Αξιόλογα διατηρητέα κτήρια στην πόλη της Καλαμπάκας

Eισαγωγή

Η Καλαμπάκα είναι μια πόλη με μακραίωνη ιστορία. Αν και έχουν βρεθεί αρχαιολογικά κατάλοιπα ήδη από τον 10ο αιώνα π.Χ., η πόλη πρωτοκτίσθηκε με το οικωνύμιο Αἰγίνιον στην Ελληνιστική Εποχή, ενώ με το ίδιο όνομα, Aeginium, την ονόμαζαν και οι Ρωμαίοι επί Ρωμαιοκρατίας.

Στην μεσαιωνική περίοδο έλαβε το όνομα Σταγοί από τους Σλάβους επήλυδες στην γύρω περιοχή, ενώ πολλές μαρτυρίες αναφέρουν ότι περιβαλλόταν από τείχος.

Τους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας οι κατακτητές την αποκάλεσαν Καλαμπάκα, ονομασία που υιοθετήθηκε από τους ντόπιους μόλις τον 19ο αιώνα.

Το χαρακτηριστικότερο γεγονός τού 20ού αιώνα ήταν πως η πόλη έγινε παρανάλωμα του πυρός, σχεδόν ολοσχερώς, από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής, με αποτέλεσμα να καταστραφούν τα όμορφα αρχοντικά και άλλα οικήματα με ενδιαφέρουσα αρχιτεκτονική και να χρειαστεί εξ αρχής ανοικοδόμηση.

Στη συνέχεια θα δούμε, με χρονολογική σειρά κτίσης, τρία από τα ενδιαφέροντα από αρχιτεκτονικής απόψεως και διατηρητέα καλαμπακιώτικα κτήρια, παραλείποντας για αυτόνομη παρουσίαση το σημαντικότερο και παλαιότερο κτίσμα της πόλης, τον παλαίφατο μητροπολιτικό ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου Σταγών.

Πρόκειται για το αρχοντικό τού κοτζάμπαση Σταγών Γιαννάκη Καλαμπάκα, τού 18ου αιώνα, τα κτήρια του σιδηροδρομικού σταθμού Καλαμπάκας, έργο του Ιταλού μηχανικού Εβαρίστο ντε Κίρικο, τού 19ου αιώνα, και τέλος το ξενοδοχείο Ξενία Καλαμπάκας, το σημαντικότερό έργο τού αρχιτέκτονα Άρη Κωνσταντινίδη και ίσως το σημαντικότερο της ελληνικής αρχιτεκτονικής τού 20ού αιώνα, όπως έχει χαρακτηριστεί!

Το Αρχοντικό τού κοτζάμπαση Σταγών Γιαννάκη Καλαμπάκα

Διακόσια περίπου μέτρα δυτικά της εκκλησίας Κοιμήσεως της Θεοτόκου Καλαμπάκας βρίσκονται πάνω σ’ ένα μικρό βράχο τα ερείπια ενός σπιτιού, που ρημάζει αφημένο στη μοίρα του. Πρόκειται για το αρχοντικό του Γιαννάκη Καλαμπάκα, του άγνωστου Καλαμπακιώτη προεστού κατά τη διάρκεια της παντοδυναμίας του Αλή πασά και της βλαχάβειας επανάστασης.

Λίγα χρόνια μετά τα Ορλωφικά (1770) έφτασε με την οικογένειά του στους Σταγούς από την Μοσχόπολη, όπου κατοικούσε μέχρι τότε, κάποιος πλούσιος Ιωάννης, υιός Σταθάκη.

Παντρεύτηκε την αδερφή του Παϊσίου, του οποίου ο πατέρας ήταν προύχοντας στην περιοχή του Κλινοβού, και μερίμνησε να γίνει ο Ιωάννης κοτζάμπασης στην Καλαμπάκα και ο Παΐσιος επίσκοπος της πόλης.

Αφού πρόσθεσε το επίθημα –άκης στο όνομά του, σαν τίτλο τιμής, όπως γινόταν την εποχή εκείνη, ο Γιαννάκης —πλέον— Καλαμπάκας μερίμνησε για την ανέγερση ενός τριώροφου αρχοντικού στο υψηλότερο σημείο της πόλης, με απρόσκοπτη θέα προς όλη τη γύρω περιοχή, στο οποίο κάποιο διάστημα φιλοξενήθηκε και ο βλάμης του ιδιοκτήτη του, ο Αλή πασάς!

Στη συνέχεια, η οικογένεια τού Γιαννάκη Καλαμπάκα φρόντισε να ανακαινισθούν ή να κτισθούν εκ βάθρων 12 παρεκκλήσια της Καλαμπάκας: το δίδυμο αγίων Βασιλείου, Κωνσταντίνου και Ελένης, το οποίο ήταν και παραμένει μέχρι σήμερα ιδιόκτητο της οικογένειας, των αγίων Νικολάου και Αντωνίου, του αγίου Αθανασίου, του αγίου Γεωργίου Σοποτού, του αγίου Δημητρίου, της αγίας Τριάδας, της Αναλήψεως, του προφητη–Ηλία, του Γενεσίου της Θεοτόκου, κοντά στον Μπάντοβα, και τέλος το τελείως κατεστραμμένο (μετά την σπουδαία νικηφόρα για τους Έλληνες μάχη της Καλαμπάκας στα 1854) παρεκκλήσιο του Αϊ–Μηνά.

Ο αδελφός του Γιαννάκη Καλαμπάκα με το όνομα Μάνος έγινε ιερέας στον ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου και σκοτώθηκε στα 1779 από τουρκαλβανούς ληστές που λεηλατούσαν την περιοχή.

