Ι. Θ. Κακριδής: Άνδρας πολύτροπος, ωραίος ως Έλληνας

Νίκος Χουρμουζιάδης, εφ. Τα Νέα, 10/1/2000

Έστω και μια υπερθετική διατύπωση, που θα χαρακτήριζε τον Ιωάννη Θ. Κακριδή ως τον σημαντικότερο στη μεταπολεμική Ελλάδα, αλλά και τον μοναδικό με τόσο ευρεία παραδοχή στο εξωτερικό, κλασικό φιλόλογο, θα ήταν ανεπαρκής στη μονομέρειά της. Ενώ θα απέδιδε την πολυμερή και πρωτοποριακή προσφορά του στη μελέτη της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, δεν θα κάλυπτε: τον ακατάβλητο αγώνα του να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στον αρχαίο και τον νέο ελληνικό κόσμο· τον ακοίμητο προβληματισμό του γύρω από τη λειτουργία της εκπαιδευτικής πράξης· τη θαυμαστή παρρησία του στην υπεράσπιση των ιδεών του ­ και, βέβαια, την μοναδικά χαρισματική παρουσία του επάνω στην έδρα. Γιος του εξαίρετου λατινιστή, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Θεοφάνους Κακριδή και της Μαρίας-Ελένης Χατζηδάκη, ανιψιάς του περίφημου γλωσσολόγου, ο Ι.Θ.Κ. γεννήθηκε το 1901 στην Αθήνα. Απόφοιτος και διδάκτωρ (1925) της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ολοκλήρωσε τις σπουδές του στον γερμανικό χώρο (Βιέννη, Βερολίνο, Λειψία), όπου και ανάγονται βασικές αρχές της επιστημονικής μεθόδου του. Εκτός από τα πανεπιστήμια Θεσσαλονίκης και Αθηνών, δίδαξε και στο εξωτερικό: Στοκχόλμη, Ουψάλα, Λουντ και Τυβίγγη. Παντρεύτηκε την αξιόλογη φιλόλογο Όλγα Κομνηνού· την παράδοση της οικογένειας συνεχίζουν και τα δύο παιδιά τους, η Ένη και ο Φάνης, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.

Η πορεία του Κ. τέμνεται από σταθμούς με συμβολική, ενίοτε, μάλιστα, ειρωνική, σημασία. Πράγματι, έτσι θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί η αφετηρία της με την πενταετή θητεία στη σύνταξη του πολυπαθούς «Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης» της Ακαδημίας Αθηνών, η οποία δεν ευτύχησε (!!!) να τον συμπεριλάβει στη χορεία των αθανάτων της. Πολύ φυσικότερη υπήρξε η εκκίνηση της πανεπιστημιακής σταδιοδρομίας του στην προοδευτική Φιλοσοφική Σχολή της Θεσσαλονίκης, όπου αρχικά δίδαξε ο Κ., ως υφηγητής και αργότερα ως έκτακτος καθηγητής, επί εννέα έτη (1931-39), οπότε αποφάσισε τη φυσική, από άποψη οικογενειακών καταβολών, αλλά σκοτεινή, από άποψη πανεπιστημιακής προοπτικής, επιστροφή του (1940) στην ερεβώδη Φιλοσοφική Αθηνών, η οποία είχε ήδη οδηγήσει στην αυτοκτονία (1937) τον «ανήσυχο» Ιωάννη Συκουτρή, συμφοιτητή τού Κ. Την άφιξή του υποδέχθηκε η σκευωρία, που κατέληξε στην περιβόητη «Δίκη των Τόνων», μεσούσης της Κατοχής (Νοέμβριος 1941 - Ιούλιος 1942)· ο Κ. επιβίωσε στο εχθρικό περιβάλλον επί τρία ακόμη έτη, αλλά τελικά αναγκάσθηκε να αποχωρήσει και να επιστρέψει (1948) στη Θεσσαλονίκη, για να διδάξει, με ένα τριετές διάλειμμα (1964-1967), όσο υπηρέτησε ως πρόεδρος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, ώς το 1968, οπότε έκλεισε κάπως πρόωρα τη θητεία του, με μια παραίτηση-διαμαρτυρία για τις προγραφές της απριλιανής χούντας. Τα τελευταία 15 χρόνια τα πέρασε στο σπιτάκι της Νέας Κηφισιάς, αεικίνητος, αγωνιστικός και δημιουργικός ώς την ύστατη πνοή του (Μάρτιος 1991).

