Ελέφαντες, ρινόκεροι και ιπποπόταμοι στον Πηνειό ποταμό, πριν από χιλιάδες χρόνια...

Αποστόλης Ζώης, http://omogeneia.ana-mpa.gr, 16/3/2010

Προτού ο σύγχρονος άνθρωπος εξαπλωθεί στην Ευρώπη και κυριαρχήσει στην πανίδα της, η ήπειρος μας διέθετε πανίδα μεγάλων θηλαστικών ασυγκρίτως πλουσιότερη από τη σημερινή. Μεγάλες αγέλες βοοειδών και ίππων περιπλανούνταν στις πεδιάδες, ενώ στα δάση ζούσαν ελαφοειδή και ελέφαντες. Μεγάλα σαρκοφάγα, όπως το λιοντάρι, η στικτή ύαινα και ο λύκος ήλεγχαν τους πληθυσμούς των φυτοφάγων. Μάλιστα, θέσεις με απολιθωμένα οστά θηλαστικών έχουν εντοπιστεί στις φυσικές τομές που δημιουργεί ο Πηνειός στην Πεδιάδα της Λάρισας, διαβρώνοντας τις παλαιότερες αποθέσεις του. Σποραδικά ευρήματα αναφέρονται και από άλλα σημεία της κάτω κοιλάδας του ποταμού, όπως στην περιοχή Ροδιάς και στο δέλτα, όμως ο αριθμός τους είναι πολύ περιορισμένος.

Η καλύτερα ερευνημένη και η πιο πλούσια σε απολιθώματα περιοχή της κοιλάδας του Πηνειού είναι το τμήμα δυτικά της Λάρισας, μέχρι τα Στενά του Καλαμακίου (Αμυγδαλιά), όπου συστηματικές έρευνες έχουν αποκαλύψει πολυάριθμα σκελετικά λείψανα ζώων του Ανωτέρου Πλειστοκαίνου, καθώς και ανθρωπογενή κατάλοιπα της Μέσης Παλαιολιθικής εποχής (λίθινα τέχνεργα, όπως λεπίδες, φολίδες και πυρήνες εργαλείων).

Τα παραπάνω επισημαίνει ο δρ. Αθ. Αθανασίου, γεωλόγος-παλαιοντολόγος, στο πλαίσιο της έκθεσης "Ο Απολιθωμένος κόσμος του Πηνειού", που φιλοξενείται από τις 18 Δεκεμβρίου 2009 στο Κτήριο Κατσίγρα του Τμήματος Ιατρικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας στη Λάρισα και την οποία διοργανώνει το Τμήμα Ιατρικής της Σχολής Επιστημών Υγείας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.

Μέσα από την έκθεση καταδεικνύεται ότι ελέφαντες, ταύροι, ρινόκεροι, ιπποπόταμοι, άλογα, αίγαγροι αφθονούσαν πριν από 30-40 χιλιάδες χρόνια στις πεδιάδες και τα βουνά της Θεσσαλίας, προτού, δηλαδή, ο άνθρωπος κυριαρχήσει στην περιοχή.

Η ανακάλυψη και η πρώτη συλλογή υλικού στην περιοχή έγινε το 1958 από γερμανική αρχαιολογική αποστολή. Κατά τις επόμενες δεκαετίες έχουν γίνει αρκετές συλλογές απολιθωμάτων, σε περιόδους χαμηλής στάθμης του ποταμού και έχουν συγκεντρωθεί περισσότερα από διακόσια απολιθώματα μεγάλων θηλαστικών. Τα απολιθώματα αποσπώνται από τα ιζήματα των όχθεων, λόγω της διαβρωτικής δράσης του ποταμού, και μεταφέρονται από το νερό, σε μικρή συνήθως απόσταση, κατά μήκος της κοίτης του ποταμού.