Τα τέκνα τού Γιαννάκη Καλαμπάκα, ιδίως ο πρωτότοκος Κωνσταντίνος, αλλά και οι Στάθης, Σπύρος και Δημήτρης, μερίμνησαν για την αγιογράφηση ναών, όπως του δυτικού και νότιου εξωνάρθηκα της Κοιμήσεως Θεοτόκου, του ναού του Αγίου Γεωργίου Σοποτού κ.ά., καθώς και για την ανέγερση του Επισκοπείου, κτηρίου που βρισκόταν στον αύλειο χώρο της Κοιμήσεως Θεοτόκου Σταγών και κάηκε στα 1943, αφού τα τελευταία χρόνια είχε λειτουργήσει και ως σχολείο.

Εξαιτίας διώξεων από τον Αλή πασά, ο Γιαννάκης Καλαμπάκας αυτοεξορίστηκε από την πόλη από το 1790 έως τον Νοέμβριο τού 1805, που τον επισκέφθηκε στην οικία του ο Άγγλος περιηγητής Γουίλιαμ Ληκ. Στα 1807 ο Γιαννάκης Καλαμπάκας ως κοτζάμπασης Σταγών, ο Νάσιος Μάνδαλος ως αρματολός Χασίων με έδρα το Κράτζοβο και πολλοί άλλοι πήραν μέρος στο επαναστατικό κίνημα του παπα–Θύμιου Βλαχάβα εναντίον τού Αλή πασά, το οποίο προδόθηκε και εξαιτίας της προδοσίας απέτυχε.

Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό πως ένα παραδοσιακό τραγούδι που τραγουδιέται και χορεύεται στην Καλαμπάκα εδώ και 217 χρόνια, αναφέρεται με κρυπτικό, μυστικό και συνωμοτικό τρόπο στη συμμετοχή των Καλαμπακιωτών και δεκάδων άλλων οπλαρχηγών στη σύσκεψη στην Αγία Μαύρα, σημερινή Λευκάδα, υπό τον Ιωάννη Καποδίστρια, για την προετοιμασία της βλαχάβειας επανάστασης. «Καριοφίλι μου γραμμένο, όταν βγαίνω και πηγαίνω (…) Πήγαμε στην Άγια Μαύρα κι έφαγα σταφύλια μαύρα, το ’να μέλι, τ’ άλλο γάλα, τ’ άλλο δροσερό σταφύλι. Κι έχασα του πετραχήλι και στην εκκλησιά δεν πάω για τ’ αυτό το πετραχήλι.»

Μετά το άδοξο τέλος της επανάστασης και την φρικτή δολοφονία του παπα–Θύμιου Βλαχάβα, δολοφονήθηκε στα Ιωάννινα και ο κοτζάμπασης Σταγών Γιαννάκης Καλαμπάκας. Το αρχοντικό του πέρασε στην κατοχή τού γιου τού Αλή, του Βελή πασά, όπως διαπίστωσε στα 1813 που επισκέφθηκε την πόλη ο Άγγλος γιατρός και περιηγητής σερ Ερρίκος Χόλλαντ.

Το τελειωτικό χτύπημα στο αρχοντικό δόθηκε στις 18 Οκτωβρίου τού 1943, που κάηκε από τους Γερμανούς κατακτητές.

Κι αντί στα νεότερα χρόνια να αναπαλαιωθεί, να συντηρηθεί και να μας θυμίζει την ένδοξη ιστορία των ενοίκων του αλλά και της πόλης μας, αφέθηκε να ρημάζει, έχοντας καταντήσει ερείπιο.

Τα Κτήρια του σιδηροδρομικού σταθμού Καλαμπάκας

Μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας στα 1881 και την ενσωμάτωσή της στον ελληνικό κρατικό κορμό, τον Ιούνιο τού 1882, επί πρωθυπουργίας Χαριλάου Τρικούπη, αποφασίστηκε η κατασκευή σιδηροδρομικής γραμμής που θα ένωνε τις θεσσαλικές πόλεις με το υπόλοιπο σιδηροδρομικό δίκτυο της χώρας, ώστε τα γεωργικά προϊόντα της θεσσαλικής πεδιάδας να φτάνουν στην Αττική. Με τη σύμβαση «περὶ κατασκευῆς, συστάσεως καὶ χρήσεως σιδηροδρομικῶν γραμμῶν ἀπὸ Βόλου διὰ Βελεστίνου καὶ Γκερλὶ εἰς Λάρισαν, καὶ ἀπὸ Βελεστίνου διὰ Φαρσάλων, Καρδίτσης καὶ Τρικάλων εἰς Καλαμπάκαν» ανατέθηκε το έργο κατασκευής στον μηχανικό σχεδιασμού Ιταλό Εβαρίστο ντε Κίρικο και τον Βέλγο μηχανικό Αρμάντ Εννεμπέρτ, οι οποίοι ήταν υπεύθυνοι για την τεχνική μελέτη του δικτύου, των κτηριακών εγκαταστάσεων και του εξοπλισμού.

Την κατασκευή του όλου έργου ανέλαβε η εργολαβική εταιρεία τού ντε Κίρικο, η οποία, εκτός των άλλων, κατασκεύασε και τα κτήρια των σταθμών, των φυλακίων, των αποθηκών και άλλων συναφών χώρων, ακολουθώντας τα τυποποιημένα πρότυπα που εφαρμόζονταν στη δυτική Ευρώπη την εποχή αυτή.

Στα 1882 ιδρύεται η ανώνυμη εταιρεία «Εταιρεία Σιδηροδρόμων Θεσσαλίας», που διαχειριζόταν και τη γραμμή Βόλου–Λάρισας, ενώ στις 16 Ιουνίου του 1886 η σιδηροδρομική γραμμή φτάνει στην Καλαμπάκα, την τελευταία «μεγάλη» ελληνική πόλη πριν από τα σύνορα και τερματικό σταθμό. Εκτός από επιβάτες, με το σιδηρόδρομο μεταφέρονται προϊόντα καθώς και η αλληλογραφία.

