Τα θρησκευτικά μνημεία σώζουν το περιβάλλον

Θεόδωρος Ι. Παναγόπουλος, εφ. Το Βήμα, 10/4/1999

Ο έλληνας συνταγματικός νομοθέτης, όπως υπογραμμίζει ο κ. Θ. Παναγόπουλος, θεσπίζει σαφώς την προστασία όχι μόνο του φυσικού αλλά και του πολιτιστικού περιβάλλοντος, το οποίο συγκροτείται από τις αρχαιότητες και από ιερούς χώρους της Ορθοδοξίας

Το ισχύον Σύνταγμα της Ελλάδας 1975/86 θεσπίζει για πρώτη φορά στη συνταγματική ιστορία της χώρας την προστασία του περιβάλλοντος, σύμφωνα με ρητή διατύπωση των άρθρων 24 και 117 παρ. 3 και 4. Πρωτοπορεί μάλιστα ο έλληνας συνταγματικός νομοθέτης, προστατεύοντας το περιβάλλον υπό την ευρεία του έννοια περιλαμβάνων σε αυτό όχι μόνο το φυσικό αλλά και το πολιτιστικό περιβάλλον.

Σύμφωνα με παγία νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, το πολιτιστικό περιβάλλον συγκροτείται από τα μνημεία και λοιπά στοιχεία, τα οποία προέρχονται από την ανθρώπινη δραστηριότητα και συνθέτουν την ιστορική, καλλιτεχνική, τεχνολογική και εν γένει πολιτιστική κληρονομιά. Στην ευρύτερη έννοια των μνημείων περιλαμβάνονται όχι μόνο οι αρχαιότητες, αλλά μνημεία της εποχής του Βυζαντίου και όσα μετά το 1830 οικοδομήθηκαν και παρέμειναν προκαλούντα τον ανθρώπινο θαυμασμό. Εφόσον μάλιστα παρατηρείται έλλειψη νομοθετικής ρυθμίσεως, τότε η Διοίκηση νομιμοποιείται ευθέως εκ του Συντάγματος να αποφασίζει, ώστε να μη θίγονται τα τελούντα υπό κρατική προστασία μνημεία και παραδοσιακές περιοχές.

Ήδη το δικαίωμα προστασίας του περιβάλλοντος θεωρείται δικαίωμα μεικτό με συμμετοχή τόσο στην κατηγορία των ατομικών όσο και σε αυτή των κοινωνικών δικαιωμάτων. Συνέπεια είναι η καθιέρωση ενός νέου δικαιώματος επί της ποιότητας ζωής, το οποίο άλλωστε έχει αναγνωρίσει όχι μόνο η νομολογία αλλά και ο νόμος (Ν. 1512/86).

Μεμονωμένο αρχιτεκτονικό ή ιστορικό σύνολο, το οποίο θεωρείται διατηρητέο λόγω του θρησκευτικού του χαρακτήρα, σε συνδυασμό με την ιστορική, εθνική και καλλιτεχνική του αξία, εντάσσεται στην έννοια του θρησκευτικού μνημείου και επομένως χρήζει κρατικής προστασίας. Θετικό είναι ότι η προστασία αυτή δεν περιορίζεται στο μνημείο καθεαυτό αλλά επεκτείνεται και στον εν γένει περιβάλλοντα χώρο, ο οποίος οφείλει να αναδεικνύει το μνημείο.

Η πρωτοβουλία της Unesco

Σε διεθνές επίπεδο οφείλουμε να επισημάνουμε την υπογραφείσα με πρωτοβουλία της Unesco Σύμβαση για την Προστασία της Παγκοσμίου Πολιτιστικής και Φυσικής Κληρονομιάς, η οποία εκυρώθη από τη χώρα μας με τον Ν. 1126/1981. Ιδιαιτέρας μνείας είναι το γεγονός ότι ως Παράρτημα της Συμβάσεως αυτής περιλαμβάνεται και Κατάλογος μνημείων της παγκοσμίου κληρονομιάς. Στον Κατάλογο αυτόν πλην των νεκρών και ιστορικών πόλεων περιλαμβάνονται επίσης οι ιεροί χώροι και θρησκευτικά μνημεία. Από την Ελλάδα αναφέρονται χαρακτηριστικώς το Αγιον Ορος, τα Μετέωρα, η Μονή Δαφνίου, η Μονή Οσίου Λουκά, η Νέα Μονή Χίου, ο Μυστράς, όπως επίσης τα παλαιοχριστιανικά και βυζαντινά μνημεία της Θεσσαλονίκης.

Στον χώρο της Ορθοδοξίας είναι γνωστό ότι έχουν καλλιεργηθεί όλες οι μορφές της τέχνης, με αποτέλεσμα τα θρησκευτικά μνημεία να ταυτίζονται με την έννοια της φιλοκαλίας και την εν γένει ορθόδοξη παράδοση. Τα ορθόδοξα λοιπά θρησκευτικά μνημεία δεν είναι μεμονωμένα, αλλά ιστορικά σύνολα. Για τους συνειδητούς ορθοδόξους δεν είναι ύλη, αλλά το Είναι του Θεού μας. Τα θρησκευτικά μας όμως μνημεία έχουν ιδιαίτερη αξία για έναν ακόμη λόγο. Οι ορθόδοξοι κληρονόμησαν από τους αρχαίους Ελληνες τη συνήθεια να οικοδομούν τα ιερά και θρησκευτικά τους μνημεία σε περιοχές ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους. Ανεζήτουν δηλαδή και επετύγχανον την ενοποίηση του οικοδομήματος με τη φύση, ώστε να επιτύχουν ταύτιση του ανθρωπίνου δημιουργήματος με την ομορφιά της φύσεως.

