Η γοητεία των Στενών

Μάρη Θεοδοσοπούλου, εφ. Το Βήμα, 28/3/1999

Η Μπελ Επόκ των Τρικάλων ζωντανεύει μέσα από τα ψιλά των εφημερίδων στον δεύτερο τόμο του χρονικού που συντάσσει η Μαρούλα Κλιάφα. Μια ανομοιογενής τοπική κοινωνία, με «όψη μεγαλουπόλεως», διεκδικεί το στίγμα της

Τόμος Ι, ΙΙ, ΙΙΙ

Μεταξύ πεζογραφίας και ιστορίας υπάρχει για την αφήγηση ένας στενός αλλά ενδιαφέρων χώρος, τον οποίο καλύπτει το χρονικό. Στην εποχή μας, είδος παραγκωνισμένο, που έχει εκπέσει στα δημοσιογραφικά χρονικά της επικαιρότητας ­ ως επί το πλείστον δείγματα αμετροέπειας. Ωστόσο ένα καλογραμμένο χρονικό μιας παρελθοντικής περιόδου και ενός τόπου παραμένει τερπνό και ωφέλιμο ανάγνωσμα. Η Μ. Κλιάφα συντάσσει το χρονικό της πόλης των Τρικάλων, όπως πρώτη η Άννα Κομνηνή, διακόπτοντας τη συνέχεια αιώνων, αποκάλεσε την αρχαία Τρίκκη, πατρίδα και της νύμφης Τρίκκης και του Ασκληπιού, ανεξάρτητα αν το Ασκληπιείο της Κω απολαμβάνει στο ακέραιο το τουριστικό ενδιαφέρον.

Χρόνος έναρξης, το 1881, όταν γίνεται η προσάρτηση μέρους της Ηπειροθεσσαλίας και ο ελληνικός στρατός εισέρχεται στην τότε πρωτεύουσα της Θεσσαλίας, Τρίκκαλα - Σαντζάκ. «Πόλι μεγαλούτζικη, επισκοπή, πασιαλίκι. Απέχει 40 μίλλια προς δυσμάς από τη Λάρισσα. Εις τον απερασμένο πόλεμο επατήθηκε και αυτή από τους Αρβανίτας τους Τατάρους της Ελλάδος», όπως γράφουν οι Δημητριείς, τέλη του 18ου αιώνα, στην «Περί της Ελλάδος ­ Γεωγραφία Νεωτερική», με νωπή την ανάμνηση των Ορλωφικών.

Δεν πλατειάζουμε αναφερόμενοι στην «Αλεξιάδα» της Άννας Κομνηνής και στους Δημητριείς, απλώς προβάλλουμε μια μορφή αντίστασης στη σημερινή, εν πολλοίς, ισόπεδη ελληνική επαρχία, απορροφημένη σχεδόν εξ ολοκλήρου στην ενατένιση της πρωτεύουσας. Αυτή άλλωστε φαίνεται να είναι και η πρόθεση της Μ. Κλιάφα που καλύπτει με το χρονικό της την πρόσφατη ιστορία των Τρικάλων, από την ανεξαρτησία ως το 1960, όταν η τοπική κοινωνία έχει πλέον πάρει τη σύγχρονη μορφή της. Αυτά τα 80 χρόνια κατανέμονται σε τρεις τόμους: 1881-1910, εποχή και αγροτικών κινητοποιήσεων, 1911-1940, δύσκολη 30ετία για όλη τη χώρα, και μετά, η 20ετία της ανασυγκρότησης. Ολοκληρωμένο το χρονικό θα συνιστά εκτεταμένο συμπλήρωμα στο φωτογραφικό λεύκωμα της Μ. Κλιάφα, «Θεσσαλία 1881-1981».