Η απόθεση των οστών εντός των ποτάμιων ιζημάτων, σύμφωνα με τον επιστήμονα, έγινε κατά την τελευταία παγετώδη περίοδο, όταν ο ποταμός απέθετε φερτά υλικά κατά την έξοδο του από τα Στενά Καλαμακίου. Πτώματα θηλαστικών, που μεταφέρονταν από τα νερά του ποταμού αποτίθεντο μαζί με τα φερτά υλικά, καλύπτονταν γρήγορα από νέα ιζήματα, και τα οστά τους απολιθώθηκαν με την πάροδο των αιώνων. Η παρουσία λίθινων τεχνέργων στο ίδιο στρώμα με ορισμένα απολιθώματα έχει παράλληλα τροφοδοτήσει τη θεωρία ότι οι θέσεις έξω από τα Στενά αποτελούν τόπους κυνηγιού των προϊστορικών κατοίκων της θεσσαλικής πεδιάδας. Η τοπογραφία της περιοχής στην έξοδο του φαραγγιού προσέφερε εξάλλου ιδανικές συνθήκες για ενέδρα. Ωστόσο, κανένα από τα μέχρι σήμερα ευρεθέντα απολιθώματα δεν φέρει ίχνη σφαγής, κάτι που θα αποτελούσε ισχυρό στοιχείο υπέρ αυτής της θεωρίας. Είναι, όμως, βέβαιο, από τις γνώσεις που έχουμε από τη μελέτη άλλων ευρωπαϊκών πανίδων της εποχής, ότι ο άνθρωπος κυνηγούσε τα περισσότερα από αυτά τα ζώα, ακολουθώντας τα και κατά τις εποχικές τους μεταναστεύσεις.

Τα απολιθωμένα θηλαστικά που έχουν προσδιοριστεί μέχρι σήμερα στην κοιλάδα του Πηνειού είναι, ελέφαντας, ταύρος, βούβαλος, αίγαγρος, αντιλόπη σάιγκα, ρινόκερος, ίπποι, ιπποπόταμος, μεγαλόκερος, ελάφι, πλατόνι, ζαρκάδι.

Ο ελέφαντας (Elephas antiquus)

Είναι πολύ κοινό είδος στο Μέσο και Ανώτερο Πλειστόκαινο της Ευρώπης. Επειδή τα οστά και τα δόντια του είναι μεγάλου μεγέθους και πολύ ανθεκτικά, διατηρούνται καλύτερα ως απολιθώματα συγκριτικά με τα λείψανα πιο μικρόσωμων ζώων. Συγγενής του σημερινού ινδικού ελέφαντα, ήταν σημαντικά μεγαλύτερος από αυτόν. Ορισμένα αρσενικά άτομα ίσως έφταναν σε ύψος τα 4 μέτρα και το βάρος τους ξεπερνούσε τους 10 τόνους. Ωστόσο τα θηλυκά, αλλά και κάποια αρσενικά άτομα, ήταν σαφώς μικρότερα (οι ελέφαντες εμφανίζουν μεγάλες αποκλίσεις μεγέθους, ιδίως μεταξύ των δύο φύλων). Το ογκώδες κρανίο έφερε δύο μεγάλου μήκους και σχετικά ευθείς χαυλιόδοντες. Στην Ελλάδα είναι γνωστός από τουλάχιστον είκοσι θέσεις.

Θεωρείται ζώο των δασών. Ζούσε σε ανοιχτά δάση με εύκρατο κλίμα, που μπορούσαν να ικανοποιήσουν τις μεγάλες απαιτήσεις του σε τροφή. Όταν κατά τις μεσοπαγετώδεις εποχές του Πλειστοκαίνου το κλίμα γινόταν θερμότερο, οι πληθυσμοί αυτού του ελέφαντα επέκτειναν τη γεωγραφική τους εξάπλωση μέχρι τη Β. Ευρώπη. Αντίθετα, κατά τις παγετώδεις εποχές, το είδος περιοριζόταν στις νοτιότερες εκτάσεις της ηπείρου, δηλαδή στην Ιβηρική, την Ιταλική και τη Βαλκανική χερσόνησο, καθώς στην Κεντρική και τη Βόρειο Ευρώπη τα δάση έδιναν τη θέση τους στην ψυχρή στέπα. Τη θέση του ελέφαντα έπαιρνε ένα άλλο προβοσκιδωτό, προσαρμοσμένο στο δριμύ ψύχος, το μαμούθ. Ο ελέφαντας έζησε κατά τη διάρκεια του Μέσου και του Ανωτέρου Πλειστοκαίνου (περίπου από τα 800.000 έως τα 20.000 έτη πριν από σήμερα.