Ο έλληνας λοιπόν νομοθέτης δύο φορές από της θέσεως σε ισχύ του Συντάγματος 1975/86 είχε την πρωτοβουλία να ψηφίσει νόμους με σκοπό την ειδική προστασία των ιερών χώρων μετά των κειμηλίων και θησαυρών τους.

Με τον Ν. 1155/81, «περί αναγνωρίσεως της Πάτμου ως ιεράς νήσου και ρυθμίσεως εκκλησιαστικών τινων θεμάτων», αλλά και με τον Ν. 2351/95, «περί αναγνωρίσεως της περιοχής των Μετεώρων ως ιερού χώρου», ο νομοθέτης αναγνωρίζει και διασφαλίζει τις άνω περιοχές ως χώρους ιερούς, προκειμένου να αποφευχθούν κάθε μορφής εκμεταλλεύσεις, οι οποίες θα διετάρασσαν με οποιονδήποτε τρόπο τον ιερό τους χαρακτήρα.

Στην εποχή μας, στο λυκόφως του 20ού αιώνα και στο λυκαυγές του 21ου, διατυπώνεται επανειλημμένως η άποψη ότι ενδεχομένως στοιχεία του πολιτισμού, τμήματα της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, ευρίσκονται σε αντιδικία με τα θρησκευτικά μνημεία και ιδίως με την αποστολή των τελευταίων ως μνημείων τελέσεως της θείας λατρείας. Χαρακτηριστικά είναι τα πρόσφατα δημιουργηθέντα επεισόδια στη Θεσσαλονίκη για την περίπτωση του Ναού της Ροτόντα και τα παλαιότερα στην περιοχή της Λιβαδειάς για την ιστορική Μονή του Οσίου Λουκά.

Αν η άποψη όμως αυτή επικρατούσε, τότε και στο Αγιον Ορος θα έπρεπε να μην τελούνται θείες λειτουργίες και να διεκόπτετο το με μακραίωνη παράδοση μοναστικό έθιμο της φιλοξενίας των πιστών. Επίσης το αυτό θα ίσχυε και για τις μονές των Μετεώρων. Τα μοναστήρια όμως χωρίς τη λατρευτική τους ζωή είναι δεδομένο ότι θα απολέσουν την αίγλη τους και θα μεταβληθούν σε νεκρές πολιτείες, με άμεση συνέπεια τη σταδιακή τους κατάρρευση, όπως ακριβώς συνέβη και με το άλλο ιστορικό μνημείο του Ελληνισμού, τον Μυστρά. Την οπωσδήποτε σημειουμένη φθορά θα πρέπει μέσω της τεχνολογίας να αποτρέψουμε με άλλους τρόπους και όχι με απαγόρευση λειτουργίας τους για τον σκοπό για τον οποίο ιδρύθησαν.

Θετική στο σημείο τούτο υπήρξε η συμβολή του Συμβουλίου της Επικρατείας. Στην περίπτωση της Ιεράς Μονής Αγίων Πάντων Σπετσών απεφασίσθη ότι οι ναοί και οι μονές συνιστούν ουσιώδη στοιχεία της ελληνορθοδόξου παραδόσεως και ιστορίας, άρα της εν γένει πολιτιστικής κληρονομιάς ολοκλήρου του ελληνικού λαού, διά την περιβαλλοντική προστασία των οποίων ο κοινός νομοθέτης έχει άλλωστε θεσπίσει σειρά διατάξεων.

Για τον Ναό Αγίου Γεωργίου Ροτόντα Θεσσαλονίκης η υπόθεση εκκρεμεί ενώπιον της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, αφού όμως ο τότε υπουργός Πολιτισμού είχε φροντίσει με απόφασή του να επιτρέψει τη λειτουργία του ναού σε τακτά χρονικά διαστήματα για τις λατρευτικές ανάγκες των πιστών, ρύθμιση με την οποία συνεφώνησε η Μητρόπολη της πόλεως.

Ο Μητροπολιτικός Ναός

Αλλά και για τον Μητροπολιτικό Ναό των Αθηνών έκρινε το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο ότι ως ιστορικό και καλλιτεχνικό οικοδόμημα χρήζει ιδιαίτερης προστασίας. Θεωρήθηκε κατ' ακολουθία ανάρμοστη η κατασκευή και λειτουργία παραγωγής αποβλήτων αερίων, όπως το σύστημα μετρό προέβλεπε. Προστατευτέος εθεωρήθη όχι μόνο ο ναός αλλά και ο περιβάλλων χώρος του.

Τέλος, ανάλογη ήτο και η κριθείσα υπόθεση της Μονής Γκουβερνέτου στην περιοχή Ακρωτηρίου Κρήτης. Ηδη η υπόθεση εκκρεμεί ενώπιον της Ολομελείας. Τα μέλη του δικαστηρίου διεσπάσθησαν στην κρίση τους και παρέπεμψαν την υπόθεση ενώπιον της Ολομελείας, λόγω μάλιστα της μείζονος σημασίας της υποθέσεως. Είναι όμως χαρακτηριστικό ότι τρεις εκ των επτά δικαστών, μεταξύ των οποίων και ο Πρόεδρος του Τμήματος, απεφάνθησαν ότι η μείζων περιοχή της μονής, το γνωστό Αγιοφάραγγο της Κρήτης, είναι προστατευτέα παραλλήλως με τη μονή. Ανεξαρτήτως δε εάν υφίσταται οπτική επαφή, επέρχεται βάναυση παραβίαση του ευρύτερου μοναστικού χώρου με απόφαση δημιουργίας εργοστασίου κομποστοποιήσεως απορριμμάτων!