Φλογισμένα χρόνια

Βούλα Τσιάρα, εφ. Τα Μετέωρα, 21/10/2005

Οκτώβρης, μήνας φθινοπωρινός και γιορταστικός. Αιώνες οι άνθρωποι τούτης της γης, ταύτιζαν τις ασχολίες και είχαν ορόσημο των εργασιών, τους πιο γλυκούς μήνες του έτους. Απρίλη και Οκτώβρη. Ταυτισμένος με την αναγέννηση της γης ο Απρίλης. Με τη σπορά και την συγκομιδή ο Οκτώβρης. Αρχαίες συνήθειες. Απ' τον Αϊ - Γιώργη, στον Αϊ - Δημήτρη. Γι' αυτό η μοίρα διάλεξε τους μήνες αυτούς να παίξει άσχημο παιχνίδι και να φέρει την καταστροφή στον τόπο μας. Φαίνεται δεν ήσαν αρκετοί οι αιώνες υποδούλωσης ως την ανάκτηση της ανεξαρτησίας και ως την προσάρτηση το 1881 της Θεσσαλίας στην Ελλάδα. Η Καλαμπάκα από τον τουρκικό ζυγό, απελευθερώθηκε στις 24.10.1881.

Χωρίς να διαγράφει κανείς τους βαλκανικούς πολέμους, τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο και τη μικρασιατική καταστροφή, τα χειρότερα έμελλε να ζήσει η χώρα μας, μετά την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου στις 28.10.1940.

Τελευταίος σταθμός του τρένου η Καλαμπάκα έζησε έντονα τα γεγονότα της εποχής, αφού στρατός και εφόδια, απ' εδώ περνούσαν και προωθούνταν στο Αλβανικό μέτωπο.

Ήδη, από τις αρχές του φθινοπώρου έφθανε ο αχός των κανονιοβολισμών από τα βουνά της Ηπείρου στ' αυτιά των Καλαμπακιωτών, που εργάζονταν ειρηνικά στα χωράφια και αμπέλια, γεμίζοντας μ' ανησυχία τις καρδιές των ανθρώπων.

Έξι Καλαμπακιώτες στρατιώτες σκοτώθηκαν από τις πρώτες μέρες του πολέμου και πολλοί άλλοι τραυματίστηκαν στο πεδίο της μάχης.

Τον Απρίλη του 1941, λίγο πριν την κατάρρευση του Αλβανικού μετώπου, τα γεγονότα εξελίχθηκαν με χρονολογική σειρά. Η μεταξική δικτατορία  ταυτισμένη ιδεολογικά με τις μιλιταριστικές αντιλήψεις του φασισμού-ναζισμού, άφησε ανεκμετάλλευτη τη γενναιότητα των Ελλήνων και τα νικηφόρα μηνύματα που έφθαναν από τα βουνά της Β. Ηπείρου.

Τρόφιμα και πολεμοφόδια αποθηκευμένα στα μετόπισθεν δεν προωθούνταν στο μέτωπο με το ρυθμό που έπρεπε και ο στρατός έμεινε αβοήθητος.

Στην Καλαμπάκα, ο εφοδιασμός σε τρόφιμα και υλικό ήταν αποθηκευμένος, ατού Ρούβαλη τις αποθήκες. (Τοπογραφικά αυτές βρίσκονταν πίσω και κατά μήκος του τετραγώνου, όπου σήμερα είναι η Εθνική Τράπεζα).

Μ. Τρίτη, με τα Ιταλικά αεροπλάνα να υπερίπτανται της πόλης κι ενώ πολλοί κάτοικοι είχαν καταφύγει σε κοντινές σπηλιές στους πρόποδες του Άλτσου και της Αϊάς, οι αποθήκες άνοιξαν. Οι κάτοικοι της Καλαμπάκας και της ευρύτερης περιοχής έτρεξαν και άδειασαν το περιεχόμενό τους.

Τρόφιμα και ό,τι άλλο πήρε καθένας, έκρυψε όπως μπορούσε, για να μη περάσει στα χέρια των κατακτητών.

Με τις εξελίξεις να τρέχουν 20 με 23 του μήνα, εισέβαλαν οι Γερμανοί από τη Δυτ. Μακεδονία κατευθυνόμενοι προς Τρίκαλα και Καρδίτσα.

27 Απρίλη, οι Γερμανοί εισήλθαν στην Αθήνα.

Τις μέρες εισβολής οι φάλαγγες των κατακτητών περνούσαν από έρημες πόλεις και χωριά. Μόνον λίγοι επίορκοι προσκείμενοι στο καθεστώς Μεταξά και εραστές της ναζιστικής ιδεολογίας, έσπευσαν να υποδεχτούν τους κατακτητές στις εισόδους των πόλεων. Τέτοιοι άνθρωποι βρέθηκαν και στην Καλαμπάκα, που έσπευσαν να τους υποδεχτούν στη γέφυρα της σιδηροδρομικής γραμμής του Προφήτη Ηλία και να δηλώσουν υποταγή παραδίδοντας στους κατακτητές διπλωμένη την Ελληνική σημαία.