Ο μηχανικός τού έργου Ιταλός Εβαρίστο γεννήθηκε το 1841 από τον Σικελό βαρόνο Τζόρτζιο Φιλιγκόνε ντε Κίρικο. Σπούδασε Μηχανική και ειδικεύτηκε στις σιδηροδρομικές μεταφορές. Στα 1880, έχοντας ήδη εμπειρία από την κατασκευή σιδηροδρομικού δικτύου στη Βουλγαρία, κλήθηκε από τον Χαρίλαο Τρικούπη και τον Θεόδωρο Μαυρογορδάτο να σχεδιάσει το θεσσαλικό σιδηροδρομικό δίκτυο. Εγκαταστάθηκε στο Βόλο και με την εταιρεία του άρχισε τον σχεδιασμό και την υλοποίηση του δικτύου και των απαραίτητων κτηρίων. Αφού ολοκλήρωσε το σιδηροδρομικό δίκτυο μέχρι την Καλαμπάκα, ο Εβαρίστο στα 1895 εγκαθίσταται εκ νέου στον Βόλο, για να κατασκευάσει το τρενάκι του Πηλίου, τον γνωστό Μουντζούρη.

Στα 1888 απέκτησε τον πρώτο του γιο, τον ζωγράφο, συγγραφέα και γλύπτη Τζιόρτζιο ντε Κίρικο, ενώ στα 1891 τον δεύτερο γιο του, Αντρέα, που ως συγγραφέας και καλλιτέχνης επέλεξε αργότερα το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Αλμπέρτο Σαβίνιο. Μάλιστα, όταν τον Ιούνιο του 1917, κατά τη διάρκεια του Αʹ Παγκοσμίου Πολέμου, επισκέφτηκαν την Καλαμπάκα Γάλλοι στρατιώτες και αξιωματικοί της Αρμέ Φρανσαί ντ’ Οριέντ υπό την ηγεσία του στρατηγού Μορίς Σαράιγ και φωτογράφισαν την πόλη, τα βράχια και τα μοναστήρια των Μετεώρων, ο Αντρέας ντε Κίρικο ήταν μεταφραστής τους.

Ο Εβαρίστο επιθυμούσε να ακολουθήσει ο πρωτότοκος γιος του Τζιόρτζιο το ίδιο επάγγελμα μ’ εκείνον, του μηχανικού, όμως ενθάρρυνε τα καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα που έβλεπε πως είχαν τα παιδιά του και προσέλαβε ιδιωτικούς δασκάλους για τη μόρφωσή τους.

Το 1900 «ο Τζιόρτζιο εγγράφεται στο Πολυτεχνείο της Αθήνας, με καθηγητές του τους Κωνσταντίνο Βολονάκη, Γιώργο Ιακωβίδη, Γεώργιο Ροϊλό κ.ά. Γνωρίζεται ακόμη με τον Δημήτριο Πικιώνη, με τον οποίο, εξαιτίας της σύμπτωσης απόψεων, θα εξακολουθήσει να έχει επαφές και στην Γερμανία και Ιταλία, καθώς και με τον Γιώργο Μπουζιάνη.

Ο Τζιόρτζιο ντε Κίρικο επηρεάστηκε από το ελληνικό περιβάλλον και γενικότερα τον ελληνικό πολιτισμό, που υπήρξε πηγή έμπνευσης για εκείνον. Στα 1909, ζωγράφισε στο Μιλάνο μια ελαιογραφία που την ονόμασε «Σφιγξ». Η Σφίγγα, φανταστικό πλάσμα της ελληνικής μυθολογίας, κόρη του Τυφώνος και της Έχιδνας, απεικονίζεται από τους αρχαίους Έλληνες ως φτερωτό λιοντάρι με κεφάλι γυναίκας ή ως γυναίκα με πόδια και στήθη λιονταριού, ουρά ερπετού και φτερά πτηνού. Η Σφίγγα είναι αυτή που ρωτούσε το γνωστό φιλοσοφικό ερώτημα «τί ἐστιν ὅ, μίαν ἔχον φωνήν, τετράπουν καὶ δίπουν καὶ τρίπουν γίνεται;», στο οποίο απάντησε ο Οιδίποδας «ὁ ἄνθρωπος», αφού όταν είναι βρέφος περπατάει στα τέσσερα, μετά σηκώνεται στα δύο του πόδια και στα γηρατειά περπατάει όρθιος, αλλά χρησιμοποιεί σαν τρίτο πόδι ένα μπαστούνι. Μόλις λύθηκε το αίνιγμά της, η Σφίγγα γκρεμίστηκε από τον βράχο που στεκόταν και σκοτώθηκε.

Στον πίνακα λοιπόν αυτόν του Τζιόρτζιο ντε Κίρικο βλέπουμε ένα θαλασσινό τοπίο, ενώ στον ουρανό κυριαρχούν πολλά σύννεφα σε αποχρώσεις του γκρίζου και του καφέ. Στα αριστερά τού πίνακα, ορθώνονται τρία γιγάντια βράχια, με το μεσαίο να έχει έναν μικρότερο βράχο στην κορυφή του, που μοιάζει με κεφαλή γυναίκας.

Παρόλο που το τοπίο στον πίνακα είναι θαλασσινό, ο καλλιτέχνης απεικονίζει τα βράχια της Αγιάς και του Άλτσου που βρίσκονται πάνω από την Καλαμπάκα, όπως τα θυμόταν από τα παιδικά του χρόνια που την επισκεπτόταν με τον πατέρα του!

