Μνήμες πολέμου

Λούλα Λιάπη, εφ. Τα Μετέωρα, 21/10/2005

Κάθε χρόνο ο μήνας Οκτώβριος μας ξυπνάει, χίλιες θλιβερές αναμνήσεις. Επειδή η μνήμη με το πέρασμα του χρόνου εξασθενεί και φεύγει σαν τα πουλιά, που φεύγουν σαν τα όνειρα που σβήνουν όταν ξημερώνει, καλό είναι τα ιστορικά γεγονότα, να καταγράφονται από ιστορικούς για να τα διαβάζουν οι νεότερες γενιές και να αντλούν παραδείγματα...

Οι λαοί που ξεχνούν την ιστορία τους, είναι καταδικασμένοι να χαθούν...

Από τότε πέρασαν πολλά χρόνια, και οι θυσίες των ανθρώπων προς τη πατρίδα, δεν έχουν ακόμη αναγνωριστεί και τείνουν να ξεχαστούν...

Την αφήγησή μου αυτή την αφιερώνω, στην γενιά του 1940, σαν φόρο τιμής για την προσφορά τους στην Πατρίδα. Στη γενιά με τα μεγάλα ιδανικά 65 χρόνια που έχουν περάσει, η λάμψη της εξακολουθεί ν' ακτινοβολεί στις καρδιές των Ελλήνων.

Ήταν η τελευταία νύκτα του Οκτώβρη που οι Καλαμπακιώτες και όλη Ελλάδα, κοιμούνταν ήσυχη, κανείς δεν μάντευε την καταιγίδα που θα ξεσπούσε το ξημέρωμα...

Ήρθε σαν μπόρα, σαν καταιγίδα, όπως τραγουδούσε η μεγάλη μας Βέμπο, και αφού γκρέμισε σπίτια, βούρκωσε μάτια, και αίματα γέμισε τα μονοπάτια. Πέρασε αφήνοντας, πίσω της ορφανά και μαυροφορεμένες γυναίκες, και πολλά ερείπια.

Ώρα 6η πρωινή του Οκτωβρίου ξαφνικά οι καμπάνες της Εκκλησίας μας χτυπούσαν ασταμάτητα. Όλοι οι άνθρωποι πετάχτηκαν ανήσυχοι, οι καμπάνες δεν χτυπούσαν ν' αναγγείλουν κάποιο χαρμόσυνο γεγονός, αλλά να διαλαλήσουν τη μεγάλη συμφορά της Ελλάδας, την κήρυξη του πολέμου.

Η πόρτα του Δωματίου που κοιμόμασταν με την αδελφή μου άνοιξε, μπαίνει ο πατέρας μας κάθισε στο κρεβάτι μας και μας λέγει όσο ήσυχα μπορούσε. "Παιδιά μου ξυπνήστε έχουμε πόλεμο, μας τον κήρυξαν οι Ιταλοί." Και πάει προς το παράθυρο κοιτάζοντας στο απέναντι σπίτι οι άνθρωποι είχαν ξυπνήσει και τρομαγμένοι ετοίμαζαν τα αγόρια τους που ήταν στρατεύσιμα.

Βλέποντας τον πατέρα μας στο παράθυρο, και πριν προλάβει να τους ρωτήσει τον φωνάζουν Χρήστο κηρύχτηκε πόλεμος, έγινε γενική επιστράτευση.

Στην αρχή αυτό που ακούσαμε μας φάνηκε παράξενο. Γιατί εμείς δεν πειράξαμε κανένα ποτέ, δεν έφτασε το μυαλό μου, να φαντασθεί τι επακολουθούσε αργότερα...

Οι άνθρωποι ξεχύθηκαν στους δρόμους τ' αγόρια έτρεχαν στο πλησιέστερο σταθμό να ντυθούν στο χακί...

Το απόγευμα όλοι Καλαμπακιώτες και μαζί μ' αυτούς και οι οικογένειά μου πήγαμε στο καφενείο του Φάλλα, (στη σημερινή οδό Ιωαννίνων) και από εκεί παρακολουθούσαμε την ατέλειωτη γραμμή των φαντάρων, ντυμένοι όλοι στο χακί, άλλοι επάνω στ' αυτοκίνητο και περισσότεροι πεζοί...