Την κατάληψη της χώρας, ακολούθησε το μοίρασμά της σε ζώνες ελέγχου, μεταξύ των κατοχικών δυνάμεων.

Με τον γεωγραφικό διαχωρισμό, η Θεσσαλία πέρασε στη δικαιοδοσία των Ιταλών. Έτσι άρχισε η μαύρη περίοδος της κατοχής…

1941 - 1944

Στην Καλαμπάκα άρχισε με την εγκατάσταση Ιταλικής διοίκησης. Η Ιταλική καραμπινιερία προχώρησε αμέσως σε επιτάξεις κτιρίων και σχολείων. Οι κατακτητές για να καθυποτάξουν τους λαούς, ανέκαθεν, προσεταιρίζονταν ντόπια στοιχεία. Πρόθυμοι υπήρξαν και στη μικρή μας πόλη, που συνεργάστηκαν με Ιταλούς και Γερμανούς. Μερικοί, μάλιστα, κυκλοφορούσαν με ιταλικές στολές.

Η προσαρμογή της ζωής στα κατοχικά δεδομένα βρέθηκε αντιμέτωπη και μ' αυτά τα φαινόμενα. Οι καταδότες έπιασαν, αμέσως δουλειά, προδίδοντας το άνοιγμα των αποθηκών και τα κρυμμένα όπλα στον Άγιο Στέφανο.

Με αποτέλεσμα ν' αρχίσουν οι έρευνες σε σπίτια και να γίνουν οι πρώτες συλλήψεις πολιτών.

Ο ηγούμενος του Αγίου Στεφάνου, Θεοφάνης Μπετσίστας, συνελήφθη για απόκρυψη όπλων και για την ίδια υπόθεση ο υπομοίραρχος Καλαμπάκας Γιάννης Καλαφατάκης με δυο χωροφύλακες, ο μπάρμπα - Θανάσης Τάκος (είχε νοικιασμένο το σπίτι του στον υπομ/ρχο) με τον γιο του Γιώργο. Ο τελευταίος κρεμάστηκε στο Δεμερλή (Παλαιοφάρσαλο) από τους Γερμανούς μ' άλλους 40 πατριώτες. Στα τηλεγραφόξυλα κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής.

Οι συλλήψεις, ως ήταν φυσικό, ενίσχυσαν το αίσθημα ανασφάλειας που διακατείχε τους πολίτες.

Ο πυρήνας της οργάνωσης των παλαιών κομμουνιστών που στη διάρκεια της μεταξικής δικτατορίας είχε ανασυσταθεί αντιστεκόμενος στο καθεστώς ενεργοποιείται, ανασυγκροτείται και πλαισιώνεται από ευρύτερη μερίδα έγκριτων Καλαμπακιωτών.

Πρώτος στόχος η ενίσχυση του ηθικού του πληθυσμού και η ενημέρωσή του, ώστε ν' αποφευχθεί κάθε επαφή με τους Ιταλούς. Παράλληλα η οργάνωση ανέλαβε και την ευθύνη στήριξης και προώθησης εφοδίων, φαρμάκων και υλικού στις νεοσύστατες ανταρτικές ομάδες των Χασίων.

Το καλοκαίρι ξανάνοιξαν τα σχολεία που είχαν κλείσει και λειτούργησαν διακοπτόμενα , ανά διαστήματα, στα εκκλησάκια του κέντρου της πόλης.

Έτσι κύλησε η ζωή το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του '41. Πρέπει δε ν' αναφερθεί, ότι πάγια τακτική των κατοχικών δυνάμεων ήταν να πλησιάζουν την αστική τάξη της κατεχόμενης χώρας, οι δε αξιωματικοί να εγκαθίστανται σε σπίτια  εύπορων αστών.

Οι  προβολές ταινιών και τα επίκαιρα προπαγάνδας που τις συνόδευαν, προορίζονταν για την ψυχαγωγία των κατοχικών στρατευμάτων, αλλά και του κοινού των πόλεων.

Σ' αυτό το πρόγραμμα εντάσσονται οι προβολές ιταλικών ταινιών στον τοίχο του κτιρίου της κεντρικής πλατείας.

Για να συγκεντρωθεί ο κόσμος οι Ιταλοί και οι συνεργάτες τους, περνούσαν από τις γειτονιές με τελάλη, που ανακοίνωνε το γεγονός.

Με την Tosca του Puccini άνοιξε ο κύκλος προβολής ταινιών στην Καλαμπάκα. Και παρά το τσουχτερό κρύο ο κόσμος αναγκάστηκε να την παρακολουθήσει, ένα Φθινοπωρινό απόβραδο του '41.

Φθινόπωρο του '41, Χειμώνας του '42. Στις μεγάλες πόλεις η πείνα θέριζε και οι μαυραγορίτες θησαύριζαν.

Με την αγροκτηνοτροφική της δομή η Καλαμπάκα, έσπρωξε κάπως τον καιρό. Λίγο η παραγωγή των νοικοκυριών, λίγο τα κρυμμένα τρόφιμα εφοδιασμού, έβγαλαν τον βαρύ χειμώνα οι Καλαμπακιώτες. Όμως από τον Μάρτη του '42 τα πράγματα έσφιξαν και το φάσμα της πείνας απλώθηκε στην πόλη.