Αλλά και σε άλλα έργα του κορυφαίου Ιταλού ζωγράφου εντοπίζουμε αναφορές στο μετεωρικό τοπίο. Σε ελαιογραφία με τον τίτλο «Προμηθέας», βλέπουμε ομοιότητα με τον βράχο του Μπάντοβα και τη μονή αγίου Νικολάου Μπάντοβα που είναι χτισμένη στο μέσο του, μέσα σε μια σπηλιά του βράχου. Επίσης, σε ελαιογραφία τού 1968 με τίτλο «Οιδίποδας και Σφίγγα», τα βράχια που φαίνονται σε τρίτο επίπεδο στο βάθος του πίνακα θυμίζουν αμυδρά κάποια μετεωρίτικα βράχια, για παράδειγμα τη χαράδρα «Ζωνάρι» ανάμεσα στον Άλτσο και την Αγιά.

Και στο έργο του «Ο θάνατος του Κενταύρου», μια ελαιογραφία του 1909, τα βράχια στο δεύτερο και τρίτο επίπεδο μοιάζουν με τα μετεωρικά. Ιδίως ο ανθρωπόμορφος βράχος στα δεξιά του πίνακα μοιάζει με τον πραγματικό ανθρωπόμορφο μετεωρικό βράχο «Αντρόγυνο».

Και στην «Ανάβαση στο μοναστήρι», μια ελαιογραφία του 1908, παρόλο που το τοπίο, το μοναστήρι ή ο σταυρός στην κορυφή δεν παραπέμπουν και τόσο στα ορθόδοξα μετεωρίτικα μοναστήρια, εντούτοις ο καλλιτέχνης φαίνεται να έχει επηρεαστεί από τα Μετέωρα.

Επίσης, σε πολλά έργα τού ντε Κίρικο κάνουν την εμφάνισή τους τρένα, και μάλιστα εκεί που δεν τα περιμένεις, όπως στο έργο του «Πιάτζα ντ’ Ιτάλια» τού 1948. «Τα έργα αυτά θα προκαλέσουν την προσοχή τού Πικάσο που θα τον συστήσει στον Απολλιναίρ ως ζωγράφο των σταθμών.»

«Συχνά εμφανίζονται σιδηροδρομικοί σταθμοί και τρένα που καπνίζουν, παραπέμποντας στα παιδικά του χρόνια στη Θεσσαλία και στο επάγγελμα του πατέρα του, περισσότερο όμως στις μετέπειτα συνεχείς μετακινήσεις του, τα αλλεπάλληλα ταξίδια της ζωής του: το ίδιο το έργο του είναι ένα μακρύ ταξίδι μέσα στη ζωγραφική και στην ιστορία. Ο σταθμός είναι το βήμα μεταξύ των δύο ορίων, ανάμεσα στο είναι και στο γίγνεσθαι, την ακινησία και την κίνηση. Είναι η στάση της αναμονής μπροστά στο άγνωστο και στην περιπέτεια του ταξιδιού, της ύπαρξης μέσα στην φαντασία και στη μνήμη.»

Είναι απορίας άξιο λοιπόν που τα όμορφα κτήρια του σιδηροδρομικού σταθμού Καλαμπάκας, με την τόσο μεγάλη ιστορική, αρχιτεκτονική και γενικότερη πολιτισμική ιστορία, από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα ρημάζουν και καταστρέφονται, ενώ ήδη με το ΦΕΚ 614 της 22ας Ιουλίου 1997 τα κτήρια των σιδηροδρομικών σταθμών Τρικάλων και Καλαμπάκας χαρακτηρίστηκαν ιστορικά διατηρητέα μνημεία με ορισμό ζώνης προστασίας τους τον περιβάλλοντα χώρο τους.»

«Χαρακτηρίζουμε ως ιστορικά διατηρητέα μνημεία (διαβάζουμε στην απόφαση) τα κτήρια του σταθμού της Καλαμπάκας μαζί με το νέο και το παλιό μηχανοστάσιο, το τρίτο μηχανοστάσιο, το κτήριο του υπνωτηρίου του προσωπικού, τον υδατόπυργο και την πλάκα περιστροφής. (...) Πρόκειται για αξιόλογα και αντιπροσωπευτικά δείγματα αρχιτεκτονικής του τέλους του περασμένου αιώνα που κατασκευάσθηκαν στο διάστημα 1881–1886 από τον μηχανικό Εβαρίστο ντε Κίρικο, ο οποίος μαζί με τον Θεόδωρο Μαυρογορδάτο είχαν αναλάβει την εκτέλεση του έργου του Θεσσαλικού Σιδηροδρόμου. Επίσης αποτελούν σημείο αναφοράς για τους κατοίκους της περιοχής, συνδεδεμένα με ιστορικές μνήμες και είναι απαραίτητα για την μελέτη της ιστορίας της αρχιτεκτονικής.»

Δυστυχώς, καμία δημοτική αρχή μέχρι τώρα δεν ενδιαφέρθηκε σοβαρά και αποτελεσματικά για την ανάδειξή τους, ενώ ούτε οι προσπάθειες και προτάσεις ιδιωτών για τη δημιουργία ενός Σιδηροδρομικού Μουσείου, με παλαιές ατμήλατες μηχανές ή ντιζελομηχανές, με παλαιά επιβατηγά ή φορτηγά βαγόνια, με λειτουργική αποκατάσταση της γέφυρας αναστροφής, με έκθεση τροχαίου ή άλλου υλικού σε στεγασμένους ή εξωτερικούς χώρους κ.λπ. τελεσφόρησαν.

