Νίκος Βέης: Από τη φιλολογία στον κοινωνικό στίβο

Μάχη Παΐζη-Αποστολοπούλου, εφ. Τα Νέα, 8/12/1999

Όταν ξεσπά ο πόλεμος του 1940, ο Νίκος Βέης είναι κιόλας 54 χρόνων. Σπεύδει από τους πρώτους να ενταχθεί στην «πνευματική επιστράτευση», εγκαταλείπει την πανεπιστημιακή του έδρα και φεύγει για το μέτωπο. Και εκεί, στο βομβαρδιζόμενο Αργυρόκαστρο, δίνει το δικό του αγώνα, τον αγώνα του πνεύματος και της επιστήμης: περιδιαβαίνει την περιοχή και ψάχνει για τα ίχνη του Ελληνισμού. Εντοπίζει ελληνικές επιγραφές, μελετά τα χειρόγραφα της μητρόπολης Αργυροκάστρου, τα περιγράφει, κρατά σημειώσεις. Η δράση του εκείνη στα μοναστήρια της Β. Ηπείρου αποδείχτηκε διορατική: οι σημειώσεις που είχε κρατήσει τότε συγκρότησαν αργότερα πολύτιμα βοηθήματα για την επιστήμη. Και η καταγραφή των χειρογράφων που έκανε στη Β. Ήπειρο είχε σαν αποτέλεσμα να διασωθεί η μνήμη ενός μεγάλου μέρους από τον πλούτο της ελληνικής κληρονομιάς που χωρίς την παρέμβασή του εκείνη θα είχε οριστικά χαθεί.

Η εικόνα αυτή διαγράφει με λιτές γραμμές τον άνθρωπο που στον αιώνα μας δούλεψε από τους πρώτους -ίσως ο πρώτος- ακαταπόνητα και με πάθος για την επιστήμη της Μεσαιωνικής και της Νεοελληνικής Ιστορίας και Γραμματείας. «...Την ιστορία του έθνους του την ζούσε όχι σαν ένα απλούν μελέτημα και ενασχόλημα της ζωής του, αλλά σαν ένα εντρύφημα που έτρεφε με πλούσιους χυμούς την πατριωτικήν ψυχήν του» έλεγε μπροστά στο σκήνωμα του Βέη ο Αργυροκάστρου Παντελεήμων, που τον είχε ζήσει για πέντε μήνες τότε από κοντά και είχε παρακολουθήσει το έργο του.

Τα κριτήρια της επιλογής των προσώπων που παρουσιάζονται στο Αφιέρωμα αυτό των ΝΕΩΝ τα έχει εκθέσει ο επιμελητής της σειράς στο εισαγωγικό του σημείωμα· εγώ θα αποτολμήσω τη δική μου αποτίμηση στο ερώτημα γιατί ο Νίκος Βέης έχει τη θέση του ανάμεσα σε εκείνους που σημάδεψαν, στον αιώνα μας, την ελληνική πολιτική, κοινωνική και πνευματική ζωή.

Ο Νίκος Βέης αξίζει τη θέση αυτή, επειδή η δράση του απλώθηκε και στις τρεις αυτές εκφάνσεις της ζωής, στην πνευματική με εντυπωσιακούς σε όγκο και ποιότητα καρπούς, στην κοινωνική με αντιπαραθέσεις αλλά ταυτόχρονα και με φανατικούς θαυμαστές· τέλος στον πολιτικό στίβο, με ενεργή αλλά πιο περιορισμένη δράση. Και ακόμα, ήταν ένας άνθρωπος με σπινθηροβόλο πνεύμα, προσωπική χάρη και ακάματη δραστηριότητα.