Μεγάλα βοοειδή

Στην κοιλάδα του Πηνειού αντιπροσωπεύονται από το είδος Bos primigenius, γνωστό στην Ελλάδα και από άλλες πλειστοκαινικές θέσεις. Είναι πολύ μεγαλόσωμο και πολύ εύρωστο είδος ταύρου, με μεγάλα κέρατα που στρέφονταν προς το πλάι και προς τα εμπρός. Το ύψος στους ώμους των αρσενικών ατόμων έφθανε τα 1,65-1,85 μέτρα, αν και ορισμένα ίσως ξεπερνούσαν τα 2 μέτρα. Τα θηλυκά ήταν 20-25% μικρότερα. Κατά το Μέσο και Ανώτερο Πλειστόκαινο οι ταύροι αυτοί είχαν εξαπλωθεί σε ολόκληρη την Ευρασία και τη Β. Αφρική. Κατά το Ολόκαινο οι πληθυσμοί τους παρουσίασαν μεγάλη κάμψη, λόγω του εντατικού κυνηγιού και της απώλειας βοσκοτόπων. Το τελευταίο άτομο του είδους πέθανε στην Πολωνία το 1627.

Από τον Bos primigenius προέρχονται όλες οι ποικιλίες οικόσιτων βοοειδών που χρησιμοποιούνται από τον άνθρωπο ως υποζύγια, αλλά και για την παραγωγή κρέατος και γάλακτος, ήδη από τη Νεολιθική εποχή. Το είδος φαίνεται πως εξημερώθηκε στη Μεσοποταμία ή στη ΝΑ Ευρώπη περί το 7.000- 6.000 π.Χ. και από εκεί εξαπλώθηκε γρήγορα σε όλες τις γεωργοκτηνοτροφικές κοινότητες. Τα βοοειδή είναι σήμερα τα πολυπληθέστερα και οικονομικώς σημαντικότερα οικόσιτα ζώα.

Αίγαγρος των Άλπεων και σάιγκα

Ο αίγαγρος Capra ibex είναι ορεσίβιο θηλαστικό, ικανό να αναρριχηθεί στα πιο απόκρημνα υψώματα. Ο φυσικός του χώρος περιορίζεται σήμερα στις Άλπεις, σε υψόμετρο άνω των 1500 m, κατά το παρελθόν όμως ήταν κοινό σε όλα τα ορεινά οικοσυστήματα της Ευρώπης. Ο αίγαγρος εμφανίζει έντονο φυλετικό διμορφισμό, δηλαδή τα άτομα των δύο φύλων διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους. Τα αρσενικά είναι πολύ μεγαλύτερα από τα θηλυκά (έχουν σχεδόν το διπλάσιο βάρος) και έχουν πολύ μακρύτερα κέρατα. Το ύψος στους ώμους των αρσενικών φθάνει μέχρι 1 m, το μήκος του σώματος τα 1,60 m και το βάρος μπορεί να ξεπεράσει τα 100 kg. Τα πλειστοκαινικά άτομα του είδους ήταν ελαφρώς μεγαλύτερα. Τα κέρατα των αρσενικών καμπυλώνονται έντονα προς τα πίσω και είναι ελλειπτικής διατομής. Λόγω της οργανικής τους σύστασης, τα κέρατα δεν απολιθώνονται. Αυτά που διατηρούνται ως "κέρατα" στα απολιθώματα είναι οι οστέινες αποφύσεις του κρανίου(γόμφοι κεράτων), στις οποίες στηρίζονται εσωτερικά τα κέρατα. Ο αίγαγρος των Άλπεων εμφανίστηκε στο τέλος του Μέσου Πλειστοκαίνου, πριν από τουλάχιστον 200.000 χρόνια.

Η σάιγκα (Saiga tatarica) είναι μια αντιλόπη που ζει σήμερα στις ψυχρές στέπες της Κεντρικής Ασίας. Μέχρι πριν από δύο αιώνες η γεωγραφική της εξάπλωση έφτανε όμως μέχρι την Κεντρική Ευρώπη, όπου ζούσε στις στέπες και τα αραιά δάση. Το μήκος της φτάνει τα 1,45 m και το ύψος της τα 80 cm. Χαρακτηρίζεται από την ογκώδη μύτη της, η οποία σχηματίζει μικρή προβοσκίδα.