Τη στιγμή μάλιστα που, έπειτα από δημοσίευση της μελέτης του φιλολόγου Σπυρίδωνος Βλιώρα για τα κτήρια και την ιστορία τους, έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον το κρατικό ιταλικό Ίδρυμα Τζιόρτζιο και Ίζα ντε Κίρικο, που ιδρύθηκε στα 1986 με σκοπό τη διαφύλαξη του έργου του μεγάλου ζωγράφου. Θυμίζουμε πως ένα μεγάλο μέρος της εταιρείας ΟΣΕ έχει περάσει πλέον στην ιδιοκτησία ιταλικής εταιρείας.

Ευχής έργο θα ήταν επίσης ένα από τα κτήρια αυτά να γίνει πινακοθήκη / γκαλερί, ικανή —από άποψη χώρων, προδιαγραφών και ασφαλείας— να φιλοξενεί και να προβάλλει έργα σημαντικών ζωγράφων, αγιογράφων, φωτογράφων κ.ά., ώστε να μπορεί να φιλοξενεί περιοδικές εκθέσεις έργων του Ντε Κίρικο, καθώς και εκθέσεις έργων που έχουν ως θέμα τους τον σιδηρόδρομο, την Καλαμπάκα ή τα Μετέωρα. Και σιγά σιγά να μπει και η Καλαμπάκα στην ομάδα των πόλεων που την επισκέπτονται χιλιάδες τουρίστες —συνήθως υψηλών εισοδημάτων— που έχουν στο κέντρο των ενδιαφερόντων τους την Τέχνη. Και να μπορέσουμε και οι φιλότεχνοι και όσοι αγαπάμε την πόλη μας να απολαύσουμε στον τόπο μας εκθέσεις ζωγραφικής υψηλού επιπέδου.

Το ξενοδοχείο Ξενία Καλαμπάκας και ο δημιουργός του Άρης Κωνσταντινίδης

Σε αφιερωματική εκδήλωση που οργάνωσε το 2ο Γυμνάσιο Καλαμπάκας σε συνεργασία με τον Πολιτισμικό Σύλλογο Καλαμπάκας τον Νοέμβριο τού 2023, με αφορμή την συμπλήρωση 110 ετών από τη γέννηση και 30 από τον θάνατο του σημαντικού νεοέλληνα αρχιτέκτονα Άρη Κωνσταντινίδη, ξεδιπλώθηκε από τον καθηγητή του 2ου γυμνασίου φιλόλογο Σπυρίδωνα Βλιώρα η ιστορία ενός από τα σημαντικότερα και εμβληματικότερα δημιουργήματα του Κωνσταντινίδη, που κοσμούσε την πόλη μας, του ξενοδοχείου Ξενία Καλαμπάκας, και κατατέθηκαν προτάσεις για το μέλλον τού αρχιτεκτονήματος. Ας δούμε κι εδώ κάποια στοιχεία.

«Ο Άρης Κωνσταντινίδης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1913. Σπούδασε αρχιτεκτονική στο Πολυτεχνείο του Μονάχου και εν συνεχεία εργάστηκε στο Τμήμα Πολεοδομίας της Αθήνας και στο Υπουργείο Δημοσίων Έργων. Η περίοδος που σηματοδότησε το έργο του ήταν αυτή του Εθνικού Οργανισμού Τουρισμού, που του έδωσε την ευκαιρία να ασχοληθεί με πιο σύνθετα προβλήματα, όπως την ένταξη ενός ξενοδοχείου στο παραδοσιακό περιβάλλον ή στο ελληνικό φυσικό τοπίο.

Μετά από την καταστροφική για την Ελλάδα περίοδο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και του Εμφυλίου που ακολούθησε και στα πλαίσια της οικονομικής και γενικότερης ανασυγκρότησης της χώρας, δημιουργήθηκε, αρχικά με χρηματοδότηση από το σχέδιο Μάρσαλ, το κρατικό κτηριακό πρόγραμμα «Ξενία», το οποίο στόχευε στην τουριστική ανάπτυξη της Ελλάδας, στην ανάδειξή της σε παγκόσμιο τουριστικό προορισμό και κατ’ επέκταση στην οικονομική της ανάκαμψη. Από το 1957 ως το 1967 είχε επικεφαλής τον Άρη Κωνσταντινίδη.

Η σπάνια νεοελληνική λέξη ξενία (ως θηλυκό ουσιαστικό: η ξενία) σήμαινε ουσιαστικά τη φιλοξενία, από το αρχαιοελληνικό επίθετο του Δία, ξένιος, προστάτης της φιλοξενίας.

«Το πρόγραμμα «Ξενία» περιλαμβάνει πάνω από 70 κτήρια τουριστικών καταλυμάτων και πολλές παρεμφερείς εγκαταστάσεις (τουριστικά περίπτερα, πλαζ, οδικούς σταθμούς κ.ά.) που βρίσκονται κατανεμημένα σε όλη την ελληνική επικράτεια» κατά μήκος των εθνικών οδών, κοντά σε αρχαιολογικούς χώρους και σε σημεία εξαίρετου φυσικού κάλλους.

«Τα Ξενία σχεδιάστηκαν με κοινόχρηστους χώρους να μπορούν να φιλοξενήσουν μεγαλύτερο αριθμό επισκεπτών από αυτόν των ενοίκων. Ήταν λογική της αρχικής σχεδίασης, ώστε το ξενοδοχείο να δέχεται και περαστικούς ή κατοίκους της ευρύτερης περιοχής στα πλαίσια της καλύτερης ένταξης του ξενοδοχείου στο περιβάλλον του.»

«Έργα του προγράμματος ανήκουν στα σημαντικότερα κτήρια του ελληνικού μεταπολεμικού μοντερνισμού.»