Είχε γεννηθεί στην Τρίπολη, το τρίτο αγόρι της οικογένειας, το 1882 σύμφωνα με τα επίσημα χαρτιά, το 1886 σύμφωνα με το δικό του βιογραφικό σημείωμα που υπέβαλε στην Ακαδημία Αθηνών. Τα τρία αδέλφια μεγαλώνουν χωρίς το πατρικό στήριγμα, αφού ο Αθανάσιος Βέης, καθηγητής στην Τρίπολη, χάθηκε όταν ο Νίκος ήταν μόλις εννιά χρονών. Η οικογένεια εγκαθίσταται στην Αθήνα, όπου τα παιδιά θα παρακολουθήσουν τις εγκύκλιες σπουδές και θα πάρουν και οι τρεις πανεπιστημιακή μόρφωση, ακολουθώντας διαφορετικές επιστημονικές κατευθύνσεις: ο Κωνσταντίνος θα σπουδάσει Χημεία, ο Άγις Ιατρική και ο μικρότερος, ο Νίκος, Φιλολογία. Ο Άγις γρήγορα θα εγκατασταθεί στην Αίγυπτο και θα ασκήσει εκεί την Ιατρική. Των άλλων δύο οι δρόμοι ήταν κατά κάποιον τρόπο παράλληλοι: τελειώνουν και οι δύο στην Αθήνα τις πανεπιστημιακές τους σπουδές, μετά φεύγουν στο εξωτερικό, για να ξανασυναντηθούν αργότερα, καταξιωμένοι επιστήμονες, στις συνεδριάσεις της Συγκλήτου του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου και οι δύο έχουν καταλάβει πανεπιστημιακές έδρες, αλλά και της Ακαδημίας Αθηνών, της οποίας και οι δύο αποτελούν τακτικά μέλη.

Ο Νίκος είχε δείξει από νωρίς τη φλόγα του για τη μελέτη των πηγών της ιστορίας: τον ενδιαφέρουν χειρόγραφα, επιγραφές, χρονογραφικά σημειώματα, κάθε τι που μπορεί να κρύβει πρωτότυπες πληροφορίες για τη βυζαντινή και τη νεοελληνική Ιστορία και Γραμματεία. Ήδη σε ηλικία δεκαοκτώ χρονών εργάζεται στο Τμήμα Χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης και εξοικειώνεται με την παλαιογραφία, την κωδικολογία, την περιγραφή των κωδίκων. Τότε αρχίζει να δημοσιεύει στα προοδευτικά περιοδικά «Νουμάς» και «Παναθήναια» μικρά άρθρα ενημερωτικού χαρακτήρα για τις βυζαντινές και νεοελληνικές σπουδές, ενώ τολμά, τόσο νέος ακόμα, να δημοσιεύσει τις πρώτες του μελέτες σε θέματα που αναφέρονταν κυρίως στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Αρκαδία («Αρκάδες ποιηταί», «Οι Αρκάδες εν ταις επιστήμαις και καλαίς τέχναις», «Έγγραφα αφορώντα εις την πολιορκίαν και άλωσιν της Τριπόλεως»).

Με τους μαθητές του σε γυμναστήριο της Χίου, Μάιος 1950

Μετά τα πρώτα αυτά βήματα, από τον επόμενο κιόλας χρόνο η επαφή του με τα χειρόγραφα αρχίζει να γίνεται «επαγγελματική». Το 1902 δημοσιεύει σε δύο επιστημονικά περιοδικά κύρους, την Επετηρίδα του Παρνασού και το Δελτίο της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας, μελέτες που βασίζονται σε χειρόγραφα της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος, προδιαγράφοντας έτσι τον βασικό πυρήνα των μελλοντικών ενασχολήσεών του: να εντοπίζει, να συναρμόζει και να μελετά τα κομμάτια και τα θρύψαλα της ιστορίας, τα υλικά και πνευματικά ίχνη της παρουσίας του ανθρώπου, με στόχο να στηρίζονται τα ιστορικά συμπεράσματα σε γερά θεμέλια. Είναι μόλις 17 χρόνων όταν γράφει για την προσπάθειά του να εντοπίσει και να συγκεντρώσει μνημεία της αρκαδικής ιστορίας: «...Εισδύοντες εντός ανηλίων υπογείων, νεκρώσαντες προηγουμένως την όσφρησιν, και αναδιφούντες ευρωτιώντα κιβώτια ηδυνήθημεν να διασώσωμεν από της σήψεως ή των χειρών προγάστορός τινος παντοπώλου πλείστα χειρόγραφα ου μικρόν συμβάλλοντα εις την συμπλήρωσιν και διασάφησιν της ιστορίας...».