Μόνο τα αρσενικά άτομα φέρουν κέρατα. Σε αυτό το είδος αποδίδεται από Γερμανούς ερευνητές μία κάτω γνάθος που βρέθηκε στην κοιλάδα του Πηνειού το 1958. Έκτοτε δεν έχει βρεθεί άλλο απολίθωμα στην περιοχή που να μπορεί να αποδοθεί σε Saiga.

Ο ιπποπόταμος (Hippopotamus sp.)

Αποκλειστικά αφρικανικό ζώο σήμερα, ο ιπποπόταμος εξαπλώθηκε κατά τις θερμές μεσοπαγετώδεις περιόδους του Πλειστοκαίνου προς Βορρά μέχρι την Αγγλία. Η σημερινή του γεωγραφική εξάπλωση δεν αποτελεί παρά ελάχιστο μέρος της πλειστοκαινικής. Ο ευρωπαϊκός ιπποπόταμος ήταν αρκετά μεγαλύτερος από τον σημερινό. Ορισμένα άτομα πρέπει να ξεπερνούσαν σε μήκος τα 5 m και σε βάρος τους 4 τόνους. Ήταν ημιυδρόβιος και ζούσε κοντά σε λίμνες και ποτάμια. Χαρακτηρίζεται από πολύ παχύ κορμό, κοντά πόδια και πολύ μεγάλη κεφαλή με υπερμεγέθεις κυνόδοντες (χαυλιόδοντες). Εκτός από τη μικρή διαφορά μεγέθους, δεν παρατηρείται καμία σημαντική ανατομική διαφορά μεταξύ των πλειστοκαινικών και των σημερινών ιπποπόταμων, και γι' αυτό θεωρούνται από τους περισσότερους ερευνητές μέλη του ιδίου είδους, Hippopotamus amphibius. Ωστόσο, η ευρωπαϊκή μορφή απαντά συχνά με το όνομα Hippopotamus antiquus.

Όπως και ο Elephas antiquus, ο ευρωπαϊκός ιπποπόταμος περιοριζόταν στη Ν. Ευρώπη κατά τις ψυχρές παγετώδεις περιόδους και εξαπλωνόταν πάλι προς Βορρά κατά τις μεσοπαγετώδεις. Στην αρχή της τελευταίας παγετώδους περιόδου (πριν από περίπου 110.000 χρόνια) εξαφανίστηκε από τη Β. Ευρώπη. Οι τελευταίοι ευρωπαϊκοί πληθυσμοί εξαφανίστηκαν από τις νοτιότερες περιοχές κατά το τέλος του Πλειστοκαίνου.

Οι ίπποι (Equus ferus και Equus hydruntinus)

Κατά το Ανώτερο Πλειστόκαινο συνυπήρχαν στην Ευρώπη δύο είδη ίππων. Ο Equus ferus, μεγαλόσωμο είδος, πρόγονος των σημερινών οικόσιτων ποικιλιών, και ο Equus hydruntinus, μικρόσωμος και ραδινός, που εξαφανίστηκε στο τέλος του Πλειστοκαίνου. Τα δύο ζώα βρίσκονται πολύ συχνά μαζί σε απολιθωματοφόρες θέσεις, αν και το δεύτερο είναι αρκετά σπανιότερο.

Ο Equus ferus αποτέλεσε για πολλές χιλιάδες χρόνια ένα από τα κύρια θηράματα του προϊστορικού ανθρώπου. Αυτός ίσως είναι ο λόγος που αποτελεί συχνό θέμα στις προϊστορικές βραχογραφίες σπηλαίων. Η εξημέρωση του επιχειρήθηκε πολύ αργότερα εν σχέση προς τα άλλα οικόσιτα ζώα: Οι πρώτες σαφείς ενδείξεις εξημέρωσης προέρχονται από τις στέπες της Δυτικής Ασίας περί το 2000 π.Χ., υπάρχουν όμως και παλαιότερες αμφισβητούμενες ενδείξεις (μέσα 4ης χιλιετίας π.Χ.).