Η επιβίωση δοκιμάζει και τις αντοχές. Πολλά και πολλές έσπασαν τότε και για να επιβιώσουν, συνήψαν σχέσεις με τους Ιταλούς.

Χαρακτηριστικό του φαινομένου, οι εξομολογήσεις στους μαθητές του κατά της ώρα της παράδοσης, του φιλολόγου καθηγητή Ζαχαριάδη που έλεγε: "Δεν ξέρω πως τα καταφέρει η γυναίκα μου και δεν έχουμε έλλειψη τροφίμων…".

Στις 27 Σεπτεμβρίου 1941 ιδρύεται το ΕΑΜ.

Σ' όλη την Ελλάδα οι αντιστασιακές οργανώσεις πληθαίνουν και απλώνονται. Στο Νομό Τρικάλων οι πολιτικές οργανώσεις στέλνουν αξιωματικούς του τακτικού στρατού στο βουνό να ενταχθούν στο αντάρτικο, που μέρα με τη μέρα δυναμώνει.

Σε πόλεις και χωριά τα κατοχικά μέτρα σκληραίνουν και οι κάτοικοι βρίσκονται αντιμέτωποι με τις εφόδους των Ιταλών για την εξεύρεση όπλων και την αρπαγή τροφίμων. Κατόπιν διαταγής, γίνονται έρευνες στα σπίτια των κυνηγών για τη συλλογή όπλων. Όσοι αρνήθηκαν να τα παραδώσουν συλλαμβάνονται και οδηγούνται κρατούμενοι στο αστυνομικό τμήμα στο Καστράκι. Μεταξύ των συλληφθέντων τότε, ήταν και ο πατέρας μου, Νίκος Τσιάρας. Η ιστόρηση των γεγονότων της περιόδου δεν έχει αρχή και τέλος. Η χρονιά του '42, χρονιά πείνας έχει στα θετικά της τις παραστάσεις έγκριτων Καλαμπακιωτών προς τον κατοχικό Νομάρχη Θεόδωρο Σαράντη για λήψη μέτρων προστασίας των πολιτών. Φως στο σκοτάδι δεν υπάρχει και η δολοφονία του τηλεγραφητή Γιώργου Νικητάκη (αδερφός της Μάρθας Λάππα) τον Δεκέμβρη στο σιδηροδρομικό σταθμό, όπως και του εμποροϋπαλλήλου Βασίλη Πιτσάκη, από τα Τρίκαλα, συνδέσμου των αντιστασιακών οργανώσεων της Καλαμπάκας, που σκοτώθηκε κι αυτός από τους Ιταλούς μετά από προδοσία, ενίσχυσε τους φόβους.

Η χρονιά του 1943 ξεκίνησε άσχημα. Στις 11 του Γενάρη εισέρχεται στην Καλαμπάκα η ανταρτική ομάδα του ταγματάρχη Γ. Κωστόπουλου. Επιδεικτικά παρελαύνει στο κέντρο της πόλης και αξιωματικοί της επισκέπτονται σπίτια συγγενών τους. Οι Ιταλοί θορυβημένοι κλείνονται στο κτίριο της Μαρίας Μπέντα κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό. Κατά την αποχώρησή τους οι Κωστοπουλικοί αντάλλαξαν πυρά με τους Ιταλούς, χωρίς απώλειες. Το άστοχο της ενέργειας Κωστόπουλου είχε, ως αποτέλεσμα, την πυρπόληση της οικίας Χαρ. Βουλγαρόπουλου. Την οικογένεια του συμβολαιογράφου είχε επισκεφθεί ο αξιωματικός Κων. Πατσαντζής.

Η συνέχεια των επεισοδίων, γράφεται στις 13 Γενάρη, όταν οι Ιταλοί συγκέντρωσαν τα' απομεσήμερο βίαια, όλους τους κατοίκους στην κεντρική πλατεία.

Ο κόσμος φθάνοντας στον τόπο συγκέντρωσης, βρέθηκε περικυκλωμένος με οπλοπολυβόλα στραμμένα επάνω τους και όλοι περίμεναν το τέλος. Το μαρτύριο κράτησε μέχρις αργά.

Ύστερα από πολύωρες συζητήσεις του προέδρου της κοινότητας Κώστα Δ. Αλεξίου ή Αλεξιάδη με την Ιταλική φρουρά -καθοριστική σημασία για το αποτέλεσμα είχε η παρέμβαση του Ιταλού αξιωματικού Φιορεντίνο που ήταν αρραβωνιασμένος με Καλαμπακιώτισσα και σκοτώθηκε στη μάχη της Μερίτσας- άφησαν τον κόσμο να φύγει. Κράτησαν μόνον και οδήγησαν στο στρατόπεδο Λάρισας τους Τάσο Μάη, γέρο Κώστα Σαράντη, Μηνά Οικονομίδη κι άλλον ένα. Ο πρώτος εκτελέστηκε στο Κούρναβο από τους Γερμανούς μαζί με άλλους 105 Πατριώτες.