Η άκρως επιλεκτική και συνοπτική παρουσίαση της σημαντικής αυτής μορφής αρχίζει με τη «Δίκη», ως δηλωτική της διαχρονικής σύγκρουσης ανάμεσα στις συσπειρωμένες δυνάμεις του συντηρητισμού, που εκπροσωπούσε τότε, σχεδόν στο σύνολό της, η Φιλοσοφική Αθηνών, και ενός προοδευτικού ανθρώπου, ο οποίος τόλμησε να αναταράξει το τέλμα, εισάγοντας μια επικίνδυνη, κατά την κρίση των στείρων γραμματικών, μέθοδο ερμηνείας των αρχαίων κειμένων, διατυπωμένη σε παλλόμενη δημοτική γλώσσα και σε συνδυασμό με ένα απλοποιημένο ορθογραφικό σύστημα. Ορθά παραλληλίσθηκε το γεγονός με την περιβόητη «Δίκη του Ναυπλίου» του 1914, όταν στο στόχαστρο ανάλογων σκοταδιστικών δυνάμεων βρέθηκε η φωτισμένη εκπαιδευτική προσπάθεια των Δ. Σαράτση και Αλ. Δελμούζου με την ίδρυση του Παρθεναγωγείου Βόλου.

Προσωπικές εμπάθειες, ενισχυμένες από μια διάχυτη πνευματική μισαλλοδοξία (με κύριους εκφραστές τους καθηγητές της Σχολής: Κουκουλέ, Εξαρχόπουλο, Χατζή, Δασκαλάκη, Πεζόπουλο) οργάνωσαν ένα επαίσχυντο κατηγορητήριο, όπου, μαζί με πλήθος συκοφαντικών καταγγελιών, διαστρεβλώνονταν οι βασικές, αυτονόητες πια σήμερα, στην ερμηνευτική ιδεολογία τού Κ. αρχές, αποκρυσταλλωμένες στη διάλεξή του «Ελληνική Κλασική Παιδεία» (β' εκδ. 1941). Εκεί, αφού δηλώνεται η πίστη στην αδιάσπαστη ενότητα του ελληνισμού, υποστηρίζεται: Για την κατανόηση και αξιοποίηση των δημιουργημάτων της αρχαιότητας απαιτείται η αναζωογόνηση του νεκρού σώματος με μια προσέγγιση η οποία, για να υπερβεί την επιφάνεια του γράμματος και να διεισδύσει ώς την ουσία του πνεύματος, πρέπει να βασισθεί και στη χρήση στοιχείων του νέου ελληνισμού· η γεφύρωση του χάσματος δεν θα επιτευχθεί με την τυφλή μίμηση ή τον δανεισμό αναφομοίωτων, και αναχρονιστικών, αξιών της αρχαιότητας, αλλά με μια δυναμική «αντιμέτρηση» μαζί της ­ λέξη που προκάλεσε παράκρουση στους κατηγόρους ­ από την οποία θα προκύψει ένας γόνιμος συγκερασμός, απαραίτητος για τον επαναπροσδιορισμό της σύγχρονης πραγματικότητας. Δείγματα της ερμηνευτικής μεθόδου του, στην οποία, με πρωτοποριακή διαίσθηση, προλαμβάνοντας δομικές και σημειολογικές αναλύσεις μελλοντικών τάσεων, ακύρωνε τα στεγανά μεταξύ μορφής και περιεχομένου, έδινε ο Κ. στα «Ερμηνευτικά σχόλια στον Επιτάφιο του Θουκυδίδη» (1941), την πρώτη, όχι μόνο στον ελληνικό χώρο, διεισδυτική μελέτη ενός πυκνού και δυσνόητου κειμένου, για να κατανοηθεί η δυναμική στη χρήση ενός γλωσσικού ιδιώματος, που παλεύει να εκφράσει όχι μόνο πολιτικές ιδέες, αλλά και ψυχολογικές εκτιμήσεις πέρα από τα περιγεγραμμένα όρια.

