Αρχική σελίδα → Προσωπικά Ενδιαφέροντα → Μουσική

Μάνος Χατζιδάκις: Η μοίρα μιας ασυνήθιστης μουσικής ιδιοφυίας

Βασίλης Παναγιωτόπουλος - Γιώργος Λεωτσάκος, εφ. Τα Νέα, 6/12/1999

ΘΕΩΡΩΝΤΑΣ πως με το δημοσίευμα Μάνος Χατζιδάκις: από το υπαρξιακό του δράμα στην ιστορική του διάσταση (εφ. «Καθημερινή», ένθετο Επτά Ημέρες Κυριακής 6.6.1999, σσ. 24-27) ίσως άρθρωσα έναν οριστικό μου λόγο για τον Μάνο, επιχειρώ εδώ κάτι άλλο: τη σκιαγράφησή του με τη λιτότητα που και θα ευχόταν και αρμόζει τόσο στο ασυνήθιστο μουσικό του χάρισμα όσο και στο καθοριστικό της τελικής του εξωτερικεύσεως υπαρξιακό αυτό δράμα. Τη χρειάζεται σε καιρούς όπου αρκετοί επιχειρούν (λιγότερο ή περισσότερο πονηρά) έναν διαχωρισμό του ανθρώπου από το έργο, ακόμη και με σχεδόν «αγιογραφικές» αναφορές σε αμφότερα, που όμως καταλήγουν σε άλλοθι για αντιμετωπίσεις της δημιουργίας κάποτε με σκοπιμότητες τουλάχιστον ελεγκτέες. Τόσα μόνον αρμόζει να ειπώ εδώ, ξανανοίγοντας, μεταξύ άλλων, το ανυπόγραφο λήμμα που του αφιέρωσα στο Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό (τόμος 9β, Αθήνα, 1988) της Εκδοτικής Αθηνών. Ανυπόγραφο, επειδή τότε πίστευα ότι υπήρχε ακόμη κάποιος ηλεκτρισμός στην ατμόσφαιρα μετά τη μεταξύ μας αντίθεση του 1976-'82. Άδικοι φόβοι. Ο ίδιος καταχάρηκε για το άρθρο, γεγονός που μας επέτρεψε να ξανασυναντηθούμε με αμοιβαία εγκαρδιότητα το 1989: συγκεκριμένα όταν ίδρυσε την Ορχήστρα των Χρωμάτων, επικυρώνοντας έμπρακτα εκείνο που πάντοτε πίστευα γι' αυτόν: πως, πέρα από τις συγκυρίες στις οποίες αφέθηκε, το σπλάγχνο του ανέκαθεν λαχταρούσε κι οραματιζόταν τα μεγάλα και υψηλά, μιαν ηρωικήν έξοδο από την υπαρξιακή του οδύνη... Περνώ λοιπόν στο εργοβιογραφικό του σχεδίασμα, δίχως να λησμονώ εκείνη την πικρότατα αυτοσαρκαστική του αυτοβιογραφία...

Κρητικής καταγωγής, γεννήθηκε στις 23.10.1925 στην Ξάνθη όπου μυήθηκε στη μουσική από την Αρμενίδα δασκάλα Αλτουνιάν (μικρό όνομα άγνωστο). Το 1932 η οικογένεια μετώκισε στην Αθήνα. Το 1938 ο πατέρας του σκοτώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα και τότε ρίχτηκε στη βιοπάλη. Το 1940-'43 ο Μενέλαος Παλλάντιος του έδωσε μαθήματα αρμονίας, ενώ περί το 1944-'46 πήρε μαθήματα πιάνου από την Ανζέλ Μαρσώ (Angele Marceau)-Γέροντα, σύζυγο του βιολιστού της Κρατικής Αχιλλέα Γέροντα. Εκτός από τα μαθήματα αυτά, υπήρξε αυτοδίδακτος, αντιδρώντας στις πειθαρχημένες και συστηματικές σπουδές, τις οποίες αργότερα προσπάθησε να υποκαταστήσει με μια πλουσιώτατη ακροαματική εμπειρία σοβαρής μουσικής, κυρίως χάρη σε μια τεραστία συλλογή δίσκων και ηχογραφήσεων. Το 1944-'45, ύστερα από διάφορες δουλειές, άρχισε να βιοπορίζεται συνθέτοντας μουσική για το θέατρο και, αργότερα, για τον κινηματογράφο. Τις αρχές της σταδιοδρομίας του σημαδεύουν η σουίτα πρελούντιων και χορών για πιάνο Για μια μικρή, λευκή αχηβάδα (1947-'48), σκηνική μουσική για το Θέατρο Τέχνης του Κουν (Ματωμένος Γάμος του Λόρκα, 1948), αλλά κυρίως η συνεργασία του με το Ελληνικό Χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου. Στις 31.1.1949 χρονολογείται η πασίγνωστη διάλεξή του για το ρεμπέτικο, στο Θέατρο Τέχνης, ενώ αρχές του 1953 η σειρά διαλέξεών του με ηχογραφημένα παραδείγματα για Αμερικανούς συνθέτες (Μενότι, Κόπλαντ, Μπέρνσταϊν κ.ά.) στην Αμερικανική Υπηρεσία Πληροφοριών (USIS), τότε γωνία Πανεπιστημίου και Αμερικής, που διεύρυναν τους ορίζοντες των νέων Ελλήνων συνθετών, απομονωμένων από το παγκόσμιο μουσικό γίγνεσθαι κατά τη δεκαετία 1940-'50. Μετά το 1950, χωρίς να εγκαταλείψει το θέατρο, πέρασε στη μουσική για τον κινηματογράφο: πολλά από τα γνωστότερα τραγούδια του πρωτακούσθηκαν στη σκηνή και στην οθόνη. Παρ' όλα αυτά ποτέ δεν έπαψε να ενδιαφέρεται για τη λόγια ή έντεχνη μουσική. Χρηματοδότησε (1962) τον Διαγωνισμό Μάνος Χατζιδάκις του Αθηναϊκού Τεχνολογικού Ινστιτούτου, χάρη στον οποίο πρωτακούσθηκαν στην Ελλάδα έργα Ξενάκη, Λογοθέτη, Μαμαγκάκη, Αντωνίου, Ιωαννίδη, Τσουγιόπουλου, Γαζουλέα κ.ά. και ίδρυσε (1964) την Πειραματική Ορχήστρα Αθηνών, που, καίτοι βραχύβια (1964-'67), παρουσίασε 15 νέα ελληνικά έργα σε πρώτη εκτέλεση. Το 1967 μετανάστευε στη Νέα Υόρκη, επιστρέφοντας στην Ελλάδα το 1972.

