση γνώσεων ώστε να προχωρήσουν στο πανεπιστήμιο και στην αγορά εργασίας» παρατηρεί στην «Κ» ο έμπειρος φιλόλογος-ιστορικός κ. Κ. Παπαντωνόπουλος. «Εν πολλοίς τα παιδιά είναι ιστορικά αμόρφωτα. Βασική αιτία, το ότι ο τρόπος διδασκαλίας του μαθήματος εξαρτάται από τον τρόπο εξέτασής του. Ερωτήσεις κρίσεως συνήθως αποφεύγονται διότι οι απαντήσεις δεν μπορούν να εξασφαλίσουν μία ομοιογένεια στη διόρθωση» συμπληρώνει. «Τα βιβλία είναι πυκνογραμμένα και αυτό σε συνδυασμό με την τάση απομνημόνευσης κάνει κουραστικό το μάθημα. Από την άλλη, όταν ο εκπαιδευτικός πιέζεται να ολοκληρώσει την ύλη, δεν μπορεί να πάρει πρωτοβουλία για να αναπτύξει την κριτική διάσταση της διδασκόμενης ύλης» τονίζει στην «Κ» η σύμβουλος φιλολόγων στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο κ. Αναστασία Κιρκίνη. «Ο εκπαιδευτικός μπορεί να διαχειριστεί πολύ καλύτερα τον χρόνο του όταν αισθάνεται ασφαλής -κυρίως μέσω της επιμόρφωσης- ως προς τη γνώση του περιεχόμενου και της διδακτικής μεθοδολογίας. Και, δυστυχώς, υπάρχει μεγάλη ανομοιογένεια στους καθηγητές που διδάσκουν την Ιστορία στα σχολεία», προσθέτει.

Φοβισμένοι συγγραφείς και καθηγητές

Η πυκνότητα των σχολικών εγχειριδίων και της ύλης της Ιστορίας οφείλεται και στην υπερευαισθησία που υπάρχει μήπως η επίσημη πολιτεία παραλείψει στοιχεία των παρακαταθηκών του Eθνους, αλλά και στο γεγονός ότι η Ιστορία θεωρείται το βασικό μέσο για τη διαμόρφωση εθνικής ταυτότητας σήμερα. Την ίδια στιγμή υπάρχει αίτημα να παρουσιάζονται ισάξια όλες οι χρονικές περίοδοι και τα ιστορικά γεγονότα σε όλες τις περιοχές της Ελλάδας ανεξαρτήτως επιστημονικής σπουδαιότητας.

«Σε πολλούς συγγραφείς των βιβλίων της Ιστορίας παρατηρείται ένας φόβος μήπως ξεχάσουν κάτι και εκ των υστέρων κατηγορηθούν ότι ενήργησαν εκ του πονηρού. Θυμηθείτε τι συνέβη προ τετραετίας με το βιβλίο της Ιστορίας της Στ΄ Δημοτικού και τις οξύτατες επικρίσεις που δέχθηκε η επικεφαλής συγγραφέας Μαρία Ρεπούση για τον χειρισμό ορισμένων ζητημάτων» ανέφερε στην «Κ» στέλεχος της εκπαίδευσης. Συγκεκριμένα, με βάση τις επιταγές του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου ως προς τη δομή της ύλης, στο Δημoτικό δίνεται έμφαση στα γεγονότα και τα πρόσωπα της Ιστορίας, στο Γυμνάσιο δίνεται έμφαση στην εθνική Ιστορία αλλά μέσα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο και στο Λύκειο παρουσιάζεται η παγκόσμια Ιστορία στην οποία είναι ενταγμένη η εθνική Ιστορία.

Φόβος, όμως, διακατέχει όχι μόνο τους συγγραφείς των σχολικών βιβλίων, αλλά και τους εκπαιδευτικούς του μαθήματος, οι οποίοι πασχίζουν να τελειώσουν την ύλη ώστε οι μαθητές να είναι, τυπικά τουλάχιστον, πανέτοιμοι να αντιμετωπίσουν τις εξετάσεις.

Γιατί, όμως, το μάθημα της Ιστορίας και οι εξελίξεις γύρω από αυτό αποτελούν πεδίο εύκολης ανάφλεξης από διάφορες πλευρές του πολιτικού συστήματος και της κοινωνίας στην Ελλάδα (και όχι μόνο);

«Οι ειδικοί έχουν πειστεί ότι το στοιχείο που προκαλεί κοινωνικοπολιτικές αντιδράσεις για το περιεχόμενο των αναλυτικών προγραμμάτων και των βιβλίων της Ιστορίας ή γενικότερα για το συνολικό πλαίσιο που διέπει τη διδασκαλία του μαθήματος (τόσο στην υποχρεωτική εκπαίδευση όσο και στο Λύκειο) είναι η κινδυνολογία, η συνωμοσιολογία («σκοτεινά» διεθνή και εγχώρια κέντρα) και ο ηθικός πανικός για τη δήθεν «αλλοίωση» των ιερών παρακαταθηκών του έθνους, της συλλογικής μνήμης, της παράδοσης, της πολιτισμικής κληρονομιάς, της τοπικής κοινότητας (εσχάτως και ιστορικού πολιτικού κόμματος)» δήλωσε στην «Κ» ο καθηγητής Ιστορίας και Διδακτικής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου κ. Γεώργιος Κόκκινος, το βιβλίο του οποίου για την Ιστορία της Γ΄ Λυκείου αποσύρθηκε το 2002.