Πρώτοι πέρασαν οι θρυλικοί τσολιάδες με τις γραφικές στολές τους και τα τσαρούχια τους που τους ύμνησε ο λαός μας... ακολουθούσε το πεζικό. Όλοι ήταν χαρούμενοι και μας χαιρετούσαν τραγουδώντας πατριωτικά τραγούδια, λες και πήγαιναν στο γλέντι.

Οι στιγμές ήταν συγκινητικές, εκείνοι με την πίστη που στην μεγάλη μας μάνα μας την Παναγιά μας, πήγαιναν ν' αντιμετωπίσουν δυο από τους ισχυρότερους στρατούς της Ευρώπης.

Έτσι όπως τους έβλεπα χαρούμενους να βαδίζουν  προς τον πόλεμο, μου θύμισαν τον Δάσκαλό μας Αλέξη Αλεξίου.

Όταν μας δίδασκε το μάθημα της ιστορίας για τη μάχη του Μαραθώνα, μεταξύ Ελλήνων και Περσών μας έλεγε, όταν ο Δαρείος έστειλε αγγελιοφόρους στους Έλληνες να παραδοθούν τους βρήκαν να λούζονται να καλοταΐζονται να τραγουδούν.

Κάτι παρόμοιο συνέβαινε και εδώ. Στις επόμενες μέρες διάφορα σημεία του  μετώπου άρχισαν οι εχθροπραξίες.

Οι άνθρωποι παρακολουθούσαν τα γεγονότα με κομμένη την ανάσα περιμένοντας κάθε βράδυ ν' ακούσουν τις ειδήσεις από το ραδιόφωνο του Τσαρουχά κι αυτό γινόταν κάθε βράδυ γιατί στην ημέρα είχανε επιδρομές των ιταλικών αεροπλάνων.

Τ' αποτελέσματα δεν άργησαν να φανούν.

Στην αρχή είχαμε κάποιες ατυχίες, αργότερα οι νίκες διαδέχονταν η μία την άλλη, καθημερινά ακούγαμε πως έπεφτε το ένα οχυρό.

Δεν θα ξεχάσω το ξεφάντωμα που έγινε στην πλατεία μας από τους Καλαμπακιώτες όταν έπεσε η Κορυτσά, μαζεύτηκαν μεγάλοι και μικροί και έστησαν χορό...

Ο πόλεμος συνεχίζονταν πολύ σκληρός, ο Στρατός μας είχε ν' αντιμετωπίσει όχι ένα στρατό άριστα εξοπλισμένο, αλλά και ένα φοβερό μακρύ χειμώνα...

Τα οχυρά της Ευρώπης γραμμή Μαζινό και Σιγκρίφι, έπεφταν σαν χάρτινοι πύργοι από τις ορδές των Ούνων...

Τα παιδιά της μικρής Ελλάδας με απαράμιλλο θάρρος και ηρωισμό έστηναν τρόπαια στα χιονισμένα βουνά, της Αλβανίας και έγραφαν με το αίμα τους, την ιστορία της νεότερης Ελλάδας αφήνοντας κατάπληκτη όλη την ανθρωπότητα...

Ο Τσώρτσιλ έλεγε, "κάποτε λέγαμε πως οι Έλληνες πολεμούσαν σαν ήρωες, τώρα θα λέμε πως οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες".

Και ο Γεώργιος Βλάχος έγραφε στην Εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ. "Έτσι νέοι του 40, τραβήξτε εμπρός και άφοβα, τον δρόμο που σας ανοίγει η σημερινή Ελλάς, είναι μεγάλος σαν την απόφαση που πήρε ίσως, σαν τη λόγχη την άκαμπτη λευκή σαν το χιόνι, που πέφτει στην οροσειρά του Μετώπου. Τραβήξετε λοιπόν άφοβα τον ωραίο και μεγάλο δρόμο της Δόξας"...

Στο προσκλητήριο αυτό, δεν έμειναν αμέτοχες και οι γυναίκες του βουνού και του κάμπου της Πίνδου σαν άλλες Σουλιώτισσες. Έτρεξαν να βοηθήσουν μεταφέροντες πολεμοφόδια στις πλάτες ανεβαίνοντας στα κακοτράχαλα χιονισμένα βουνά.