Ας περάσουμε τώρα στην ιστορική αναδρομή που αφορά συγκεκριμένα στο Ξενία Καλαμπάκας. Στη δυτική είσοδο της πόλης, μισό περίπου χιλιόμετρο από την πλατεία μπροστά από το δημαρχείο, στις νοτιοανατολικές υπώρειες του υψώματος Δάφνη (όπως ονομάζεται σε στρατιωτικό χάρτη τού 1938) και βορείως του λόφου τού προφήτη Ηλία βρίσκεται το Ξενία Καλαμπάκας.

Προπολεμικά και μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, στη θέση περίπου που σήμερα βρίσκεται το Ξενία, βρισκόταν για χρόνια το εξοχικό κέντρο Καλή Θέα. Ήταν —μαζί με τον παρακείμενο προφήτη Ηλία— τα σημεία όπου κατέληγε η βόλτα των Καλαμπακιωτών, καθώς οι κάτοικοι της πόλης είχαν εκτιμήσει την ομορφιά του τόπου και την εξαιρετική θέα προς τα Μετέωρα, τον Κόζιακα και την γύρω περιοχή, ενώ από το σημείο περνούσε η σιδηροδρομική γραμμή που επρόκειτο να φθάσει από την Καλαμπάκα στην Κοζάνη.

«Τον Απρίλη του 1941, κάτω από το κέντρο, που περνούσε ο δρόμος προς τα Γιάννενα και Γρεβενά, έγινε η παράδοση της πόλης στους Γερμα­νούς.» Στη γύρω περιοχή, εξαιτίας και του εμφυλίου πολέμου που ακολούθησε, είχαν αναπτυχθεί πολλά στρατόπεδα και διάφοροι άλλοι χώροι και οικήματα για στρατιωτική χρήση, από την περιοχή τού 4ου δημοτικού σχολείου Καλαμπάκας μέχρι το Κέντρο Υγείας περίπου.

Στα 1958 στην περιοχή αυτή άρχισε να κτίζεται το ξενοδοχείο Ξενία.

Είναι σημαντικό να επισημάνουμε πως το Ξενία Καλαμπάκας είναι μοτέλ (<motor + hotel) κι όχι hotel. Τα μοτέλ είναι καταλύματα που προσφέρουν δωμάτια για διανυκτέρευση σε ταξιδιώτες και αυτοκινητιστές και συνήθως βρίσκονται κοντά σε οδικούς άξονες, όπως αυτοκινητόδρομους, εθνικές και περιφερειακές οδούς. Συχνά προσφέρουν περιορισμένες υπηρεσίες και εγκαταστάσεις σε σχέση με τα ξενοδοχεία, όπως πιο απλή διακόσμηση, περιορισμένες υπηρεσίες δωματίου, λιγότερες επιλογές για φαγητό και ποτό, λιγότερες εγκαταστάσεις για αναψυχή και ψυχαγωγία, και συνήθως δεν έχουν πολυτελείς παροχές. Διαθέτουν επίσης χώρο στάθμευσης αυτοκινήτων μπροστά από το δωμάτιο ή κοντά σ’ αυτό, κάτι που τα καθιστά πολύ βολικά για τους ανθρώπους που έχουν πολλές αποσκευές να μεταφέρουν ή είναι απλά παρήγορο να γνωρίζουν ότι το αυτοκίνητό τους είναι σταθμευμένο ακριβώς έξω από το δωμάτιο ή κοντά σ’ αυτό.

Στις 19 Ιουλίου 1960 ο επιβλέπων μηχανικός Άργης Φιλίππου Φιλιππίδης συνέταξε την τεχνική έκθεση στην οποία περιγράφεται το κτήριο: «Το όλον οικοδόμημα αποτελείται από δύο πτέρυγας συνδεομένας μεταξύ των διά υποστέγου διελεύσεως αυτοκινήτων, ένθα ευρίσκεται και το γραφείον ελέγχου κινήσεως και υποδοχής. Είναι κατασκευασμένον από σκελετόν εξ ωπλισμένου σκυροδέματος, οι δε τοίχοι πληρώσεως εκ πλινθοδομής και λιθοδομής αναλόγως. Είναι δυνάμεως 22 δωματίων ή 44 κλινών, απάντων δικλίνων. Έκαστον δωμάτιον ύπνου διαθέτει ίδιον χώρον λουτρού, περιλαμβάνοντα ντους, W.C., νιπτήρα. Τοίχοι εκ λιθοδομής ορατής. Béton εμφανές. Δάπεδον εστρωμένον διά πλακών oρθογωνικών Πρόπαν.»

Και συνεχίζει λεπτομερώς με τους χώρους διαμονής, τα κλιμακοστάσια, τους προθαλάμους, τα πλυντήρια–σιδερωτήρια, τη λινοθήκη, το μηχανοστάσιο, την κατοικία του ξενοδόχου, την πτέρυγα του εστιατορίου, το μαγειρείο, τη λάντζα καζανιών, την αποθήκη τροφίμων, το δωμάτιο διημερεύσεως προσωπικού, την εστεγασμένη δίοδο προς πτέρυγας δωματίων ύπνου, το γραφείο υποδοχής κ.λπ.

Ο αρχιτέκτονας Τάσης Παπαϊωάννου το περιγράφει λιτά: «Η συνθετική ιδέα τού μοτέλ ευανάγνωστη και καθαρή. Δύο αντικριστοί όγκοι, διατεταγμένοι παράλληλα στις υψομετρικές καμπύλες του εδάφους, όπου ανάμεσά τους διέρχεται ο δρόμος των αυτοκινήτων που τους ξεχωρίζει σε δύο διακριτές ενότητες: εκείνη των κοινόχρηστων χώρων (καθιστικό, εστιατόριο, κουζίνα) και εκείνη των δωματίων που βλέπουν προς την κατηφοριά και τη θέα. Μια ενιαία κεκλιμένη πλάκα καλύπτει ολόκληρο το συγκρότημα, ενώνοντας τις δύο πτέρυγες μ’ έναν λαιμό στο σημείο της reception. (…) Δεν χρειάζεται να απομακρυνθείς πολύ από το μοτέλ του Άρη Κωνσταντινίδη, για να διαπιστώσεις την τεράστια διαφορά που το χωρίζει από τα υπόλοιπα ξενοδοχεία μέσα στην Καλαμπάκα ή στο γειτονικό Καστράκι. Ξενοδοχεία που η πλειονότητά τους θα μπορούσε να αποτελέσει την πεμπτουσία του ελληνικού kitsch, μέσα στην απερίγραπτη ασχήμια τους και την «inox» αρχοντοχωριατιά τους.»