Η αλληλουχία των γεγονότων εξελίσσεται ταχύτατα. Η Ιταλική φρουρά της Καλαμπάκας ενισχύθηκε πρόσθετα, μ’ ένα τάγμα και εξαπολύει επιδρομές σε χωριά της Επαρχίας. Έτσι το απόγευμα 9 Φλεβάρη, ιταλική δύναμη 380 στρατιωτών με βαρύ οπλισμό μαζί και οι ντόπιοι λεγεωνάριοι ξεκίνησαν για την Οξύνεια.

Στις τρεις μέρες παραμονής στο χωριό οι Ιταλοί βιαιοπράγησαν, λεηλάτησαν, έκαψαν σπίτια. Οι χωρικοί τρομοκρατημένοι διασκορπίστηκαν και πληροφόρησαν τον ΕΛΑΣ Χασίων για ότι είχε συμβεί. Το στρατιωτικό επιτελείο του ΕΛΑΣ της περιοχής, σχεδίασε αμέσως το χτύπημα. Παρακολουθώντας τις κινήσεις επιστροφής το πρωί 11 του Φλεβάρη αιφνιδίασε και χτύπησε την εχθρική φάλαγγα από στρατηγικές θέσεις. Οι Ιταλοί βρέθηκαν σε κλοιό, ακολούθησε σκληρή μάχη. Οι απώλειες των Ιταλών σε νεκρούς και πολεμικό υλικό μεγάλες.

Στο πεδίο της μάχης εγκαταλείφθηκαν 3 όλμοι, 6 πολυβόλα, 14 οπλοπολυβόλα, 300 όπλα, 2000 χειροβομβίδες, σφαίρες, κουβέρτες και άλλα εφόδια. Η νικηφόρα έκβαση της μάχης, πρόσθεσε σελίδα λαμπρή στην Ιστορία της Εθνικής Αντίστασης. Το χτύπημα στοίχισε τους Ιταλούς και απέσυραν από την Καλαμπάκα τα στρατεύματά τους. Η πόλη ανάσανε προσωρινά. Οι αντιστασιακές οργανώσεις ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, ΕΠΟΝ εγκαταστάθηκαν στην Πόλη. Το κλίμα ευφορίας που σκόρπισε η ήττα των Ιταλών, οδήγησε στην ομαδική προσχώρηση των Καλαμπακιωτών στις οργανώσεις και ιδιαίτερα της νεολαίας. Η επέτειος της 25ης Μαρτίου γιορτάστηκε σε πανηγυρική ατμόσφαιρα με δοξολογία στην εκκλησία Κοίμησης της Θεοτόκου κατά τον ίδιο τρόπο, όπως τον Μάη του 1854 με πρωταγωνιστή τότε, τον στρατηγό Χριστ. Χατζηπέτρο.

Ο ενθουσιασμός μετριάστηκε νωρίς, γιατί στο μεσοδιάστημα (Φλεβάρης - Μάρτης 1943) τα πράγματα πήραν άλλη τροπή.

Ο έλεγχος της πόλης πέρασε στη δικαιοδοσία της εξτρεμιστικής ομάδας, της επονομαζόμενης πατριωτικής, η οποία δέχθηκε τις καταγγελίες εκείνων, που είχαν σχέσεις με τους Ιταλούς και για ν’ αποφασίσουν από πάνω τους, τις δικές τους ευθύνες, ενοχοποίησαν αβασάνιστα τον γυμνασιάρχη Θεοφάνη Τσολάκη, τον Έπαρχο Παπαχρίστο και τον Θόδωρο Μάη, έμπορο. Οι άνθρωποι συλλαμβάνονται, οδηγούνται στον Κλεινοβό και μετά από παρωδία δίκης εκτελούνται. Το γεγονός αναστάτωσε την κοινωνία και θορύβησε τις αντιστασιακές οργανώσεις. Για τα έκτροπα ενημερώνεται η περιφέρεια του ΚΚΕ Θεσσαλίας.

Το πολιτικό γραφείο στέλνει αμέσως στην Καλαμπάκα τον Κ. Καραγιώργη να εξετάσει την κατάσταση. Ο Καραγιώργης ερευνώντας την υπόθεση, οργισμένος χαρακτηρίζει την ομάδα και τις πράξεις της «κόκκινη δικτατορία» και στην έκθεσή του προς το Π.Γ του ΚΚΕ, εισηγείται την διαγραφή των εξτρεμιστών. Η εισήγηση έγινε δεκτή.

Στην Καλαμπάκα φθάνουν ο Νίκος Αθανασίου, πολιτικός υπεύθυνος και ο Φάνης Χριστούλας αξιωματικός, οργανωτικός υπεύθυνος του εφεδρικού ΕΛΑΣ.

Οι πολιτικές οργανώσεις ΕΑΜ, ΕΠΟΝ, ΕΑ ανασυγκροτούνται, διευρύνονται και στελεχώνονται με το καλύτερο δυναμικό της πόλης. Τα δύο στελέχη με τα ψευδώνυμα «Γαριβάλδης» και «Ξάνθος» είναι γνωστά στους παλαιούς αντιστασιακούς.

