Η ξεχωριστή αρχιτεκτονική του Καστρακίου στην περιοχή της Καλαμπάκας

https://helectra.wordpress.com, 30/8/2009

Στους πρόποδες των μετεωρίτικων βράχων, στην «καρδιά» ενός σπάνιου γεωλογικού φαινομένου παγκόσμιας αναγνώρισης, ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια τα γραφικά σπίτια από το Καστράκι, ένα μικρό χωριό μόλις χιλίων κατοίκων, που προσελκύει κάθε χρόνο δεκάδες χιλιάδες τουρίστες απ’ όλο τον κόσμο.

Mε μια προσεκτική ματιά, ο επισκέπτης ανακαλύπτει τον ιδιαίτερο παραδοσιακό σχεδιασμό των παλιών κατοικιών στην άλλοτε πλατεία του χωριού, στο Μεσοχώρι. Με έντονο τοπικό ύφος και μοναδικότητα «έκφρασης», αυτοί οι μικροί«αρχιτεκτονικοί θησαυροί» διατηρούν ζωντανές τις μνήμες της ιστορίας του οικισμού, μεταδίδοντας το μήνυμα της απλότητας και της απέριττης τυπολογικής απόδοσης των κατοικιών.

Μάλιστα, η ξεχωριστή αρχιτεκτονική του Καστρακίου, στην περιοχή της Καλαμπάκας, αποτέλεσε αντικείμενο μελέτης και έρευνας από την Κατερίνα Γαλιτσίδου, τα αποτελέσματα της οποίας παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά, πριν από ένα μήνα, στο τμήμα των Αρχιτεκτόνων του Α.Π.Θ. ως ερευνητική εργασία με τη συνεργασία της επίκουρου καθηγήτριαςΜαρίας Αρακαδάκη.

Η μελέτη περιλαμβάνει την πολεοδομική και αρχιτεκτονική διερεύνηση του οικισμού, με πλήρη σχέδια αποτυπώσεων για13 παραδοσιακά σπίτια και κατόψεις για άλλα 6, τυπολογικούς πίνακες, κατασκευαστικές λεπτομέρειες, αλλά και εισαγωγικό σημείωμα με την τοποθεσία, τη γεωλογία, την ιστορία και τη λαογραφία του τόπου. Επιπλέον, γίνεται διαχωρισμός των περιόδων με διαφορετικές αρχιτεκτονικές τάσεις στην οικοδόμηση κατοικιών, ανάλυση των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών κατά την περίοδο που ανεγείρονται τα σπίτια και σύγκριση με τα κοντινότερα δείγματα παραδοσιακών χωριών. Τέλος, αναφέρονται κάποια συμπεράσματα και προτάσεις για μελλοντική διαφύλαξη της αρχιτεκτονικής ταυτότητας του Καστρακίου.

«Η αιτία που ενέπνευσε την ενασχόληση με τον συγκεκριμένο οικισμό είναι η καταγωγή της μητέρας μου, κυρίας Σούλας Κουρκουνά, από αυτόν», αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Κατερίνα Γαλιτσίδου. Στη διάρκεια των σπουδών της συνειδητοποίησε ότι κανένας δεν έχει ασχοληθεί με τα παλιά σπίτια του Καστρακίου, παρά την ιδιαίτερη αισθητική τους αξία. Τα περισσότερα απ’ αυτά είναι εγκαταλελειμμένα, πάρα πολλά έχουν πέσει ή γκρεμιστεί και το μέλλον όσων έχουν απομείνει είναι αβέβαιο, αφού δεν υπάρχει καμιά οργανωμένη μέριμνα. Όσον αφορά το ιδιωτικό κομμάτι, η διατήρηση τους χωλαίνει, διότι είτε είναι πάρα πολλοί οι κληρονόμοι είτε οι ιδιοκτήτες έχουν μετοικήσει αλλού. Έτσι οδηγήθηκε, όπως εξηγεί, στη σχεδιαστική και φωτογραφική  αποτύπωση των 20 χαρακτηριστικότερων σπιτιών για να συντηρηθεί ακόμα και μέσω μίας μελέτης η ξεχωριστή αρχιτεκτονική του Καστρακίου, αλλά και η τεχνική των μαστόρων στο χτίσιμο των κατοικιών, που αξίζει να σημειωθεί ότι γινόταν εμπειρικά.

Το παραδοσιακό καστρακινό σπίτι χαρακτηρίζεται από την τυπολογική του απλότητα και το συνετό ύφος στις μορφολογικές του εκφράσεις. Με τη διερεύνηση 20 σπιτιών καταλήγουμε- διευκρινίζει η ερευνήτρια-  πως η πιο διαδεδομένη διάταξη, ανεξάρτητα από τους εξώστες, τα βοηθητικά κτίρια και τις αυλές, είναι η τρίχωρη στον όροφο και δίχωρη στο ισόγειο, ενταγμένες στον πλατυμέτωπο τύπο. Στο ισόγειο αναπτύσσονται οι χώροι φύλαξης των ζωντανών και των τροφίμων σε δύο ξεχωριστά δωμάτια, ενώ στον όροφο έχουμε την κεντρική εγκάρσια σάλα, που ενώνει δύο αντιδιαμετρικά δωμάτια το ένα, το καλό συνήθως, για τον ύπνο και το άλλο για το μαγείρεμα και τη διημέρευση των νοικοκυραίων. Υπάρχουν φυσικά και άλλες τυπολογίες (μονόχωρες, τετράχωρες, τετράχωρες σχήματος Γ, πεντάχωρες κατοικίες, πλατυμέτωπες ή στενομέτωπες) που αναλύονται διεξοδικά με σχέδια, κείμενα και πίνακες στη μελέτη.