Στον κάμπο πλέκοντας κάλτσες και φανέλες, γάντια, κουκούλες.

Άλλες έτρεξαν σαν εθελόντριες αδελφές, στις προχωρημένες γραμμές του μετώπου, και άλλες στα μετόπισθεν και στάθηκαν δίπλα στους φαντάρους σαν στοργικές μάνες στο κρεβάτι του πόνου...

Στο Καστράκι στο κτίριο του παλαιού Δημοτικού Σχολείου υπήρχε Στρατιωτικό Νοσοκομείο...

Θυμάμαι πως ορισμένες κυρίες της Καλαμπάκας οι κ. Παγώνη Βουλγαροπούλου και άλλες μεταξύ αυτών και η μητέρα μου επισκέφθηκαν τα Χριστούγεννα το Νοσοκομείο, και μοίρασαν γλυκά και δώρα στους φαντάρους μας...

Κοντά στις χαρές της νίκης νιώσαμε και λύπες όταν άρχισαν να έρχονται τα άσχημα αποτελέσματα του πολέμου.

Στην γειτονιά μας σκοτώθηκαν δυο παλικάρια ο Σωτήρης Καλοστύπης και ο Σπύρος Σπυρόπουλος ανιψιός της θείας Μαριγούλας Λιαπίδου...

Οι μάχες συνεχίζονταν όλο τον χειμώνα. Ο άμαχος πληθυσμός περνούσε στα καταφύγια, μην ξεχνάμε είχαμε και επιδρομές αεροπλάνων, γιατί στη Βασιλική είχαμε αεροδρόμιο με ελάχιστα αεροπλάνα, από ένα μικρό πλήρωμα που στάθηκαν με ηρωισμό, από ότι άκουγε από τον πατέρα μου ήταν ο Καλαμπακιώτης Βαγγέλης Ιωνάς και ο Κέλλας που η μητέρα του ήταν Καστανιώτισα που αντιστάθηκαν και αργότερα όταν ήλθαν και οι Γερμανοί και βομβάρδισαν το αεροδρόμιο της Βασιλικής. Την άνοιξη οι Ιταλοί ανασυντάχθηκαν με στρατό και άρχισε η εαρινή επίθεση των Ιταλών. Σε αυτή την επίθεση ήρθε και ο Μουσολίνι για να την παρακολουθήσει αυτός και να εμψυχώσει. Ήταν το περίφημο ύψωμα του 731.

Το ύψωμα 731 κατέστη σύμβολο αγώνα και ηρωισμού κατά τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940 και συγκεκριμένα κατά την διάρκεια της μεγάλης εαρινής επίθεσης του Ιταλικού Στρατού από 9ην μέχρι την 24ην Μαρτίου το 1941.

Με την αναμενόμενη επιτυχία της επίθεσης τους οι Ιταλοί θα μπορούσαν στη συνέχεια να προελαύνουν από την κοιλάδα του  ποταμού Αώου προς τα Ιωάννινα.

Για την επίθεση αυτή ήταν ήδη παρατεταγμένες από ιταλικής πλευράς 25 μεραρχίες, 3 συντάγματα ιππικού, 4 συντάγματα Βερδουλέρων, 1 σύνταγμα Γρεναδιέρων και άφθονα αεροπλάνα.

Από Ελληνικής πλευράς Β' Σώμα Στρατού και οι Μεραρχίες μας I, V, XI, XV και ενισχύθηκαν με τις Μεραρχίες μας I.V., X.I, X.V.

Στις 6 το πρωί της 9ης Μαρτίου άρχισε η μεγάλη επίθεση των Ιταλών και διήρκησε μέχρι 23 Μαρτίου 1941 ο Μουσολίνι απογοητευμένος απεχώρησε από το μέτωπο και επέστρεψε στη χώρα του. Το ύψωμα αυτό καλύφθηκε από τους Έλληνες.

"Στη μάχη εκτός των άλλων από τις Μεραρχίες ήταν και ένας Καλαμπακιώτης ο Ταγματάρχης Αντώνης Γούλας που πριν δύο χρόνια τίμησε τα παιδιά του η Στρατιωτική Λέσχη Τρικάλων".