Ο εφησυχασμός από επιδρομές έληξε στις 20 Απρίλη, μέρα που σχεδίασαν οι Ιταλοί νέα επίθεση κατά της Καλαμπάκας. Πληροφορημένες για την επίθεση οι οργανώσεις σχεδίασαν την άμυνα της πόλης. Συνάμα ειδοποίησαν και τους κατοίκους να προφυλαχθούν.

Άνοιξη ήταν και οι κάτοικοι σκόρπισαν σε κοντινές περιοχές. Η οικογένειά μας ανέβηκε στη Τζέρτση. Εκεί συνάντησε την οικογένεια του Βασίλη και Ρήνας Ζαχαράκη με τους συγγενείς της και άλλους, εκ της συνοικίας Σωποτού. Το Πάσχα του ‘43 γιορτάστηκε στο εκκλησάκι του Αη-Θανάση, ψηλά στη Τζέρτση. Ο Αντώνης Καλοστύπης θυμάται και διηγείται το βράδυ της ανάστασης εκείνης, με τις αναστάσιμες μελωδίες που έψελνε ο πατέρας μου.

23 Απρίλη, πρωί Μ. Πέμπτης ιταλική δύναμη φθάνει στην Περιφέρεια Καλαμπάκας.

Στους λόφους στο Μεράϊ, Προφήτη Ηλία, Νεχώρια περίμεναν ακροβολισμένοι αντάρτες και Καλαμπακιώτες Εφεδροελασίτες σε διάταξη μάχης.

Επικεφαλής ο ταγματάρχης Γεώργιος Καρφής με τους αξιωματικούς Γιάννη Σκαρλάτο και Ξάνθο. Το συντριπτικό χτύπημα που δέχτηκαν οι Ιταλοί, δεύτερο μετά τη μάχη της Μερίτσας έστειλε νικηφόρο μήνυμα στα πέρατα της οικουμένης.

Η μάχη της Καλαμπάκας μεταδόθηκε από τους Ρ/Σ Καΐρου, Λονδίνου, Μόσχας στις 25 και 27 Απριλίου του 1943.

Σε αντίποινα οι Ιταλοί κατά την υποχώρησή τους, σκότωσαν στα χωράφια τον μαθητή Νίκο Γιαν. Μάη και τον κτηνοτρόφο Θόδωρο Αρσενίου (Γελαδάρη).

Η ικανοποίηση και χαρά για την πανωλεθρία του κατακτητή δεν απέτρεψε, ωστόσο, τη φυγή σε χωριά της περιοχής των κατοίκων.

Οι Καλαμπακιώτες έκρυψαν, όπως μπορούσαν τα πράγματά τους σε κοντινές σπηλιές και καταφύγια και διασκορπίστηκαν στον Βυτουμά, Παρασκευή, Βανακούλια και άλλοι στα Τρίκαλα.

Το καλοκαίρι του ‘43 πέρασε με το να μπαινοβγαίνουν οι πολίτες στην Καλαμπάκα, ενώ στη Θεσσαλία φούντωνε η αντίσταση απ’ άκρη, σ’ άκρη.

Με την συνθηκολόγηση των Ιταλών στις 9 του Σεπτέμβρη, ο έλεγχος του Νομού Τρικάλων, περιήλθε στους Γερμανούς. Εξοικειωμένοι οι κάτοικοι με τον κίνδυνο, αρχές του μήνα πολλοί επέτρεψαν στα σπίτια τους, στις περιουσίες τους κι ετοιμάζονταν για τη συγκομιδή των προϊόντων. Κι είχε άφθονη παραγωγή, εκείνη, η χρονιά...

Μόλις οι Γερμανοί απόκτησαν τον έλεγχο των Τρικάλων άρχισαν αναγνωστικές εφόδους, προς την περιφέρεια. Προανάκρουσμα των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων που εξαπέλυσαν είκοσι μέρες μετά.

Η ώρα μηδέν της Καλαμπάκας περιγράφεται στο ανακοινωθέν του ΕΛΑΣ. «18 Οκτώβρη. Οι Γερμανοί κινήθηκαν από Τρίκαλα ν’ ανοίξουν το δρόμο Καλαμπάκας - Μετσόβου - Ιωαννίνων. Φάλαγγα 400 πεζοί, 8 άρματα μάχης, πυροβολικό, βοηθούμενοι με αεροπλάνα. Έγινε σκληρή μάχη με το 4ο σύνταγμα πεζικού της πρώτης μεραρχίας.

Το βράδυ κατόρθωσαν να καταλάβουν την Καλαμπάκα και το Καστράκι.». Μαζί με τις καμπάνες, εκείνο το πρωί, ακούστηκε από το παρατηρητήριοτης Αηάς και η η φωνή του τηλεβόα. Έρχονται  οι Γερμανοίιι..!

Ο κόσμος πετάχτηκε έξω με τα ρούχα που φορούσε κι έτρεξε να κρυφτεί.

Τα βιωματικά στοιχεία, κρίκος της ιστορίας και στην πορεία της προς την Τζέρτση, ξανά, η οικογένειά μας ανταμώθηκε με τον Χρήστο Σακελλαρίδη, την κόρη του Ρηνούλα, τις αδερφές Αλίκη και Βασίλω Στ. Μουλά και παιδάκια της γειτονιάς. Πρόχειρος κρυψώνας, της ομάδας, η δασώδη πλαγιά, απέναντι στο Ρουσσάνου.