Οι ίπποι ζούσαν σε αγέλες σε ανοιχτό περιβάλλον ή σε εκτάσεις με αραιά δασοκάλυψη, τρεφόμενοι με ποώδη βλάστηση (αγρωστώδη). Καθώς στερούνται άλλων αμυντικών μέσων, έχουν αναπτύξει κινητικό σύστημα ικανό για ταχεία κίνηση σε πεδινές εκτάσεις.

Ο ρινόκερος

Τα διάφορα είδη ρινόκερων ήταν κοινά θηλαστικά στην Ευρώπη, ήδη από την αρχή της εξέλιξης τους. Κατά τη διάρκεια του Πλειστοκαίνου υπήρξαν τουλάχιστον τέσσερα είδη, τα οποία εντάσσονται στα γένη Stephanorhinus και Coelodonta. To γένος Stephanorhinus είναι στενός συγγενής του σημερινού δασόβιου ρινόκερου της Σουμάτρας Dicerorhinus sumatrensis. Στο Coelodonta ανήκει ο τριχωτός ρινόκερος που έζησε κατά τις παγετώδεις εποχές μαζί με τα μαμούθ. Οι πλειστοκαινικοί ρινόκεροι της Ευρώπης έφεραν δύο ρινικά κέρατα και ήταν μεσαίου-μεγάλου μεγέθους. Στην πανίδα του Πηνειού αντιπροσωπεύεται πιθανότατα μόνο το είδος Stephanorhinus hemitoechus, ένα είδος που ζούσε σε ανοιχτές εκτάσεις και αραιά δάση. Ο Stephanorhinus hemitoechus δεν ήταν ιδιαίτερα μεγαλόσωμος ρινόκερος: το ύψος του στους ώμους δεν ξεπερνούσε τα 1,40-1,60 m. Το βάρος του πρέπει να υπερέβαινε τον 1 τόνο.

Τα ελαφοειδή

Στην πανίδα του Πηνειού περιλαμβάνονται και τα τρία πολύ γνωστά μας είδη ελαφοειδών, επισημαίνει ο κ. Αθανασίου, που απαντούν σήμερα στα εύκρατα δάση της Ευρώπης, δηλαδή το ελάφι, το πλατόνι και το ζαρκάδι. Εκτός όμως από αυτά περιλαμβάνεται και ένα, εξαφανισμένο σήμερα, γιγαντιαίο είδος, που ονομάζεται μεγαλόκερος (Megaloceros giganteus). To ύψος του στους ώμους ξεπερνούσε τα 2 m, και τα αρσενικά άτομα χαρακτηρίζονταν από τα τεράστια παλαμοειδή κέρατα τους, πλάτους άνω των 3 m. Πρόκειται για το μεγαλύτερο ελαφοειδές που έζησε ποτέ. Ο μεγαλόκερος έζησε σε εύκρατες περιοχές της Ευρασίας μέχρι το τέλος του Πλειστοκαίνου, και σε ορισμένες θέσεις επέζησε και στο Ολόκαινο.

Τα υπερβολικά μεγάλα κέρατα του μεγαλόκερου έχουν προκαλέσει πολλές συζητήσεις ήδη από την ανακάλυψη των πρώτων απολιθωμάτων αυτού του είδους, στις αρχές του 19ου αιώνα. Θεωρήθηκαν αρχικώς όπλα κατά των σαρκοφάγων ή άλλων αρσενικών ατόμων του είδους, αλλά το μέγεθος τους θα αποτελούσε με βεβαιότητα μεγάλο πρόβλημα στην κίνηση του ζώου, ειδικά όπου η βλάστηση ήταν πυκνή. Το μέγεθος των κεράτων θεωρήθηκε μάλιστα η αιτία της εξαφάνισης του είδους. Σήμερα οι ερευνητές συμφωνούν ότι τα κέρατα του μεγαλόκερου εξελίχθηκαν ως μέσο επίδειξης κατά την περίοδο του ζευγαρώματος, και η αποτελεσματικότητα τους ως μέσο εντυπωσιασμού φαίνεται ότι συνέβαλε στη μεγέθυνσή τους από γενιά σε γενιά. Μεγάλα κέρατα αναλογικά προς το σωματικό του μέγεθος έχει επίσης το πολύ μικρότερο πλατόνι (Dama dama).