Μορφολογικά, αναλύει στη  μελέτη της η Κατερίνα Γαλιτσίδου, τα καστρακινά σπίτια μπορούμε να τα εντάξουμε σε τρεις διαφορετικές περιόδους:

Η πρώτη περίοδος είναι από το 1850 ως το 1920. Η συγκεκριμένη αρχιτεκτονική φέρει πάνω της ανάγλυφη τη «ρομαντική» λαϊκή κοσμοθεωρία, που αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στον οικογενειακό συντηρητισμό και την κοινωνική αλληλεγγύη και συμπόνια. Έτσι, αυτές οι κατοικίες είναι κλειστές, λιτές και ολοκληρωμένες, με απέριττες διευθετήσεις του χώρου. Όταν, όμως, έρχεται η ώρα να βγει κάποιος στον έξω κόσμο, να ξαποστάσει από τις υποχρεώσεις, το καλντερίμι αποτελεί την αυλή του, το πεζούλι της εξώθυρας παίζει τον ρόλο του «ισόγειου» μπαλκονιού του, απ’ όπου δεν παρατηρεί μόνο, αλλά μοιράζεται τα βάσανά του «δημόσια».

Η κάλυψη των σπιτιών της πρώτης περιόδου γίνεται με ψηλές δίριχτες, τρίριχτες ή τετράριχτες σκεπές. Την ίδια περίοδο έχουμε και τετράγωνα κλειστά διώροφα και στενομέτωπα σπίτια. Οι εξώστες δεν είναι πολύ συνηθισμένοι και η πιο διαδεδομένη μορφή τους είναι το στεγασμένο μεγάλο πλατύσκαλο της ξύλινης ή πέτρινης εξωτερικής σκάλας που επιτρέπει την προσπέλαση στον όροφο. Βοηθητικά κτίρια δεν υφίστανται, καθώς δεν το επιτρέπει η οικονομική κατάσταση των νοικοκυραίων.

Η δεύτερη περίοδος
 ξεκινά το 1920 και φτάνει έως το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η νέα περίοδος που ακολουθεί, με ορόσημο το χτίσιμο του τοπικού σχολείου, προάγει άλλες οικογενειακές και  κοινωνικές ανάγκες και συνεπώς θέτει άλλες προτεραιότητες. Οι καστρακινοί βιώνουν την έλλειψη άνεσης στους χώρους όπου διημερεύει η οικογένεια και προσανατολίζονται σε μεγαλύτερα δωμάτια, ακολουθώντας παρ’ όλα αυτά τις ίδιες τυπολογίες. Παράλληλα, υπάρχει και μία τάση «ανοίγματος» του νοικοκυριού προς τους πιθανούς επισκέπτες. Έτσι οι καλοί χώροι απομονώνονται στον όροφο, όπου υπάρχει και σάλα υποδοχής για τους καλεσμένους, που ενίοτε καταλήγει σε όμορφο ξυλόγλυπτο ή μεταλλικό εξώστη, ενώ ο τυπικός κεντρικός διάδρομος της τρίχωρης τυπολογίας φαρδαίνει γι’ αυτό το λόγο. Τα υπνοδωμάτια εκατέρωθεν της σάλας μεγαλώνουν, αποκτούν όλα τζάκι και εξωραΐζονται με πολυτελή έπιπλα, μεγαλύτερα και περισσότερα παράθυρα, όμορφα επεξεργασμένα ταβάνια. Οι πρόχειροι χώροι είναι όλοι στο ισόγειο-υπόγειο και συμπληρώνονται με βοηθητικούς ισόγειους χώρους, όπως κουζίνα, μπάνιο και αποθήκη, που εφάπτονται κυρίως στην πίσω και σπανιότερα στην πλάγια όψη.

Οι κοινωνικές σχέσεις φιλτράρονται μερικώς με την είσοδο της «νέας» αρχιτεκτονικής. Οι ανάγκες προβολής και κοινωνικής επίδειξης πλέον ικανοποιούνται και οι δημόσιες σχέσεις καλλιεργούνται επιλεκτικά στις ιδιωτικές αυλές και τους εξώστες. Είναι το πέρασμα από την ανοιχτή λαϊκή νοοτροπία στην εκλεπτυσμένη αστική.

Η τρίτη περίοδος αφορά ουσιαστικά μια πενταετία, από το 1950 έως το 1955. Τα σπίτια που χτίζονται μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο διατηρούν τον αστικό χαρακτήρα της προηγούμενης περιόδου, σε συνδυασμό με την παλαιά λαϊκή αμεσότητα στα δρώμενα του δημόσιου χώρου. Έτσι, διατηρούνται μορφολογικά στοιχεία, όπως το γείσο της στέγης, τα προσεγμένα ταμπλαδωτά κουφώματα, με τα αντίστοιχα πλαίσια από σοβά και τα αγκωνάρια. Είναι εμφανές όμως και το «άνοιγμα» των οικοδομών προς τους δρόμους, τους κοινόχρηστους δημόσιους χώρους.

Ίσως οι κακουχίες και οι απώλειες αγαπημένων προσώπων κατά τον πόλεμο να έστρεψαν τους καστρακινούς στην απλότητα των αστικών προτύπων και την αναθέρμανση των δημοσίων σχέσεων. Τέλος, αναφορικά με τα υλικά δομής η πέτρα από φυσικούς τοπικούς πόρους, το ξύλο από κοντινά δασικά μέρη και οι κεραμοσκεπές είναι τα στοιχεία που επικρατούν στην αρχιτεκτονική κατοικίας στο Καστράκι.