Μάιος 1958. Σε εκδήλωση της «Εβδομάδας του φοιτητή»

Το κατηγορητήριο, με κορυφαίο στόχο τη χρήση μονοτονικού συστήματος (το οποίο, σημειωτέον, είχε ήδη προτείνει στην Ακαδημία, το 1929 ο Γ. Χατζηδάκις και, κατά καιρούς, υποστήριξαν πρόσωπα αναγνωρισμένης επιστημονικής εμβέλειας, όπως οι Τσούντας, Παπαδάκις και Ρωμαίος), χαρακτήριζε τις ενέργειες του κατηγορουμένου ως «εγκληματικές» και «εθνικώς επιζήμιες» και ζητούσε την απόλυσή του. Τον υπεράσπισαν, χωρίς απαραίτητα να ενστερνίζονται τις ιδέες του, πλήθος πρόσωπα αδιάβλητου κύρους από όλους τους τομείς (λ.χ. Κουγέας, Βέης, Λούβαρις, Σβώλος, Ζακυθηνός, Κασιμάτης, Λούρος, Χόνδρος, Δελμούζος, Τριανταφυλλίδης, Κριτικός, Σοφούλης, Καφαντάρης, Παπανδρέου, Καρθαίος, Χατζημιχάλη, Δημαράς, Θεοτοκάς, Σταύρου, Τατάκης, Τσάτσος). Επρόκειτο, ουσιαστικά, για υπεράσπιση του δικαιώματος της πνευματικής ελευθερίας σε μια εποχή σκοτεινής δουλείας. Στην εκτενή, εκπληκτικής σαφήνειας και παρρησίας, αν και σε καθαρεύουσα διατυπωμένη, απολογία του ο Κ., αφού ανατρέπει εκ βάθρων το σαθρό κατασκεύασμα, καταλήγει δηλώνοντας την εμμονή του στις αντιλήψεις του και την απόφασή του να αγωνισθεί για τη μετάδοσή τους. Το πειθαρχικό συμβούλιο επέβαλε δίμηνη προσωρινή απόλυση. Ο Κ. είχε μπροστά του ακόμη μισόν αιώνα, για να εφαρμόσει την υπόσχεσή του, ενώ οι κατήγοροί του βυθίστηκαν στη λήθη.

Η προσέγγιση της αρχαιότητας με εφόδια αντλημένα και από τον νεοελληνικό πολιτισμό αποτελεί και τη βάση της σημαντικότερης επιστημονικής προσφοράς τού Κ. στην αντιμετώπιση ενός από τα ακανθωδέστερα φιλολογικά προβλήματα: του «ομηρικού ζητήματος», που ταλάνιζε, από τον 17ον αιώνα, τους μελετητές, δημιουργώντας δύο αντίπαλα στρατόπεδα: τους «αναλυτικούς» και τους «ενωτικούς». Οι πρώτοι, με κύριον εκπρόσωπο τον πατριάρχη της γερμανικής φιλολογίας Wilamowitz, βασισμένοι σε κριτήρια εξωτερικά (λ.χ. την έλλειψη γραφής για τη σύνθεση και την παράδοση των επών) και εσωτερικά (λ.χ. πολιτισμικές αντιφάσεις, δομικά κενά) αμφισβητούσαν την ύπαρξη μιας ενιαίας ποιητικής σύλληψης και ανέλυαν τα ομηρικά ποιήματα σε πλήθος αυτοτελή επύλλια, δημιουργημένα προφορικά και χρησιμοποιημένα ως συστατικά ενός μεταγενέστερου συνθέματος.