Χρονολόγηση της πανίδας -Παλαιοπεριβάλλον

Η σύσταση της πανίδας του Πηνειού δείχνει ότι τοποθετείται γεωχρονολογικώς στο Ανώτερο Πλειστόκαινο. Ωστόσο, το Ανώτερο Πλειστόκαινο καλύπτει την αρκετά μεγάλη, για τα ανθρώπινα μέτρα, χρονική περίοδο 180.000-10.000 έτη πριν από σήμερα. Προκειμένου να κατανοηθεί καλύτερα η εξέλιξη του ποτάμιου συστήματος του Πηνειού κατά το Πλειστόκαινο και το Ολόκαινο, έχουν γίνει κατά το παρελθόν απόλυτες χρονολογήσεις ορισμένων ιζημάτων της κοιλάδας του. Σύμφωνα με τις χρονολογήσεις αυτές, τα ιζήματα στην περιοχή των Στενών Καλαμακίου αποτέθηκαν πριν από περίπου 30.000-45.000 χρόνια.

Η ηλικία αυτή, κατά την οποία έζησαν τα απολιθωμένα θηλαστικά της κοιλάδας του Πηνειού, εμπίπτει εντός της τελευταίας παγετώδους περιόδου, που σημαίνει ότι το κλίμα ήταν αισθητά πιο ψυχρό από το σημερινό. Ωστόσο, λόγω του σχετικά μικρού γεωγραφικού πλάτους της Θεσσαλίας, τα παγετικά φαινόμενα δεν ήταν τόσο έντονα. Αυτό συνάγεται από την απουσία στην απολιθωμένη πανίδα ζώων απόλυτα προσαρμοσμένων σε ψυχρά περιβάλλοντα, όπως το μαμούθ και ο τριχωτός ρινόκερος. Αντιθέτως, η πανίδα περιλαμβάνει θηλαστικά, όπως ο ιπποπόταμος, που δεν μπορούν να ζήσουν σε συνθήκες παγετού. Η παρουσία ταύρου αντί του βίσωνα (που είναι πιο ψυχρόφιλος) είναι μία ακόμη ένδειξη απουσίας ακραίων κλιματικών συνθηκών. Τέλος, η παρουσία ειδών που προτιμούν τα δάση, όπως τα ελαφοειδή και ο Elephas antiquus αποκλείει επίσης τις παγετικές συνθήκες, στις οποίες τα δέντρα δεν ευδοκιμούν.

Από το σύνολο της απολιθωμένης πανίδας του Πηνειού, την οποία αποτελούν δασόβιοι τύποι, αλλά και είδη που προτιμούν ανοιχτές εκτάσεις, προκύπτει το συμπέρασμα ότι κατά το Ανώτερο Πλειστόκαινο στη Θεσσαλία επικρατούσαν αραιά δάση, διακοπτόμενα από εκτάσεις με πιο χαμηλή βλάστηση. Σε παρόμοιο συμπέρασμα καταλήγουν παλαιοβοτανικές μελέτες, σύμφωνα με τις οποίες στην πεδιάδα της Λάρισας επικρατούσαν μικτά δάση φυλλοβόλων. Τα δάση κάλυπταν την περιοχή μέχρι τη Νεολιθική εποχή, όταν οι ανάγκες του ανθρώπου για καλλιεργήσιμη γη τον οδήγησαν σε μεγάλης κλίμακας αποψιλώσεις, καταλήγει ο δρ. Αθ. Αθανασίου.

Να σημειώσουμε πως οι σύμβουλοι επιμέλειας της έκθεσης είναι η Ισμήνη Νικολάου και η Μάρω Ψύρρα, και η συλλογή των εκτιθέμενων απολιθωμάτων έγινε από τους Κ. Μαλίζο, Κ. Θεοδωρόπουλο, Κ. Ταμβακά, Τ. Τλούπα, Θ. Τότσικα, Κ. Χουλιάρα και Α. Αθανασίου.