Η πληθωρική ωστόσο προσωπικότητά του δεν περιορίζεται σε αυτό μόνο το αντικείμενο· τα επιστημονικά του άρθρα πληθαίνουν και απλώνονται σε δημώδη ποιήματα, σιγιλλογραφία, καταλόγους και περιγραφές χειρογράφων, επιγραφών. Δουλεύει ασταμάτητα σε βιβλιοθήκες της Ελλάδας, στη Ζάκυνθο, στην Κέρκυρα, στο Μυστρά· διατρέχει την Πελοπόννησο, Μονεμβασία και Καλαμάτα, Αγία Λαύρα, το Μέγα Σπήλαιο, Γορτυνία, Ναύπλιο, Μεσσηνία και δημοσιεύει μελέτες για επιγραφές, χειρόγραφα και κώδικες μοναστηριών, για λαϊκές παραδόσεις και λαογραφικά θέματα· ακόμα, εργάζεται για ένα διάστημα ως επόπτης στην ανασκαφή της Φιγαλείας.

Το 1908 υποστηρίζει τη διδακτορική του διατριβή: ανακηρύσσεται διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Αθήνας. Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς φεύγει για τα Μετέωρα. Ο μύθος για τους υπαρκτούς ή ανύπαρκτους θησαυρούς των μοναστηριών -που υπήρχαν ίσως εκεί, κρυμμένοι και άγνωστοι- πρέπει να ξεκαθαρίσει. Τριγυρνά στους χώρους των μονών, χτυπά τους τοίχους, σκαρφαλώνει στους τρούλους αναζητώντας να του αποκαλύψουν το μυστικό τους, κάποια κρύπτη ίσως πίσω από τους σοβάδες ή κάτω από τα δάπεδα. Και πράγματι, κρυμμένα με επιμέλεια ανάμεσα σε διπλούς τοίχους ή ξεχασμένα σε κλειστά κελιά ανακαλύπτει τα χειρόγραφα που σήμερα κοσμούν τις βιβλιοθήκες των μονών. Πέφτει με πάθος στη δουλειά: μέσα σε απίστευτα μικρό διάστημα, λίγους μήνες των ετών 1908-1909, καταφέρνει να περιγράψει μόνος πάνω από χίλιους κώδικες, δουλειά που σήμερα θα απαιτούσε να εργάζεται ολόκληρη ομάδα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Και ακόμα, αντιγράφει έγγραφα, περιγράφει κειμήλια, επιγραφές. Ξαναγυρίζει το 1945-1947 και πάλι το 1953 με σκοπό να ολοκληρώσει τις λεπτομέρειες ενός καταλόγου που από το 1910 ήλπιζε να δημοσιεύσει και που τελικά άρχισε να εκδίδεται το 1967. Αποτελεί μια μνημειώδη πολύτιμη για την Επιστήμη τετράτομη έκδοση, δουλεμένη από τα κατάλοιπα του Βέη, τα οποία εμπιστεύθηκαν οι δικοί του άνθρωποι, οι λόγιες γυναίκα και κόρη του, στο Κέντρο Ερεύνης του Μεσαιωνικού και Νέου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών.

Ο Βέης με τους Αλέξ. Σβώλο και Σταύρο Κανελλόπουλο

Το διάστημα που ο Νίκος Βέης δούλεψε στα Μετέωρα, η Θεσσαλία ζούσε με την ένταση του αγροτικού ζητήματος, που θα κορυφωθεί με τα γεγονότα στο Κιλιλέρ. Ο νεαρός σοσιαλιστής φιλόλογος, συνεπαρμένος από το αγωνιστικό κλίμα και έχοντας ζήσει από κοντά τα προβλήματα των αγροτών θέτει υποψηφιότητα για βουλευτής στην περιφέρεια Καρδίτσας-Τρικάλων-Καλαμπάκας με το Λαϊκό και Εργατικό Κόμμα. Δεν εκλέγεται όμως και τον επόμενο χρόνο φεύγει για τη Γερμανία.