Ο αρχιτέκτονας Μιχάλης Σουβατζίδης εκφράζεται θετικότατα για το Ξενία Καλαμπάκας: «Πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα έργα του αρχιτέκτονα Άρη Κωνσταντινίδη, στον τομέα των ξενοδοχειακών συγκροτημάτων. Είναι από τα αντιπροσωπευτικότερα και πλέον πρωτοπόρα έργα του, όπου η αρχιτεκτονική και η επιλογή των υλικών μονάδας εντάσσεται στο παραδοσιακό περιβάλλον της ελληνικής φύσης και ειδικότερα του εξαιρετικού γεωλογικού φαινομένου των βράχων των Μετεώρων.

Η αρχιτεκτονική του συγκροτήματος παρουσιάζει μορφολογική αυστηρότητα, η οποία εναρμονίζεται απόλυτα με το επιβλητικό τοπίο της περιοχής.

«Αποτελεί εξαίρετο δείγμα κτηρίου κυρίως ειδικής χρήσεως της δεκαετίας ’60–’70, με ιδιαίτερα αρχιτεκτονικά και τεχνικά στοιχεία στην σύνθεση των όγκων και στη δομή του, που χαρακτηρίζεται από την «δωρικότητα» των μορφών και τη λειτουργική διάταξη των χώρων. Το συγκρότημα της Καλαμπάκας είναι από τα πλέον αντιπροσωπευτικά έργα του Άρη Κωνσταντινίδη, έχει δημοσιευθεί σε πολλά εγχειρίδια Αρχιτεκτονικής και αποτελεί σημαντική μαρτυρία της εξέλιξης της μεταπολεμικής ιστορίας της αρχιτεκτονικής.»

Πιστεύει ότι είναι το σημαντικότερό έργο του δημιουργού του και ίσως το σημαντικότερο της Ελληνικής Αρχιτεκτονικής τού 20ού αιώνα!

Γύρω στα 1997 το ξενοδοχείο Ξενία έπαψε τη λειτουργία του για πολλούς λόγους, που είχαν δράσει σωρευτικά για τριάντα περίπου χρόνια. «Η απαξίωση του Ξενία Καλαμπάκας ξεκίνησε από τη δεκαετία του ’70 και τη στροφή στον μαζικό τουρισμό, με τα πολυώροφα ξενοδοχεία, που κατά κανόνα προσβάλλουν το περιβάλλον.» «Δειλά–δειλά οι αξίες που πρέσβευαν τα Ξενία άρχισαν να χάνονται. Πλέον δεν χρειαζόταν να προσελκύσουμε επισκέπτες αλλά να ικανοποιήσουμε όσους περισσότερους γίνεται όσον το δυνατόν πιο γρήγορα, αυτό που αργότερα ονομάστηκε μαζικός τουρισμός.»

Την επόμενη χρονιά ο δήμος Καλαμπάκας διεκδίκησε τη χρήση του Ξενία για 30 χρόνια, αλλά η προσπάθεια δεν τελεσφόρησε.

Στις αρχές τού 2003 το Ξενία Καλαμπάκας μαζί με άλλα Ξενία και ακίνητα σε όλη την Ελλάδα πέρασαν στην αρμοδιότητα της Εταιρείας Ακινήτων Δημοσίου (πρώην Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα), με σκοπό την εκποίησή του, γεγονός που γέννησε πλήθος αντιδράσεων.

Λίγους μήνες αργότερα ο Σύλλογος Αρχιτεκτόνων Διπλωματούχων Ανωτάτων Σχολών ζήτησε να χαρακτηριστούν ως διατηρητέα μνημεία όσα Ξενία δεν είχαν ήδη χαρακτηριστεί έτσι, ενώ τον Ιούνιο τού 2007 πραγματοποίησε εκδήλωση–ημερίδα στον χώρο του έρημου και εγκαταλειμμένου Ξενία Καλαμπάκας, το οποίο άνοιξε «επίσημα» τις πύλες του μετά από αρκετά χρόνια, προκειμένου να αναδειχθεί η μεγάλη αρχιτεκτονική και όχι μόνο αξία του σπουδαίου αυτού αρχιτεκτονήματος και να ασκηθεί έτσι πίεση προς όσους επρόκειτο να πάρουν αποφάσεις.

Τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς ο διευθύνων σύμβουλος της Εταιρείας Τουριστικής Ανάπτυξης Χάρης Κοκκώσης εκφράζει γραπτώς τις αντιρρήσεις επί του χαρακτηρισμού τού Ξενία Καλαμπάκας ως μνημείου και ζητά να γίνουν επεμβάσεις και επεκτάσεις στο κτήριο, ώστε να επαναχρησιμοποιηθεί και να ξαναλειτουργήσει.

Στις 19 Σεπτεμβρίου 2008 ο υπουργός Πολιτισμού Μιχάλης Λιάπης υπογράφει στην Αθήνα απόφαση, με την οποία κηρύσσει το ξενοδοχείο Ξενία Καλαμπάκας ως μνημείο «διότι αποτελεί εξαίρετο δείγμα κτηρίου ειδικής χρήσεως της δεκαετίας 1960–1970, με ιδιαίτερα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά στην σύνθεση των όγκων και στη δομή του, το οποίο χαρακτηρίζεται από τη «δωρικότητα» των μορφών και τη λειτουργική διάταξη των χώρων, πράγμα που προσδίδει αισθητική αξία σε όλο το έργο.