Με βάση την πεποίθηση των «ενωτικών» (Schadewaldt, Bowra) για την παρουσία μιας ποιητικής ιδιοφυΐας πίσω από τη σύνθεση των δύο επών, ο Κ. σηματοδοτεί σταθμό στις ομηρικές μελέτες με τη δική του, ευρύτατα πλέον αποδεκτή, «νεοαναλυτική μέθοδο», με την οποία επιχειρεί, χρησιμοποιώντας μάλιστα βασικά όπλα της προσέγγισης των «αναλυτικών», να κλονίσει τα επιχειρήματά τους. Συγκεκριμένα: συλλέγοντας από τη νεοελληνική δημοτική δημιουργία (τραγούδι και παραμύθι) τρόπους δομής και έκφρασης, που χαρακτηρίζουν την προφορικότητα στη σύνθεση και την παράδοση ανάλογων αφηγηματικών έργων, προχωρεί στον εντοπισμό παρόμοιων φαινομένων και στο σώμα των ομηρικών επών για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο ποιητής τους, ζώντας σε μια περίοδο (8ο προς 7ο αι.) κατά την οποία είχε ήδη εισαχθεί στον ελληνικό κόσμο η γραφή, χρησιμοποίησε το νέο εργαλείο για τη σύνθεση και καταγραφή των έργων του, χωρίς όμως να εγκαταλείψει ζωτικής λειτουργίας θεματικά, δομικά και εκφραστικά στοιχεία από το προηγούμενο στάδιο της προφορικής παράδοσης. Μέγα μέρος από τα ομηρικά έργα τού Κ. («Ομηρικές έρευνες» και «Ξαναγυρίζοντας στον Όμηρο», δημοσιευμένα και στα αγγλικά) αφιερώθηκε στην ανακάλυψη των πηγών του Ομήρου.

Ο Ι. Θ. Κακριδής, μελετώντας ως φοιτητής στο πατρικό του σπίτι στη Συκιά Κορινθίας (1920)

Ωστόσο, η φιλολογική προσφορά τού Κ. (περίπου 40 βιβλία και πάνω από 200 άρθρα, ελληνικά και ξενόγλωσσα) καλύπτει ένα τεράστιο, μη συγκρίσιμο με οποιουδήποτε άλλου σύγχρονου μελετητή, φάσμα θεμάτων και μεθόδων: ερμηνευτικές μελέτες από τους αρχαίους λυρικούς, με ιδιαίτερη αδυναμία στη Σαπφώ, και τους δραματικούς ποιητές, τους ιστορικούς Ηρόδοτο και, κυρίως, Θουκυδίδη, ώς τον φιλόσοφο Πλάτωνα και τον Αλεξανδρινό Καλλίμαχο· συσχετισμοί φαινομένων, και όχι μόνο γλωσσικών, μεταξύ αρχαίου και νέου ελληνισμού, αλλά και θέματα αυτοτελώς νεοελληνικά ανάλογου φάσματος, από τη βαθιά έρευνα πάνω σε γλωσσικά φαινόμενα (λ.χ. για το «ανακόλουθο», ιδιαίτερα στον έντεχνο λόγο) ως σχολιασμούς και ερμηνείες για νεότερους ποιητές (Γρυπάρη, Παλαμά κ.ά.) και πεζογράφους (Μακρυγιάννη, Καζαντζάκη κ.ά.).

Πρωτοποριακός για την εποχή του υπήρξε και ο θεωρητικός, αλλά όχι μόνο, προβληματισμός του Κ. σχετικά με τη μεταφραστική διαδικασία, όπως περιέχεται στο βιβλίο του «Το μεταφραστικό πρόβλημα» (1936)· εκεί, αφού διατυπώνονται ορισμένες βασικές, ίσως σήμερα αλλά όχι τότε αυτονόητες, γενικές αρχές, όπως λ.χ. η πλήρης αυτονομία, κατά την πρόσληψη, του μεταφρασμένου κειμένου έναντι του πρωτοτύπου και η ερμηνευτική λείανση ως απαραίτητη προετοιμασία για την μεταφραστική πράξη, η έρευνα εξειδικεύεται σε επιμέρους προβλήματα που προκύπτουν κατά τη μετάβαση από μια συνθετική, όπως η αρχαία, σε μια αναλυτική, όπως η νεοελληνική, γλώσσα, για να καταλήξει στην παράθεση πρακτικών κανόνων. Εφαρμογή της θεωρητικής διερεύνησης παρέχεται σε ένα δεύτερο μέρος, με τη ζωντανή μετάφραση του Β' βιβλίου από το «De bello Gallico» του Ιούλιου Καίσαρα.

