Ο μεσημεριανός ύπνος βοηθάει τη μνήμη μας

Εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 6/2/2011

Ως κάτοικοι της ανατολικής Μεσογείου, έχουμε συνηθίσει να λοιδορούμαστε από καιρού εις καιρόν ως «τεμπέληδες».

Παλιότερα, πριν οι σύγχρονοι εξαντλητικοί ρυθμοί επιβληθούν και σε αυτή τη γωνιά του κόσμου, η σιέστα, ο σύντομος μεσημεριανός ύπνος που παραδοσιακά επιβαλλόταν για την ανάκτηση των δυνάμεων πριν από τη συνέχιση των εργασιών το απόγευμα, καταδικαζόταν μετά βδελυγμίας ως αντιπαραγωγικός και ως ένδειξη ανατολίτικου «ραχατιού».

Να που τώρα όμως η δυτική επιστήμη αρχίζει να ανακαλύπτει με καθυστέρηση την κρυμμένη σοφία των παραδοσιακών συνηθειών. Εχοντας μείνει και οι ίδιοι έκπληκτοι από τα ευρήματά τους, γερμανοί ερευνητές μόλις κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο καλύτερος τρόπος για να μην ξεχάσουμε ένα ποίημα ή ένα θεώρημα που μόλις μάθαμε μπορεί κάλλιστα να είναι ένας υπνάκος. Τα πειράματά τους, που δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό «Nature Neuro-science», καταδεικνύουν ότι κατά τη διάρκεια του ύπνου ο εγκέφαλος ανθίσταται καλύτερα σε όσα μπορεί να θολώσουν ή να μπερδέψουν μια πρόσφατη ανάμνηση απ' ό,τι όταν είναι σε εγρήγορση.

Προηγούμενες μελέτες είχαν ήδη αποδείξει ότι η πρόσφατη μνήμη, αποθηκευμένη προσωρινά στην περιοχή του εγκεφάλου που ονομάζεται ιππόκαμπος, δεν σταθεροποιείται αμέσως. Γνωρίζουμε επίσης ότι η επανενεργοποίηση αυτών των αναμνήσεων σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά την πρώτη εγγραφή τους παίζει καθοριστικό ρόλο στη μεταφορά τους προς την περιοχή μόνιμης αποθήκευσης, τον νεοφλοιό, τον «σκληρό δίσκο» του εγκεφάλου.

Κατά τα χρονικά διαστήματα εγρήγορσης, όμως, η περίοδος επανενεργοποίησης αποδυναμώνει τη συνολική μνήμη. Για παράδειγμα, αν μάθουμε ένα ακόμη ποίημα στο ίδιο διάστημα, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να κάνουμε πιο δύσκολη την εγγραφή του πρώτου στη μακροχρόνια μνήμη.

Θεωρώντας ότι ο ύπνος δεν είχε καμία επίδραση σε αυτές τις διεργασίες, ο Μπιορν Ρας και οι συνάδελφοί του από το Πανεπιστήμιο της Λυβέκης (Lubeck) της Γερμανίας θέλησαν να βεβαιωθούν κάνοντας ένα πείραμα. Ζήτησαν λοιπόν από 24 εθελοντές να απομνημονεύσουν 15 ζεύγη καρτών που απεικόνιζαν ζώα και συνηθισμένα αντικείμενα.

Σαράντα λεπτά αργότερα, οι μισοί εθελοντές, που παρέμειναν σε εγρήγορση, έπρεπε να απομνημονεύσουν μια άλλη σειρά καρτών, ελαφρώς διαφορετικών. Στους υπόλοιπους δώδεκα εθελοντές δόθηκε η ευκαιρία για έναν σύντομο υπνάκο πριν από την απομνημόνευση της δεύτερης σειράς καρτών. Στη συνέχεια, όλοι εξετάστηκαν στο κατά πόσο ήταν ικανοί να θυμηθούν την πρώτη σειρά καρτών.

Προς μεγάλη έκπληξη των ερευνητών, εκείνοι που είχαν κοιμηθεί πέτυχαν μια κατά πολύ καλύτερη βαθμολογία: κατά μέσον όρο θυμούνταν το 85% των καρτών έναντι του 60% που θυμούνταν εκείνοι οι οποίοι είχαν παραμείνει σε εγρήγορση.

«Η επανενεργοποίηση των αναμνήσεων είχε εντελώς διαφορετικά αποτελέσματα ανάλογα με το αν είχε μεσολαβήσει εγρήγορση ή ύπνος. Θεωρούμε ότι ο λόγος για τον οποίο προέκυψε αυτό το απροσδόκητο αποτέλεσμα είναι ότι η μεταβίβαση των αναμνήσεων μεταξύ του ιππόκαμπου και του νεοφλοιού είχε ήδη αρχίσει από τα πρώτα λεπτά του ύπνου» εξηγεί η Σουζάνε Ντίκελμαν, υπεύθυνη της μελέτης.

Μετά από έναν υπνάκο μόλις 40 λεπτών, μια σημαντική ποσότητα αναμνήσεων είχε ήδη «φορτωθεί» σε μια περιοχή του εγκεφάλου όπου «δεν μπορούσαν πλέον να μπερδευτούν με τις καινούριες πληροφορίες που βρίσκονται σε επεξεργασία στον ιππόκαμπο» προσθέτει.

Σύμφωνα με την κ. Ντίκελμαν, οι ευεργετικές επιδράσεις της σιέστας στην ενδυνάμωση της μνήμης θα μπορούσαν να έχουν ενδιαφέρουσες συνέπειες σε δραστηριότητες εντατικής εκμάθησης, όπως στη διδασκαλία ξένων γλωσσών. Η μέθοδος αυτή θα μπορούσε να ωφελήσει και θύματα του συνδρόμου μετατραυματικού στρες, μιας πάθησης που πλήττει άτομα που έζησαν ακραίες καταστάσεις (σοβαρά δυστυχήματα, εγκληματικές ενέργειες, επιθέσεις, πόλεμο κ.λπ.), βοηθώντας τα να επαναρρυθμίσουν τις αναμνήσεις τους.