Απομεσήμερο και στην κορυφογραμμή, οι Γερμανοί προχωρούσαν εφ’ ενός ζυγού. Η απόσταση δεν επέτρεπε να γίνει αντιληπτή η ταυτότητά τους και ο πατέρας μου νομίζοντας πως είναι οι αντάρτες, προχώρησε προς το μονοπάτι. Από το αντίθετο μέρος κατέβαιναν οι Γερμανοί. Στη θέα τους ο πατέρας μου κοντοστάθηκε.

Για καλή του τύχη, μπροστά του βρέθηκε χαντάκι, πήδησε μέσα αθέατος, ενώ εκείνοι χωρίς να τον αντιληφθούν φώναζαν αλτ, μέχρι που έφθασαν, εκεί, που ήμασταν οι υπόλοιποι κρυμμένοι.

Ο Χρήστος Σακελλαρίδης όπως ήταν καθιστός, ανασηκώθηκε βίαια, δεχόμενος ηχηρό χαστούκι στο πρόσωπο.

Με φωνές, μας ανέβασαν στην κορυφή.

Οι αξιωματικοί στάθηκαν απέναντί μας και ρωτούσαν επίμονα που είναι οι Παρτιζάνοι. Η ψυχή όλων έτρεμε παρατηρώντας τον πέλεκυ στη ζώνη του ενός Γερμανού. Συνομιλώντας γαλλικά η Ρηνούλα μαζί τους, εξήγησε πως δεν γνωρίζαμε τίποτε.

Η στιχομυθία συνεχίστηκε αρκετά. Η μητέρα μου, κρατώντας με αγκαλιά, ρώτησε θαρραλέα. Εμάς τι θα μας κάνετε; Ο επικεφαλής αξιωματικός, μας κοίταξε καλά και με νοήματα υπέδειξε να επιστρέψουμε, όπου μας βρήκαν. Κράτησαν μόνον τον Χρήστο Σακελλαρίδη. Έβγαλαν το καπέλο του, το έδωσαν στη Ρηνούλα παρακολουθώντας την αποχώρησή μας.

Εφιαλτικό απόγευμα! Η μάνα μου ανήσυχη, καθησυχάστηκε από την Αλίκη Μουλά που είχε δει τη διαφυγή του πατέρα μου και η Ρηνούλα ανήσυχη για την τύχη του δικού της Πατέρα. Είχε νυχτώσει. Η Ρηνούλα στεναχωρημένη, ζήτησε από την αδερφή μου Λουίζα να πάνε στο μέρος όπου μας άφησαν οι Γερμανοί. Ριψοκινδυνεύοντας ανέβηκαν ψάχνοντας φοβισμένες, λίγο ακόμη να προχωρούσαν, θα έβλεπαν εκτελεσμένο να κείτεται, ο πατέρας της… Στην αναζήτησή τους, ένιωσαν διάχυτες μεθυστικές μυρωδιές - από τα γεννήματα και τα κρασιά που καίγονταν- . Σταμάτησαν σε ξέφωτο και είδαν την Καλαμπάκα να καίγεται. Τρομακτικό θέαμα! Οι φλόγες έγλειφαν τους βράχους των Μετεώρων και το σκηνικό έμοιαζε με την κόλαση του Δάντη.

Οι κατακτητές, σ’ άλλες περιοχές, εκτέλεσαν τον Στέργιο Τάκο (Τέγο), Βησσάρη Γκούντρα, Γιώργο Παπαγεωργίου (Αλάνη), Σωτήρη Βλιώρα, Σουλτάνα Λαΐτσα, Μαρία Αρσ. Αρσενίου, Γιώργο Χαρτόπουλο, Τζίμη Λυτάρη.

Αργά τη νύχτα, επέστρεψε ο πατέρας μου και περπατώντας, απο ρεματιές και λόφους φτάσαμε στη Βλαχάβα.

Στο αφιλόξενο χωριό καμιά πόρτα δεν άνοιξε να προσφέρει, έστω και νερό. Συνεχίζοντας το δρόμο νοτιοανατολικά, βρήκαμε καταφύγιο σε μια σπηλιά. Κάποιος την είχε αχυρώνα. Μείναμε εκεί περίπου μία εβδομάδα. Κατόπιν κατεβήκαμε στο Μεράϊ. Στον αμπελώνα μας, όπου φτιάξαμε καλύβα και στεγαστήκαμε.

Σιγά - σιγά, ύστερα από μάς, συγκεντρώθηκαν, περίπου 50 οικογένειες. Όσοι επέλεξαν το Μεράϊ προσωρινό τόπο διαμονής ήθελαν να βρίσκονται κοντά στην πόλη.

Η Καλαμπάκα μετά το κάψιμο έγινε έδρα γερμανικού στρατοπέδου, περιζωμένη με συρματοπλέγματα.

Η γερμανική διοίκηση είχε εγκατασταθεί σε νεοκλασικά κτίρια, που τα κράτησε άθικτα για δική της χρήση. Στην καταστραμμένη πόλη μαζί με τα κατοχικά στρατεύματα, κυκλοφορούσαν οι ταγματασφαλίτες και συνεργάτες των Γερμανών.