Αλλά η μεταφραστική πράξη παρέμεινε μια από τις κύριες μέριμνες του Κ., όπως αποδεικνύουν όχι μόνο τα πολυάριθμα, διάσπαρτα στα δημοσιεύματά του, μεταφράσματα (ιδίως από τα κατάλοιπα της λυρικής ποίησης, και ιδιαίτερα της Σαπφώς), αλλά και η απόφασή του να αποδώσει στη νέα ελληνική γλώσσα το ομηρικό έπος. Δεν αποτελεί σύμπτωση, στην ανάληψη της «αντιμέτρησης», για να χρησιμοποιήσω την επίμαχη λέξη, με αυτό το αρχέτυπο αφηγηματικό έργο, η συνεργασία με τον κορυφαίο εκπρόσωπο του νεοελληνικού αφηγηματικού λόγου, τον Νίκο Καζαντζάκη, ο οποίος μάλιστα με την «Οδύσσειά» του όχι μόνο καλλιέργησε ένα ποιητικό ιδίωμα εξαιρετικής ευελιξίας και πυκνότητας, αλλά επινόησε και ένα στίχο ­ πιστό υποκατάστατο του δακτυλικού εξαμέτρου: τον ιαμβικό δεκαεπτασύλλαβο. Οπότε υπήρξε εντελώς αυτονόητος και ο εμβολιασμός της μεταφραστικής γλώσσας τους με χυμούς από την πλούσια ποιητική παράδοση της Κρήτης, κοινής πατρίδας των δύο συνεργατών. Ο καρπός της πρωτοφανούς αυτής σύζευξης, η «Ιλιάδα» (1955) και η «Οδύσσεια» (1965), αποτελεί έναν μεταφραστικό άθλο από τους πιο ιδιόμορφους, και γι' αυτό παρεξηγημένους, που εμφανίσθηκαν ποτέ στη νεοελληνική γλώσσα. Ένα γλωσσικά ιδιωματικό, άκρως αυθεντικό, κείμενο, εξαιρετικής πιστότητας στο πρωτότυπο αλλά, παρ' όλα αυτά, λεκτικά, εκφραστικά και, κυρίως, ποιητικά αυτοδύναμο και τελεσφόρο. Το αδίκησε η αντιμετώπισή του ερήμην του πλαισίου μέσα στο οποίο οφείλει να προσληφθεί, καθώς και η άκριτη χρήση του στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.

Το 1955 ως πρύτανης του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης με τη Σύγκλητο

Η τελευταία λέξη ανοίγει ένα κεφάλαιο στο οποίο η προσφορά τού Κ. υπήρξε ανεκτίμητη. Πέρα από την άσκηση του διδακτικού έργου από την πανεπιστημιακή έδρα, ο Κ. έθεσε τον εαυτό του στην υπηρεσία της εκπαίδευσης με ποικίλους τρόπους. Ο πιο συγκεκριμένος και όπως αποδείχθηκε και πιο ριψοκίνδυνος ταυτίζεται με την αποδοχή της προεδρίας του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, με το οποίο η κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου (με υπουργό Παιδείας τον Λ. Ακρίτα και γενικό γραμματέα τον Ευ. Παπανούτσο) αποφάσισε να θέσει σε εφαρμογή την τολμηρή εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1964. Διακόπτοντας την πανεπιστημιακή θητεία του ο Κ., συγκέντρωσε γύρω του έναν κύκλο εκλεκτών και αφοσιωμένων εκπαιδευτικών, ανάμεσα στους οποίους και πρόσωπα μεγάλου επιστημονικού κύρους, όπως ο Ν. Κριτικός, και προχώρησε σε ορισμένες βαθιές τομές και ως προς τη φιλοσοφία και ως προς την πρακτική της λειτουργίας και των προγραμμάτων των δύο εκπαιδευτικών βαθμίδων. Δυστυχώς, το τολμηρό έργο του Ινστιτούτου, το οποίο ουσιαστικά διακόπηκε ήδη από το 1965 με την ιουλιανή «αποστασία» και τυπικά έκλεισε το 1967 με το απριλιανό πραξικόπημα, ενώ χρησιμοποιήθηκε ως πρότυπο, δεν αναγνωρίσθηκαν δεόντως από τα ανάλογα μεταπολιτευτικά σχήματα.