Κι ενώ η απόφαση αυτή πανηγυρίστηκε απ’ όλους και θεωρήθηκε θετικότατη εξέλιξη, από το αποτέλεσμα διαπιστώνουμε πως ίσως να ήταν τελικά βλαπτική για το ίδιο το κτήριο, καθώς 16 χρόνια αργότερα αυτή η απόφαση για την διατήρηση του αρχιτεκτονήματος «ως έχει» συνολικά, εξωτερικά και εσωτερικά, όχι μόνον ως προς το εξωτερικό κέλυφος, δημιούργησε αξεπέραστα για την ελληνική πραγματικότητα αδιέξοδα, με αποτέλεσμα το κτήριο ως σήμερα να ερημώνεται όλο και περισσότερο, να ρημάζει και σταδιακά να καταρρέει.

Την επόμενη χρονιά (2012) το «χαρακτηρισμένο ως μνημείο Ξενία περιήλθε τελικά στην ιδιοκτησία του Δήμου» Καλαμπάκας.

Στα 2017 το Τμήμα Προστασίας Νεότερων Μνημείων & Κινητών Πολιτιστικών Αγαθών του Υπουργείου Πολιτισμού γνωμοδότησε κατ’ αρχήν θετικά αλλά με επιφύλαξη στην πρόταση επανάχρησης τού Ξενία ως δημαρχιακού μεγάρου, ενώ στις αρχές τού 2018 ο Δήμος Μετεώρων παρουσίασε ως λύση–μονόδρομο τη μετατροπή τού Ξενία σε δημαρχιακό μέγαρο και μέσω του χρηματοδοτικού προγράμματος «δημιουργική επανάχρηση δημοτικής ακίνητης περιουσίας» υπέβαλλε σχετική πρόταση, που λίγο αργότερα απορρίφθηκε, καθώς δεν προσκομίστηκαν τα «απαραίτητα στοιχεία για την υποβολή της αίτησης χρηματοδότησης.»

Από τότε μέχρι σήμερα δεν έχει υπάρξει καμία απολύτως εξέλιξη στην υπόθεση τού Ξενία Καλαμπάκας και το αρχιτεκτόνημα ρημάζει εγκαταλελειμμένο.

Τον Νοέμβριο τού 2023 καταθέσαμε μια ολοκληρωμένη πρόταση συνολικής αναβάθμισης της δυτικής εισόδου της Καλαμπάκας, που πλέον με τη λειτουργία του αυτοκινητοδρόμου Ε₆₅ θα είναι η βασική είσοδος της Καλαμπάκας. Η πρόταση είχε ως κέντρο της την αναβάθμιση και επαναλειτουργία του Ξενία ως ξενοδοχείου και περιλάμβανε μια σειρά παρεμβάσεων από το μνημείο εκτελεσθέντων Καστρακινών δυτικά του Κέντρου Υγείας μέχρι το Ξενία αλλά και επέκεινα, μέχρι τα διατηρητέα κτήρια του σιδηροδρομικού σταθμού, ώστε η δυτική είσοδος της Καλαμπάκας να αναμορφωθεί και να καταστεί ελκυστική στον περιηγητή που επισκέπτεται την πόλη μας.

Ας ελπίσουμε να εισακουστούμε ώστε με κέντρο των δράσεών μας την ανάδειξη και επαναλειτουργία τού Ξενία να αναβαθμιστεί η σύνολη περιοχή.

Ας ολοκληρώσουμε την περιήγησή μας στα διατηρητέα όμορφα αλλά παραμελημένα κτήρια της Καλαμπάκας με τα εύστοχα λόγια τού αρχιτέκτονα Τάση Παπαϊωάννου, για το Ξενία, που όμως έχουν γενικότερη εφαρμογή: «Κι όμως τι παράξενο! Όσο κι αν έχει κακοπάθει από την ασύγγνωστη αδιαφορία μας και σε πείσμα των καιρών, μοιάζει νεότατο και πιο σύγχρονο από ποτέ! Γιατί η καλή αρχιτεκτονική, όπως άλλωστε συμβαίνει πάντοτε με την τέχνη, ξεφεύγει μ’ έναν μαγικό τρόπο από τα δεσμά της εποχής της και πορεύεται αλώβητη μέσα στον χρόνο. Μπορεί το σώμα να στέκει λαβωμένο, αλλά η «ψυχή» της θαρρείς και φτερουγίζει ολοζώντανη

«Σε κάποιο σημείο της σκάλας του εστιατορίου, η λέξη «HELP» γραμμένη με μαύρο σπρέι πάνω στον τοίχο, σε ξαφνιάζει καθώς ανεβαίνεις! Γιατί, εκείνη την ώρα, είναι σαν να ακούς μέσα από το παρελθόν, σαν ηχώ, τη φωνή του κτιρίου —ή του αρχιτέκτονα (;)— που διαμαρτύρεται για τον δρόμο που πήραμε και μαρτυρά πως άλλη στράτα έπρεπε να ακολουθήσουμε. Κι αυτή την εναγώνια κραυγή διαμαρτυρίας είναι αλήθεια πως δεν την αφουγκραζόμαστε οι περισσότεροι σήμερα. Το κτήριο όμως στέκει ακόμη εκεί, να δηλώνει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο τον κατήφορο και την ευτέλεια της σύγχρονης αρχιτεκτονικής μας, του τρόπου, δηλαδή, που ζούμε και χτίζουμε στον καιρό μας.»