Αρκετοί απ’ αυτούς γνώριζαν τα καταφύγια και το όργιο λεηλασίας που έγινε δεν περιγράφεται. Το νέο για το τι συνέβαινε στην έρημη πόλη κυκλοφόρησε γρήγορα.

Τότε η μητέρα μου σε συνεννόηση μ’ άλλες γυναίκες, αποφάσισαν και πήγαν στα Τρίκαλα να ζητήσουν την μεσολάβηση του αδερφού της.

Ο Αθανάσιος Μπόμπορας δικηγόρος και άριστος γερμανομαθής είχε υποχρεωθεί από τους Γερμανούς να εκτελεί χρέη διερμηνέα. Και πολλές φορές βρέθηκε στο στόχαστρο των ταγματασφαλιτών Μαντζιούνα, Μακρή, Τσιαντούλα.

Η μαζική προσχώρηση στις αντιστασιακές οργανώσεις έδωσε την ευκαιρία να εισχωρήσουν και πολλά ύποπτα στοιχεία, ιδίως στον εφεδρικό ΕΛΑΣ, που φέρουν την ευθύνη εκτέλεσης του γιατρού Βασίλη Παπασωτηρίου στην ασπροκκλησιά, τον Ιούνη του 1944. (γνωστά τα ονόματά τους στη γράφουσα). Αυτοί οι ίδιοι αργότερα υπήρξαν οι χειρότεροι πολέμιοι των αγωνιστών της Εθνικής αντίστασης.

Στο μέτωπο της Αφρικής σκοτώνεται ο αεροπόρος Γιώργος Δημακόπουλος και σε μάχες του ΕΛΑΣ με τους κατακτητές οι αντάρτες Νέστορας Τσαρούχας, Κώστας Πατσαντζής, Χρήστος Παπαστάθης, Γιώργος Καζιόλας.

Οι οργανώσεις της ΕΠΟΝ στο Μεράϊ προδίδονται και ένα πρωινό του Μάη, βρέθηκαν πάλι σε μπλόκο οι Καλαμπακιώτες που έμειναν εκεί. Σύρθηκαν στην πλαγιά του ζευγαρολίβαδου (την καταπατημένη από τους Μπλαχαβιώτες) με τα όπλα στραμμένα επάνω τους. Μη βρίσκοντας  οι Γερμανοί, εκείνους που ζητούσαν, συλλαμβάνουν τον Νίκο Κατσικά  και Κώστα Μουλά και τους οδηγούν στο στρατόπεδο της Λάρισας.

Στις νέες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εναντίον του ΕΛΑΣ, εκτελούνται τον Σεπτέμβρη του ‘44 στο μύλο του Καστρακίου (γκρεμίστηκε φέτος) οι πολίτες Ελένη Γ. Μπάρδα, Ελισσάβετ Παπαδημητρίου, Βάϊα Ζιώγα, Μαρία Γκόγκου, Ζωσιμά, τ’ αδέρφια Νίκος και Χαράλαμπος Μπάρδας, Θεοδόσης Ράπτης, Γιώργος Ζαρακότας, Χαράλαμπος Κισμέτης, Θεόδωρος Ζιώγας, Γιώργος Χουτέας.

Θύματα της θηριωδίας έχουμε και στα γύρω χωριά. Στη Διάβα (Πρεβέντα) την περίοδο 1943-1944 σκοτώθηκε ο Γιάννης Γεωργίου και από γερμανικό βλήμα, η Βικτωρία Δ. Κόνη όντας έγκυος. Ενώ στην Αύρα (Κόπαιρνα) ο Κώστας Τσιάκαλος, Γιώργος Κ. Γούλας, Γιώργος Σιώμος, Σωκράτης Δούλης.

Τελευταίες μέρες, πριν από την απελευθέρωση, στο ανάχωμα της ποταμιάς στην Καλαμπάκα εκτελούνται 20 (Βοϊβοντινοί), από την Βασιλική.

Στα θύματα της ναζιστικής βαρβαρότητας προστίθενται ως παράπλευρες απώλειες ο Γρηγόρης Β. Καρακαντάς σκοτώθηκε από νάρκη στην Κόκα στις 22.10.1944.

Και στο σιδηροδρομικό σταθμό ένα ή δύο χρόνια αργότερα από γερμανική χειροβομβίδα τα παιδιά Σωτήρης Αλ. Αλεξίου και Απόλλων Κ. Παπαδημητρίου. Στη λίστα των χαμένων παιδιών θα βρισκόταν κι ο Σωτήρης Σαμαράς, αλλά χάριν της επιμονής της μητέρας του, γύρισε πίσω για επείγουσα εργασία. Τον κύκλο των θυμάτων κλείνει η Σταυρούλα Αντ. Λιάτου ή Τσιαντίκου που σκοτώθηκε κι αυτή παιδί από νάρκη στις κοπαιρνιώτικες ράχες.