Στον πρόσφορο πνευματικό περίγυρο στον οποίο βρέθηκε εκεί, τα επιστημονικά του χαρίσματα γρήγορα γίνονται αντιληπτά: τού ανατίθεται να διδάξει σε σεμιναριακά μαθήματα Βυζαντινή και Μεσαιωνική Ελληνική Φιλολογία. Ο Α΄ παγκόσμιος πόλεμος, που τον βρίσκει στο Βερολίνο, παρασύρει στη δίνη του τα δύο μεγάλα περιοδικά βυζαντινών σπουδών, το Byzantinische Zeitschrift και το Vizantijskij Vremennik, που αναστέλλουν την έκδοσή τους. Ο Νίκος Βέης, μόλις οι συνθήκες το επιτρέπουν, τολμά: αποφασίζει την έκδοση ενός νέου περιοδικού για να καλύψει το κενό που είχε δημιουργηθεί. Το νέο περιοδικό όμως δεν περιορίζεται πλέον στο χώρο του Βυζαντίου, απλώνεται -μαζί με τα ενδιαφέροντα του εμπνευστή του- στις Νεοελληνικές Σπουδές, που για πρώτη φορά εμφανίζονται ως αντικείμενο μελέτης στο διεθνή χώρο. Το περιοδικό του το ονομάζει Byzantinische-Neugriechische Jahrbücher. Στο περιοδικό αυτό δίνει όλες του τις δυνάμεις ως το 1925, οπότε εκλέγεται από το Πανεπιστήμιο Αθηνών στη νέα έδρα που ιδρύεται γι' αυτόν, της «Μεσαιωνικής και Νεωτέρας Ελληνικής Φιλολογίας».

Όταν η σύγκλητος του Καποδιστριακού τον εξέλεξε παμψηφεί για την έδρα αυτή, χωρίς δισταγμό εγκαταλείπει το Βερολίνο που τον είχε φιλοξενήσει 14 χρόνια και μεταφέρει στην Αθήνα τον ενθουσιασμό του, το περιοδικό του, τη διδασκαλία του. Δίνεται στη διδασκαλία με τη φλόγα και το πάθος που χαρακτήριζε όλες του τις ενέργειες, δημιουργεί έναν κύκλο φανατικών μαθητών, που δουλεύουν μαζί του στις αίθουσες διδασκαλίας και στο Σπουδαστήριο Νεοελληνικής Φιλολογίας που διευθύνει. Τις παραδόσεις του παρακολουθεί και εξωπανεπιστημιακό ακροατήριο, καθώς γοητεύει πολλούς με την απέραντη μνήμη του, το σπινθηροβόλο λόγο του και το εύρος των γνώσεών του· με την ίδια άνεση κινιέται ανάμεσα σε «Ελληνίδες βιβλιογράφους» και σε «Τραγούδια της αγάπης», στον «Μανουήλ Ραούλ Παλαιολόγο» και σε «Υποβολιμαίον δίστιχον του Σολωμού», σε «Αρκάδες ποιητές» και σε «Fragments d' un chrysobulle du couvent de Lycousada (Théssalie)».

Ο Βέης με τη σύζυγό του στο Λουτράκι, 1951

Παράλληλα, στην Αθήνα συνεχίζει την έκδοσή του περιοδικού του, που φιλοξενεί στις σελίδες του τις μελέτες των νεοελληνιστών, ενώ η σειρά αυτοτελών δημοσιευμάτων γίνεται το φυτώριο πολλών νέων επιστημόνων, που βρίσκουν χώρο για να δημοσιεύουν τις διδακτορικές τους διατριβές.

Όμως, η 4η Αυγούστου διακόπτει τον ενθουσιασμό: ο πανεπιστημιακός δάσκαλος αντιστέκεται με σθένος και αρνείται να δεχτεί ως συναδέλφους τους συνεργάτες του καθεστώτος Μεταξά· και βέβαια απομακρύνεται από την έδρα του. Το 1940 φεύγει, όπως είπαμε, στο μέτωπο της Β. Ηπείρου, όπου περιγράφοντας τα ελληνικά χειρόγραφα που βρίσκει εκεί περισώζει την ελληνική παρουσία στο χαμένο αυτό τμήμα του Ελληνισμού. Το 1941 οι υπηρεσίες του στην Επιστήμη αναγνωρίζονται από την Ακαδημία Αθηνών, που τον εκλέγει τακτικό μέλος της.