Οι παλαιοί χρονικογράφοι αφηγούνται όσα οι ίδιοι έζησαν. Οι νεότεροι, που θέλουν να αναστήσουν το είδος, ένα μόνο τρόπο έχουν για να παρακολουθήσουν σε χρονολογική τάξη όσα συνέβησαν, την αναδίφηση του Τύπου. Ετσι συνέταξε το δίτομο «Χρονικό της Θεσσαλονίκης» ο Κώστας Τομανάς, (εκδ. Νησίδες), παρομοίως εργάζεται και η Μ. Κλιάφα. Αποδελτιώνει ειδήσεις αθηναϊκών και θεσσαλικών εφημερίδων, κυρίως όμως τρικαλινών, και στη συνέχεια τις χωνεύει σε έναν ενιαίο, ανά έτος, σχολιασμό. Και βεβαίως πρόκειται για αξιοθαύμαστους ερευνητές που αναζητούν «σώματα» εφημερίδων σε πείσμα της νάρκης δημοτικών και κρατικών βιβλιοθηκών.

Σε αντίθεση με την πρώτη 30ετία που κυκλοφορούσαν αρκετές τρικαλινές εφημερίδες, οι περισσότερες βραχύβιες, στη δεύτερη περίοδο υπάρχουν μόνο δύο τοπικές εφημερίδες, που καλύπτουν τις αντιμαχόμενες παρατάξεις βασιλικών και βενιζελικών. Η «καθημερινή εφημερίς του λαού» «Αναγέννησις», με εκδότη τον Ιωάννη Θεοδωρόπουλο, που συμπλήρωσε μισό αιώνα συνεχούς έκδοσης, 1919-1969. Και η «ημερησία εθνική εφημερίς» «Θάρρος» του Λεωνίδα Κλειδωνόπουλου, που κυκλοφορούσε μετά διακοπών από το 1909 ως το 1950.

Για την αποδελτίωση των εφημερίδων απαιτείται στέρεη παιδεία, ανεξάρτητα αν ελάχιστοι έχουν επίγνωση τούτου, μεταξύ των πολλών έμμισθων και ερασιτεχνών που καταπιάνονται με το ψαλίδισμα και την αρχειοθέτηση του Τύπου. Η Μ. Κλιάφα δείχνει να τη διαθέτει, καθώς επιτυγχάνει τη δύσκολη ισορροπία μεταξύ πληρότητας και διαύγειας. Στο χρονικό της απομονώνει την είδηση γενικότερου ενδιαφέροντος και τη συνδυάζει με τα ψιλά των εφημερίδων αλλά και πολιτιστικές ειδήσεις που καθρεφτίζουν την τοπική κοινωνία. Δεν αναζητά τις αιτιώδεις σχέσεις όπως ένα ιστορικό κείμενο, ωστόσο αποκαθιστά την αλληλουχία όσων συμβαίνουν. Το αποτέλεσμα είναι μια γλαφυρή αφήγηση, που ενσωματώνει επιλεκτικά παραγράφους της εφημεριδογραφίας, χωρίς να πλατειάζει.

Ο δεύτερος τόμος καλύπτει ταραγμένες δεκαετίες. Μέσα από το τοπικό πρίσμα γίνονται αντιληπτοί οι γενικότεροι σπασμοί και οι αμφιταλαντεύσεις της χώρας, όπως επισωρεύονται βαλκανικοί πόλεμοι και παγκόσμιοι, κυβερνήσεις που ανεβοκατεβαίνουν, πραξικοπήματα και βασιλείς που πηγαινοέρχονται. Μια τοπική κοινωνία ανομοιογενής, με τους Βλάχους, τους Σαρακατσάνους, τους Καραγκούνηδες και τους Αρουραίους, όπως ονομάζονταν οι γηγενείς Τρικαλινοί, αλλά και αρκετούς Ισραηλίτες, αναταράσσεται από τα νεοφανή ιδεώδη του κομμουνισμού αλλά και τις καινούργιες ιδέες περί χειραφέτησης των γυναικών, παραμένοντας στη βάση της συντηρητική.

Σε παλαιότερους οδηγούς της Θεσσαλίας, όπως αυτόν του λογίου γιατρού Νικολάου Γεωργιάδου που είναι γραμμένος το 1880 (ανατύπωση εκδ. Έλλα, 1995), δίνονται ειδυλλιακές περιγραφές του Ληθαίου ποταμού που διασχίζει τα Τρίκαλα. Ωστόσο ο αβαθής παραπόταμος του Πηνειού στάθηκε φορέας μολυσματικών νοσημάτων και πολύ βασάνισε τους κατοίκους, ακόμη και στον Μεσοπόλεμο. Ανεξάρτητα όμως με τα προβλήματα αποχέτευσης και οδοποιίας ή την έλλειψη νοσοκομείου, το οποίο προς στιγμήν αναγκάστηκε να στεγαστεί και στους οίκους ανοχής, γύρω στο 1927, ο τοπικός Τύπος επαίρεται ότι τα Τρίκαλα έχουν πλέον όψη μεγαλουπόλεως.