Την μέρα υποχώρησης οι κατακτητές έστειλαν Γερμανούς στρατιώτες να μαζέψουν τη σημαία από τα Μετέωρα. Την ώρα της απόσυρσης της Χιτλερικής σβάστικας ένας γερμανός γλίστρησε, έπεσε από τον βράχο και σκοτώθηκε.

Ο ηρωισμός των μαχητών και η μέρα απελευθέρωσης της Καλαμπάκας στις 20 του Οκτώβρη 1944 είναι αποτυπωμένα στο ανακοινωθέν του ΕΛΑΣ.

«20 Οκτώβρη. Τμήματα της 1ης μεραρχίας χτύπησαν γερμανική φάλαγγα που κινούνταν προς Καλαμπάκα - Αγιόφυλλο. Έκαψαν 2 αυτοκίνητα με υλικό και πήραν λάφυρα. Γερμανοί νεκροί και τραυματίες 75».

Ο Ελληνικός λαός ανακουφισμένος καλωσόρισε την ελευθερία τραγουδώντας «Της λευτεριάς τ’ αγέρι φυσάει εμπρός εμπρός / κι όλοι μαζί, με μία φωνή, αδέρφια, ας πούμε εμπρός, εμπρός».

Η χαρά, ωστόσο, δεν κράτησε πολύ. Γι’ αυτό φρόντισαν οι σύμμαχοι Άγγλοι. Με την αποστολή του στρατηγού Σκόμπυ στην Αθήνα, γύρισε η σελίδα της ιστορίας και άνοιξε νέος κύκλος αίματος που τον πλήρωσε ακριβά ο Ελληνικός λαός, σε βάθος χρόνου.

Εξήντα δύο χρόνια μετά την πυρπόληση της Καλαμπάκας από τα στρατεύματα κατοχής και εξήντα ένα από την απελευθέρωση της, ο λογαριασμός προς την Ιστορία της πόλης, των Δημοτικών Αρχών, παραμένει ανοικτός. Άλλες μαρτυρικές πόλεις, τα Καλάβρυτα, το Δίστομο, ο Χορτιάτης, η Βιάνου Κρήτης, Κομμένο Άρτας κ.α, από πολλά χρόνια δραστηριοποιούνται στο τομέα διαφύλαξης της ιστορικής μνήμης. Και το απέδειξαν έμπρακτα. Με ανέγερση μνημείων, με ιστορικές καταγραφές καταλόγων θυμάτων, με προβολές στα Μ.Μ.Ε, με διοργανώσεις πανηγυρικών εκδηλώσεων, με πολιτειακή παρουσία.

Οι επετειακές αναδρομές, σήμερα, στα γεγονότα της εποχής αποτελούν κατά κάποιο τρόπο, μέτρο σύγκρισης. Στην Καλαμπάκα τόσα χρόνια τι έγινε; Βρισκόμαστε στον αντίποδα της ιστορίας; Μπορεί να συμβαίνει κια αυτό. Γιατί, τι έμεινε να θυμίζει το πρόσφατο παρελθόν; Μήπως δεν κατεδαφίστηκαν οι εξωτερικοί τοίχοι του Αρχοντικού Καλαμπάκα που έστεκαν στο βράχο, τελευταίο δείγμα πυρπολημένης κατοικίας; Η βρύση Σωποτού δεν εξαφανίστηκε από τον χάρτη; Το Μεράϊ ιστορικός τόπος δεν καταπατήθηκε; Έμεινε ίχνος από τον μύλο στο Καστράκι, τόπος θυσίας τόσων Καστρακινών; Ανεγέρθηκε κανένα μνημείο; Ή μήπως το στρατιωτικό νεκροταφείο της Πουλιάνας δεν έγινε δρόμος;

Δρόμος και πόλη που βολεύει,  ίσως, ορισμένους να μήν έχουν τη δική τους ιστορία.

Α. Βιβλιογραφία

1. Ιστορία της Εθνικής Αντίστασης. Βάσος Γεωργίου - Αθήνα 1979.

2. “ΕΛΑΣ”. Στέφανος Σαράφης 1980.

3. Η Θεσσαλία στην Αντίσταση. Λαζ. Αρσενίου - εκδόσεις “Ελλα” - Λάρισα 1999.

Β. Αρθρογραφία

της Γράφουσας

1. ίδε εφημερίδα “Τα Μετέωρα” φυλ.11/7.10.1994, φ.20/9.12.1994.

2. Αφιέρωμα «Αναλλοίωτο Παραμένει το χρέος προς την Ιστορία», φυλ.130/17.1.1997.

3. «Ο μήνας Οκτώβριος αποτελεί Σταθμό στην Ανάγνωση της τοπικής Ιστορίας», φυλ.530/22.10.2004.

Γ. Αφηγήσεις - Πληροφοριακά Στοιχεία.

1. Λουίζα Τσιάρα

2. Κρυστάλλω Καρακαντά - Θεοδώρου

3. Ελένη Θ. Κόμματου

4. Αθηνά Σπ. Νικολογιάννη

5. Βασίλω Τζιαχρήστου

6. Σωτήρης Σαμαράς

7. Χρήστος Αντ. Τσιαντίκος

8. Θανάσης Τσαγκρασούλης. Εκπαιδευτικός - Συγγραφέας.