Αλλά σε όλη τη διάρκεια του βίου του, υπήρξε ακατάβλητη η προσπάθεια του Κ. να συμβάλει στη βελτίωση του επιπέδου των καθηγητών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης: με επιμορφωτικά μαθήματα, διαλέξεις και συνέδρια σε όλο τον ελληνικό χώρο, από τον Έβρο ώς την Κύπρο· δημοσιεύματα και εισηγήσεις. Ανάλογες ήταν οι δραστηριότητές του στον τομέα της, λεγόμενης, γενικής παιδείας. Ίσως σήμερα, εποχή κυριαρχίας των ΜΜΕ, που έχουν αφειδώς παραχωρήσει βήματα και παράθυρα σε πανεπιστημιακούς διδασκάλους, δεν γίνεται κατανοητή η πρωτοφανής, για τα δεδομένα της εποχής, τακτική δημοσιογραφική παρουσία ενός δόκιμου πανεπιστημιακού καθηγητή ­ στην εξαίρετη «Ελευθερία» ­ και μάλιστα τα δύσκολα μεταπολεμικά χρόνια, με συναρπαστικές σε διαύγεια και γνώση εκλαϊκευτικές επιφυλλίδες πάνω σε θέματα ακραιφνώς φιλολογικά, κυρίως από την περιοχή του ομηρικού έπους, αλλά όχι μόνο (πολλά περιλαμβάνονται στα βιβλία «Ομηρικά Θέματα» και «Ελλήνων Λόγοι»).

Άφησα τελευταία την παρουσία τού Κ. επάνω στην πανεπιστημιακή έδρα, αν και φοβούμαι ότι, περιγράφοντας την ακτινοβολία του, δεν μπορώ να απεξαρτηθώ από τα προσωπικά βιώματά μου, δεδομένου ότι υπήρξα φοιτητής του στη Φιλοσοφική της Θεσσαλονίκης. Για να κατανοηθεί όμως η καταλυτική επίδρασή του, πρέπει να ενταχθεί στα συμφραζόμενα της μετεμφυλιακής Θεσσαλονίκης, συμφορημένης από τους πρόσφυγες του αδελφοκτόνου πολέμου και σφραγισμένης από την πενία και τον φόβο της αβεβαιότητας, εικόνας κυρίαρχης και στη Σχολή μας. Πιστεύω ότι υπήρξε συνειδητή η επιλογή τού Κ. να ασκήσει το διδακτικό λειτούργημά του ερήμην αυτών των συνθηκών, δηλαδή χωρίς συμβιβασμούς: να διατηρεί ένα επίπεδο επιστημονικής επικοινωνίας σαν να δίδασκε σε χώρα που δεν είχε υποστεί τις συνέπειες του πολέμου να μας αντιμετωπίζει όχι ως ταλαίπωρα επαρχιωτόπουλα προορισμένα να αναλωθούν διδάσκοντας κολλυβογράμματα, αλλά ως δυνάμει επιστήμονες ­ προς αυτόν τον στόχο ήταν προσανατολισμένες και οι επιλογές του. Με την παροιμιώδη εργατικότητά του, διατηρώντας μόνιμη επαφή και με την τελευταία κίνηση της φιλολογίας, μας ενημέρωνε για τα πάντα, λες και ήμασταν συνάδελφοί του σε επιστημονικό συνέδριο. Και όλα αυτά με μια διαύγεια σκέψης και έκφρασης, μια ένταση πάθους και αμεσότητας που μετέδιδαν ενθουσιασμό και προκαλούσαν συγκινητικές προσπάθειες ανταπόκρισης. Ο Δάσκαλος έσπερνε σπόρους γόνιμους: επί δεκαετίες στα σχολεία της Βόρειας Ελλάδας μιλούσαν για τα «παιδιά του Κακριδή», μια ιδιαίτερη κατηγορία φωτισμένων εκπαιδευτικών.