Αρχική σελίδα → Προσωπικά Ενδιαφέροντα → Καλαμπάκα, Μετέωρα & πέριξ

Μνήμες από το μπλόκο της Περιστέρας

Νικόλαος Δ. Γκούμας, http://www.stagonnews.gr, 1/4/2018

Το ημερολόγιο έγραφε 8 Μαρτίου 1944. Η μέρα ήταν συννεφιασμένη και το κρύο τσουχτερό. Αποβραδίς άρχισε να ψιχαλίζει κι όσο περνούσε η ώρα η βροχή δυνάμωνε. Κόντευαν μεσάνυχτα κι ο πατέρας ήταν ακόμη στο σπίτι, κάνοντας συντροφιά στη μάνα που υπέφερε από δυνατούς πόνους, λόγω σπονδυλοπάθειας. Λίγο πριν τις 12, σαμάρωσε δυο γαϊδούρια. Στο ένα φόρτωσε σιτάρι -θα πήγαινε το πρωί στο μύλο να το αλέσει- και στο άλλο, καβαλίκεψε ο ίδιος.

Μόλις διάβηκε το ανάχωμα (100 μέτρα έξω από το χωριό) μπήκε στην ποταμιά του Πηνειού. Η βροχή όλο και δυνάμωνε. Προχωρούσε, αμέριμνος, καβάλα στο ζώο, και πίσω ακολουθούσε το άλλο, με το φόρτωμα.

Πέρασε τον παραπόταμο Ληθαίο -δεν είχε νερό· στο χέρι κρατούσε αναμμένο τσιγάρο -πού και πού- τραβούσε καμιά ρουφηξιά.

Άξαφνα μια ριπή οπλοπολυβόλου -ρίχτηκε από το λόφο «Γαβριά»- πέρασε ξυστά πάνω από το κεφάλι του κι έσκασε 15-20 μέτρα μπροστά από τα ζώα.

Πήδηξε από το ζώο, πάτησε το αναμμένο τσιγάρο με το πόδι, παράτησε τα ζώα κι ακολουθώντας την όχθη της ποταμιάς απομακρύνθηκε από το επικίνδυνο σημείο.

Η βροχή δυνάμωσε, οι καταρράχτες άνοιξαν κι από τα σύννεφα έπεφταν καρεκλοπόδαρα.

Οι Γερμανοί περικύκλωσαν το χωριό κι ο πατέρας δεν είχε άλλη επιλογή· «ο πνιγμένος δε φοβάται τη βροχή»· έπρεπε να περάσει τον πλημμυρισμένο Πηνειό και να πάει στην καλύβα του παππού, στον Σκούμπο. Εκεί οι κάτοικοι της Περιστέρας είχαν τα ζωντανά τους.

Οι άνδρες -όσοι δεν κρύφτηκαν- κοιμόντουσαν αμέριμνοι. Ποιος το ’λπιζε πως με τέτοια κοσμοχαλασιά, μεσάνυχτα και κάτι, οι Γερμανοί θα έκαναν μπλόκο στο χωριό; Ξεγελάστηκαν -λόγω του καιρού- και το πλήρωσαν με τη ζωή τους. Οι Γερμανοί έκαναν έφοδο σ’ όλα τα σπίτια και πήραν αιχμαλώτους τούς κάτωθι:

1) Βαϊνάς Βασίλειος

2) Γκούμας Ανδρέας

3) Γκούμας Σταύρος

4) Καλύβας Δημήτριος (υπεύθυνος ΕΑΜ) από τη Διάβα

5) Μπαρμπαρούσης Βησσαρίων

6) Μπαρμπαρούσης Κωνσταντίνος

7) Μπασαράς Αθανάσιος

8) Μπασαράς Αναστάσιος

9) Περώνας Νίκος

10) Πλευράς Νικόλαος

11)) Ρούντος Ιωάννης

Μεταξύ αυτών, πήραν και δύο ανήλικους, τους:

1) Γκούμα Νικόλαο (15 ετών)

2) Καραλιόλιο Απόστολο (14 ετών)

Πέρασαν κι από το δικό μας σπίτι κι άρχισαν να χτυπάνε δυνατά την ξύλινη εξώπορτα. Τα παράθυρα δεν είχαν παντζούρια, είχαν μόνο σιδεριές, και οι Γερμανοί -ρίχνοντας φωτοβολίδες στην αυλή- έβλεπαν στο εσωτερικό του δωματίου και τέσσερα μικρά παιδιά να κοιμούνται, όλα μαζί, στην ψάθα. Η μάνα ξέχασε τους δυνατούς πόνους, ζάρωσε κάτω από το πρεβάζι του παραθύρου και προσευχόταν στο εικόνισμα που ήταν κρεμασμένο στον τοίχο, από πάνω της, μην ξυπνήσει κάποιο παιδί και τρομάξει. Οι προσευχές της εισακούστηκαν και κάποια στιγμή τούς άκουσε να λένε: «πίκολα»(;) (μικρά) κι έφυγαν.

Το πρωί η μάνα βγήκε στην αυλή και μόλις είδε τα γαϊδούρια μόνα τους -το ένα χωρίς σαμάρι- άρχισε να κλαίει, λέγοντας: «πάει ο πατέρας σας, τον σκότωσαν οι Γερμανοί». Μαζί της κλαίγαμε κι εμείς, καθώς και η αδελφή μου (3 ετών), χωρίς να συνειδητοποιεί το γιατί.