Οι απώλειες αυτές της 1ης Μεραρχίες έφτασαν στους 19 νεκρούς Αξιωματικούς 37 τραυματίες Αξιωματικούς και οπλίτες.

Οι απώλειες ήτανε μεγάλε από τους Έλληνες κάπου 2000 οπλίτες και αξιωματικούς οι δε Ιταλοί όπως έλεγε ο Στρατηγός Καμπαλέρο σ' αυτόν τον τομέα 500 χιλ. νεκροί.

Την εποχή αυτή αρχές Απριλίου μας επιτέθηκαν και οι Γερμανοί. Οι στρατιώτες μας αμύνθηκαν υπεράνθρωπα στα οχυρά του Ρούπελ η μάχη ήταν άνιση και σιγά σιγά άρχισε η κατάρρευση του μετώπου.

Οι Γερμανοί αναγνώρισαν τις θυσίες των στρατιωτών μας, και ο διοικητής της Γερμανικής Μεραρχίας συνεχάρη τον Έλληνα διοικητή για την ανδρεία τους...

Στις 18-4-1941 ημέρα της Μεγάλης Παρασκευής οι Γερμανοί κατέλαβαν την Καλαμπάκα και σε λίγες ημέρες όλη τη χώρα εκτός της Κρήτης όπου ολόκληρος ο πληθυσμός αμύνθηκε με πρωτόγονα μέσα και ανάγκασαν τους Γερμανούς να καθυστερήσουν την απόβαση στη Μέση Ανατολή και το Ρωσικό μέτωπο...

Από την καθυστέρηση της κατάληψης της Ελλάδας κρίθηκε η μετέπειτα έκβαση του πολέμου...

Η αδούλωτη ψυχή μας μετά την κατάληψη άρχισε να ανασυντάσσει τις δυνάμεις της και έτσι το 1941 η ίδια γενιά του 40 δημιούργησε την εθνική μας Αντίσταση στην αρχή με σαμποτάζ και που αργότερα φούντωσε σε βουνά και κάμπους και στη Μέση Ανατολή όπου είχανε καταφύγει πολλοί.

Όλοι πολέμησαν ηρωικά και δόξασαν την πατρίδα μας έως την ημέρα της απελευθέρωσης τη χώρα από τα Στρατεύματα της κατοχής.

Διερωτώμαι από που αντλεί αυτή τη δύναμη η αθάνατη και αδούλωτη ψυχή μας που αψηφά το θάνατο και μετατρέπει τον πόλεμο σε τραγούδι όπως λέει και ένα τραγούδι της Αντίστασης.

Ένα τραγούδι είναι η πνοή σου

καθώς στη μάχη ροβολάς

Τα τραγούδια του πολέμου και της Αντίστασης πρέπει να καταγραφούν γιατί όλα δείχνουν τον ηρωισμό της Ελληνικής ψυχής.

Αυτή η αυτοθυσία μήπως οφείλεται στην υπέρμετρη αγάπη προς τα ιδανικά που αναφέρω πιο επάνω.

Κάποιοι τη Λευτεριά ρωτήσανε

Ποιας μάνας είναι γέννα

και είπε πως τη γέννησε

το Ελληνικό το αίμα.

Ο πόλεμος ανήκει στο παρελθόν έκαναν το χρέος τους προς την πατρίδα. Δίνοντας πολλοί από αυτούς την ίδια τη ζωή τους. Εμείς με το πέρασμα του χρόνου τους ξεχάσαμε. Το έχω γράψει πολλές φορές ένα τύμβο που να θυμίζει αυτούς αλλά αυτοί "αλλού τυρβάζουν".

Η πατρίδα μας περνάει δύσκολες στιγμές. Όλοι που ζούμε σ' αυτόν τον τόπο είμαστε υπεύθυνοι για την ύπαρξή του. Ας είμαστε ενωμένοι για να δώσουμε τη σωστή κατεύθυνση στις καινούργιες γενιές.

Και η γενιά του 1940 είναι ο φάρος που θα την φωτίζει στο διάβα της.