Με το υφιστάμενο πλαίσιο

«Είναι σε όλους γνωστό ότι στο υφιστάμενο πλαίσιο οι μαθητές ούτε την Ιστορία του έθνους τους γνωρίζουν, όπως θα όφειλαν, ούτε εθνική ταυτότητα αποκτούν ούτε κριτικές δεξιότητες κατακτούν, ούτε ιστορική αυτογνωσία διαμορφώνουν στον διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο όπου ζουν, ούτε σχετίζονται -στον βαθμό του εφικτού- με τη βαλκανική, τη μεσογειακή, την ευρωπαϊκή και την παγκόσμια Ιστορία. Ούτε, επίσης, κατορθώνουν να συγκροτήσουν ιστορική συνείδηση ποικιλότροπα και κριτικά ενημερωμένου, υπεύθυνου και ενεργού πολίτη. Απαιτείται επομένως η ριζική και συστηματική αναμόρφωση του συνολικού πλαισίου που διέπει τη διδασκαλία του μαθήματος της Ιστορίας στην Ελλάδα με γνώμονες, πρώτον, τον διεθνή επιστημονικό προβληματισμό, δεύτερον, τα ισχύοντα στην Ευρωπαϊκή Ενωση και τον δυτικό κόσμο, και βεβαίως, τρίτο, την κατανόηση της εθνικής ιδιαιτερότητας. Για μένα μια σοβαρή μεταρρύθμιση έχει νόημα και όραμα μόνο όταν έχει ως αφετηρία την πρωτοβάθμια εκπαίδευση», καταλήγει ο ίδιος.

Άποψη: Πιστοί στην παπαγαλία

Του Θάνου Bερέμη*

Οι αντιδράσεις στο σχέδιο για το Λύκειο δεν είναι δικαιολογημένες. Με υποχρεωτικά μαθήματα μόνο τα Νέα Ελληνικά, μια ξένη γλώσσα και τη Φυσική Αγωγή και όλα τα άλλα ως επιλογές, ο μαθητής μπορεί να διαλέξει το πρόγραμμα μαθημάτων που του ταιριάζει. Με λιγότερα μαθήματα αλλά περισσότερες ώρες διδασκαλίας ανά μάθημα, το υπουργείο επιχειρεί να ενισχύσει την εμβάθυνση έναντι της δειγματοληψίας στη γνώση. Οι περισσότεροι από τους διαμαρτυρόμενους ζητούν να περιληφθεί στα υποχρεωτικά και η Ιστορία. Παρά τα μεγάλα κενά στις γνώσεις των φοιτητών που παρακολούθησαν ως υποχρεωτικό το μάθημα στο Λύκειο, η Ιστορία εξακολουθεί να συγκεντρώνει τη μεγαλύτερη αφοσίωση των Ελλήνων. Ισως γιατί προσδοκούν ότι θα βρουν σ’ αυτήν κάποια οδηγητική πυξίδα και δικαίωση. Πώς να εξηγηθεί η κατακραυγή κατά του βιβλίου της Στ΄ Δημοτικού επί υπουργίας Γιαννάκου και η εξίσου εντυπωσιακή σιωπή για το ανεπαρκές πόνημα που το αντικατέστησε; Παρά τα όποια προβλήματά του, το αποβληθέν βιβλίο, σε αντίθεση με το υπάρχον, ωθούσε τουλάχιστον τον μαθητή σε κάποιο προβληματισμό. Τι να υποθέσουμε; Οτι η προοπτική να διδαχθούν Ιστορία σε βάθος και με κριτική διάθεση, τρομάζει τους πιστούς του κατανυκτικού παπαγαλισμού; Η αλλαγή φοβίζει ιδιαίτερα όσους προτιμούν ό, τι τους είναι οικείο και όχι τους επικίνδυνους νεωτερισμούς.

*Ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Ιστορίας.

Άποψη: Πάντα βασικό μάθημα

Του Ιωάννη Σ. Κολιόπουλου*

Πιστεύω ότι η Ιστορία, η Γλώσσα και τα Μαθηματικά είναι βασικά μαθήματα που πρέπει να διδάσκονται στα σχολεία. Για παράδειγμα, τα Μαθηματικά πριν εκχωρηθούν στις θετικές επιστήμες ήταν βασική επιστήμη του ανθρώπου. Τα μαθήματα αυτά, μαζί με τη μουσική, την τέχνη, τη θρησκειολογία και το δίκαιο αποτελούν τον βασικό κορμό των γνωστικών αντικειμένων που διδάσκονταν οι νέοι από την Αναγέννηση έως και τον Β΄ Παγκόσμιο. Μάλιστα, στις ΗΠΑ τα μαθήματα αυτά ακόμη αποτελούν τον βασικό κορμό στα σχολεία.

Οι λεγόμενες επιστήμες του ανθρώπου στους νεώτερους χρόνους έπλασαν μεγάλους επιστήμονες, πολιτικούς, λογοτέχνες. Για τους παραπάνω λόγους, πιστεύω ότι η Ιστορία δεν πρέπει ποτέ να βγει από τα βασικά μαθήματα, και, μάλιστα, εάν είναι δυνατό, πρέπει να εισαχθεί μαζί με τις άλλες ανθρωπιστικές επιστήμες σε όλες τις πανεπιστημιακές σχολές. Και αυτό διότι ο νέος θα διδάσκεται τον πολιτισμό και τις πράξεις των ανθρώπων μέσα από τα κείμενα που εδώ και 5 - 6 αιώνες ήταν η πραγματική πνευματική τροφή του δυτικού πολιτισμού, ο οποίος υπήρξε προϊόν ανεπανάληπτης διανόησης. Η διδασκαλία της Ιστορίας επαναφέρει τον άνθρωπο στην κοιτίδα της πραγματικής γνώσης.

* Ομότιμος καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.