Κάθε φορά που αγρίευε και φούσκωνε ο Πηνειός, πολλοί κάτοικοι έβγαιναν στους λόφους, ένθεν κι ένθεν του ποταμού και παρακολουθούσαν τα αγριεμένα κύματα (καμήλες τα ’λεγαν) που κάλυπταν όλη την κοιλάδα (200-300μ.). Τότε, ακούστηκε, από τη μεριά του Σκούμπου, μια φωνή, που έλεγε: «Ο Μητσιάκος (έτσι έλεγαν τον πατέρα) είναι εδώ, να πείτε στους δικούς του να μην ανησυχούν».

Η φωνή, από στόμα σε στόμα, έφτασε ως την αυλή και τα δάκρυα έγιναν δάκρυα χαράς.

Τους άνδρες που αιχμαλώτισαν, τους πήραν μαζί τους και κανείς δεν ήξερε πού τους πήγαν. Αιτία ήταν μια κατάσταση με ονόματα αντιστασιακών η οποία έπεσε στα χέρια δύο Γερμανών που είχαν έρθει στο χωριό, πριν από 4-5 ημέρες.

Την άλλη βραδιά φοβηθήκαμε να κοιμηθούμε στο σπίτι και πήγαμε στη θεία Ζωή Γκούμα, που το προηγούμενο βράδυ τής πήραν τον άνδρα της, τον Ανδρέα. Ο φόβος επαληθεύτηκε. Οι Γερμανοί ξαναήρθαν, κι επειδή δεν βρήκαν άνδρες, πήραν όλες τις νέες γυναίκες, μαζί και δύο παππούδες.

Η μέρα κείνη είναι η πιο φριχτή της ζωής μου. Η ζοφερή εικόνα δε θα σβήσει ποτέ από τη μνήμη μου.

Οι Γερμανοί είχαν συγκεντρώσει όλες τις γυναίκες (60-70) έξω από το χωριό και γύρω- γύρω, σε ημικύκλιο, τις φρουρούσαν 30-40 πάνοπλοι στρατιώτες με προταγμένα τα όπλα. Πρόσωπα βλοσυρά κι ανέκφραστα -κάτω από γυαλιστερά κράνη- οδηγούσαν τις μητέρες μας στο πλησιέστερο γερμανικό φυλάκιο κι από πίσω ένα τσούρμο μικρά παιδιά κάθε ηλικίας -ακολουθώντας την αγέλη των μανάδων μας- κλαίγαμε σπαραχτικά.

Οι Γερμανοί όχι μόνο δεν συγκινήθηκαν, αλλά έστρεψαν τα όπλα προς εμάς· και τότε, ακούστηκε η κραυγή των μανάδων μας, που έλεγε: «γυρίστε πίσω, θα σας σκοτώσουν»· κι εμείς σταθήκαμε εκεί, μέχρι που τις χάσαμε από τα μάτια μας.

Αργότερα ήρθαν οι γιαγιές μας και μας πήραν. Όταν πήγα στο σπίτι, με περίμενε άλλη δυσάρεστη έκπληξη, οι Γερμανοί είχαν σπάσει την εξώπορτα του σπιτιού μας. Τις γυναίκες τις έκλεισαν σ’ ένα μπουντρούμι, χωρίς τουαλέτες, την ανάγκη τους την έκαναν σ’ ένα δοχείο που είχαν σε μια γωνιά.

Όσες ήταν μητέρες με μικρά παιδιά, όπως η μάνα μου, τις απελευθέρωσαν μετά από 5- 6 ημέρες, τις άλλες τις ανακρίνανε καθημερινά και τις απελευθέρωσαν σταδιακά μέσα σε ένα μήνα.

Τους άνδρες τους έκλεισαν στις φυλακές της Λάρισας και τους χρησιμοποιούσαν σαν ανθρώπινες ασπίδες. Τους έβαζαν στο πρώτο βαγόνι κι αν γίνονταν κάποια δολιοφθορά (νάρκη, καταστροφή γραμμών κ.λπ.) σκοτώνονταν εκείνοι.

Στις 2 Απριλίου 1944, ξημερώνοντας Κυριακή, τους εκτέλεσαν (μαζί με άλλους 53 πατριώτες, σύνολο 64) κοντά στο χωριό Μεσοράχη (πρώην Χασάν Τατάρ) του δήμου Κραννώνα Λάρισας σε «αντίποινα» για τη δολιοφθορά που έγινε στις γραμμές του τρένου κοντά στον Κραννώνα (από αντιστασιακές ομάδες του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ). Από τους 13, γλύτωσαν μόνο οι 2 ανήλικοι, οι οποίοι ελευθερώθηκαν στις 21 Μαΐου 1944.

Στον τόπο της εκτέλεσης, κατασκευάστηκε μαρμάρινο μνημείο, με χαραγμένο δάφνινο στεφάνι και το επίγραμμα: «ΑΝΔΡΩΝ ΕΠΙΦΑΝΩΝ ΠΑΣΑ ΓΗ ΤΑΦΟΣ» και στην ταφόπλακα χαράχτηκαν τα ονόματα των 64 εκτελεσθέντων πατριωτών.