Η ντόπια κοινωνία σταδιακά μεταμορφώνεται. Η αστική τάξη αλλάζει σύσταση, όμως μένει πιστή σε χοροεσπερίδες και μουσικές βραδιές, κρατώντας τον συρμό της Μπελ Επόκ. Σήμερα φαίνεται παράξενο, κι όμως μόλις πριν από 70 χρόνια τα αστικά κέντρα της Ελλάδας ζούσαν το θαύμα του ραδιοφώνου και λίγο αργότερα του ομιλούντος κινηματογράφου. Καφενεία μετατρέπονται σε αίθουσες προβολής, δίνονται όμως και θεατρικές παραστάσεις ερασιτεχνών αλλά και γνωστών αθηναϊκών θιάσων, όπως της Κοτοπούλη ή του Βεάκη. Δίπλα στους μεγάλους πολιτικούς της χώρας, η τοπική ιστορία προβάλλει δημοτικούς άρχοντες με παραπλήσιες αρετές και κουσούρια, αλλά και χαλκέντερους δημοσιογράφους, προ πάντων όμως τρικαλινούς οργανοπαίκτες, κατόπιν φωτεινά ονόματα του ρεμπέτικου, όπως ο Τσιτσάνης, ο Καλδάρας ή ο στιχουργός Κώστας Βίρβος.

Πολλαπλές οι αναφορές του χρονικού στις συμμορίες περιβόητων λήσταρχων, ονομαστών και για την αποκοτιά που έδειχναν όταν απήγαν προύχοντες. Η Μ. Κλιάφα παρακολουθεί μέσα από τον θεσσαλικό Τύπο της εποχής, το τακίμι του Καντάρα και του Παπαγεωργίου, με αυτό που βγήκε στο κλαρί ο Φώτης Γιαγκούλας, τις συμμορίες των Κουμπαίων και του Τζατζά. Μαρτυρίες που σκιαγραφούν την πραγματικότητα, πάνω στην οποία στήθηκε το πρόσφατο ληστρικό μυθιστόρημα του Νίκου Μπακόλα «Μπέσα για μπέσα».

Τα Τρίκαλα στον Μεσοπόλεμο δεν φαίνεται να έχουν λογοτεχνική ζωή. Μόνο δύο νέοι τότε, ο Νίκος Παππάς και ο Νίκος Μπούρας, με συνεργάτες τον Ρήγα Γκόλφη, τη Ρίτα Μπούμη και μερικούς ακόμη, ξεκίνησαν στις 16.11.1930 ένα δεκαπενθήμερο λογοτεχνικό περιοδικό, «Η Επαρχία», που μάλλον δεν ευδοκίμησε. Ενα χρόνο αργότερα οι ίδιοι ίδρυσαν τη Λέσχη Φιλοτέχνων και Καλλιτεχνών. Ο δεύτερος τόμος τελειώνει σε στιγμές έξαρσης. Καλοκαίρι 1939, στο πνεύμα του τρίτου ελληνικού πολιτισμού, τα Τρίκαλα μετονομάζονται σε Τρίκκη και προκηρύσσεται διαγωνισμός για τη συγγραφή του «Υμνου της Τρίκκης»· μέλη της κριτικής επιτροπής οι ποιητές Νίκος Παππάς και Ρίτα Μπούμη-Παππά.

Παραμονές Χριστουγέννων του 1940, νέοι πανηγυρισμοί με την είδηση της κατάληψης της Χειμάρρας. Ενώ σε κάποια ταβερνεία θα πρέπει να ακουγόταν το βαρύ ζεϊμπέκικο του Τσιτσάνη: «Στα Τρίκαλα, στα δυο στενά, / σκοτώσανε τον Σαρκαφλιά. / Δυο μαχαιριές του δώσανε / και χάμω τον ξαπλώσανε...».