Η ορμητικότητα και το πάθος που χαρακτήριζαν τις ενέργειες του Νίκου Βέη φαίνεται πως δεν μπόρεσαν να εξαντληθούν στον πανεπιστημιακό μόνο χώρο. Η στενότερη γνωριμία του στη Γερμανία με τον Αλέξανδρο Σβώλο τού έδωσε την ευκαιρία να γνωρίσει από πιο κοντά πώς ο πνευματικός εκείνος άνθρωπος μπορούσε να διοχετεύει τις ιδέες του όχι μόνο στο χαρτί αλλά και στην καθημερινή πράξη· γοητευμένος και συνεπαρμένος από το Σβώλο στρέφει ένα μέρος της δραστηριότητάς του στην πολιτική: μπαίνει ξανά στην πολιτική ζωή, ανανεώνοντας τη νεανική αμαρτία του 1910. Η ιδεολογική συγγένεια με τον Σβώλο και η προσωπική σχέση μαζί του τον οδηγούν στο ΕΑΜ. Μολονότι όμως δηλώνει δημόσια, σε άρθρο του στην εφημερίδα «Καθημερινή»: «Ουδέποτε ηνέχθην τον φασισμόν, είτε τον ερυθρόν είτε τον λευκόν», οι καιροί δεν ανέχονται ελεύθερα πνεύματα: βρισκόμαστε στο 1946 και το αποτέλεσμα της πολιτικής του δράσης είναι η οριστική παύση του από το Πανεπιστήμιο. Το 1950 εκτίθεται ως υποψήφιος του Σοσιαλιστικού κόμματος ΕΛΔ του Αλέξανδρου Σβώλου και εκλέγεται βουλευτής Αθηνών. Πεθαίνει στην Αθήνα το 1958.

Όταν καλείται κάποιος να διαγράψει την προσωπικότητα ενός ανθρώπου, πρέπει να αναζητήσει το κεντρικό χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς του, το νήμα που συνδέει τις εκφάνσεις της παρουσίας του και τους δίνει ενότητα, εκείνο που τον κάνει να ξεχωρίζει. Όταν πρόκειται όμως για μια σύνθετη προσωπικότητα όπως ο Νίκος Βέης, μια προσωπικότητα που εκφραζόταν σε πολλαπλούς τομείς, το εγχείρημα αυτό απαιτεί μεγάλη προσοχή και γνώση. Πολλοί από εκείνους που τον γνώρισαν μιλούν για τη χάρη και το χιούμορ του, τους ευγενικούς του τρόπους, το ήθος και το πείσμα του. Η αφοσίωσή του στην επιστήμη και η ακάματη δραστηριότητά του έδιναν σε μερικούς την εντύπωση της ιδιορρυθμίας. Όμως κάτι άλλο συνέβαινε: «Θαρώ πως εστάθηκε ο άνθρωπος που δεν βαρέθηκε ποτέ», έγραφε ο Κ. Θ. Δημαράς κάνοντας τον δικό του απολογισμό, λίγες μέρες μετά το θάνατο του Βέη: «Ένας διονυσιασμός τον συνείχε όταν επλησίαζε στο αντικείμενο των μελετών του, μια αληθινή εμπνοή τον κατείχε όταν εμιλούσε για τα θέματα που του είταν αγαπητά, όταν τα εστοχαζόταν».

Σε ένα διάλογο με τον εαυτό του ο Νίκος Βέης είχε σημειώσει: «Μακάρι να πεθάνω κ' εγώ όπως ο πατέρας μου: ορθός επάνω σε διδακτική έδρα λέγοντας τ' αληθινά και τα ωραία, συγκινώντας πιστούς διαδόχους...». Ο Νίκος Βέης, ο σοφός -όπως τον αποκαλούσαν πολλοί- ερευνητής της ιστορίας, δεν έζησε στο περιθώριο της ζωής κρυμμένος στο γραφείο του. Εργάστηκε σαν ενεργός πολίτης, συνεπαρμένος από το πάθος για τη σπουδή της ιστορίας του τόπου του, αφήνοντας πίσω μια πλούσια ζωή, όπως αυτός εννοούσε τον πλούτο: πολλά, περισσότερα από 600, δημοσιεύματα, πολλούς πιστούς μαθητές και μια γενικευμένη εικόνα του ερευνητή που δόθηκε σε ευγενικούς αγώνες.