Ηταν ήδη δημοφιλέστατος στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό, μεταξύ άλλων χάρη και στη μουσική της ταινίας «Ποτέ την Κυριακή», όταν το 1975 η κυβέρνηση Καραμανλή τον διόρισε διευθυντή μουσικών προγραμμάτων της Ελληνικής Ραδιοφωνίας και, αργότερα, διευθυντή ενός ανεξαρτητοποιημένου Τρίτου Προγράμματος (Μάρτιος 1975 - Φεβρουάριος 1982), γενικό διευθυντή (τότε ισόβιο) της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών (Μάρτιος 1976 - Φεβρουάριος 1982), αναπληρωματικό γενικό διευθυντή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής (Σεπτέμβριος 1974 - Νοέμβριος 1977 οπότε παραιτήθηκε) και μέλος της καλλιτεχνικής επιτροπής του Φεστιβάλ Αθηνών. Για μια 7ετία υπήρξε μια από τις ισχυρότερες προσωπικότητας στα χρονικά της Ελληνικής Μουσικής. Στις ημέρες του, το Τρίτο Πρόγραμμα απετέλεσε βραχύβια, όπως αποδείχθηκε, πολιτιστική επανάσταση που άφησε μνήμες έντονες και νοσταλγικές, ενώ το εξίσου βραχύβιο φεστιβάλ Μουσικός Αύγουστος (Ηράκλειο Κρήτης), που ίδρυσε το 1979, απετέλεσε ένα βήμα για νέους Έλληνες συνθέτες. Ωστόσο, παρά την αμέριστη στήριξή του από την κυβέρνηση Καραμανλή, οι γόρδιοι δεσμοί τής τότε ελληνικής μουσικής ζωής, ύστερα από δεκαετίες αποτελματώσεως, αποδείχθηκαν δυσβάστακτοι για την αδιάλλακτη ιδιοσυγκρασία του. Αποσύρθηκε επί ΠΑΣΟΚ, μετά τις εκλογές του Οκτωβρίου του 1981. Το 1982-'83 εξέδωσε το καλλιτεχνικό περιοδικό Το Τέταρτο, το 1985 ίδρυσε την εταιρεία δίσκων Σείριος και, τέλος, τον Οκτώβριο του 1989 την Ορχήστρα των Χρωμάτων, «συνέχεια» της Πειραματικής, σημαντικό παράγοντα της ελληνικής μουσικής ζωής, την οποία μόνος εκείνος διηύθυνε όσο καιρό επέτρεψε η κλονισμένη υγεία του ­ είχε υποστεί ένα πρώτο εκτεταμένο έμφραγμα τον Νοέμβριο του 1975!

Μάνος - Μελίνα. Αμοιβαίος θαυμασμός

Η σχεδόν απόλυτη ταύτιση της παραγωγικότητάς του με τον βιοπορισμό, τουλάχιστον κατά την περίοδο 1945-'75, οδήγησε σε μια ογκωδέστατη εργογραφία, με πολλά, αλίμονο, ημιτελή έργα - ανολοκλήρωτα οράματα, όπως η κατά Χορτάτζη λαϊκή όπερα Ρινάλδος και Αρμίδα, που ανέφερε στους καταλόγους έργων του από το 1972-'73. Παραθέτουμε μια συνοπτικότατη καταγραφή των σωζομένων του:

α) ΣΚΗΝΙΚΑ ΕΡΓΑ (όχι μουσική για θέατρο): 1) Δύο ημιτελείς όπερες, Ρινάλδος και Αρμίδα (βλ. πιο πάνω) και Όπερα για πέντε. 2) Μπαλέτα: Μαρσύας, 1949, Το καταραμένο φίδι, 1950, Ερημιά, 1957, Όρνιθες, ανάπτυγμα για τον Μωρίς Μπεζάρ της μουσικής για την παράσταση (1954) της αριστοφανικής κωμωδίας από το Θέατρο Τέχνης, 1964, Οι μπαλλάντες της οδού Αθηνάς, 1982-'83. 3) Επιθεωρήσεις (=επ.) και μιούζικαλ (=μ.): Οδός ονείρων, 1962 (επ.), Καίσαρ και Κλεοπάτρα κατά Τζωρτζ Μπέρναρντ Σω, 1962 (μ.), Ίλυα, ντάρλινγκ, 1962 (μ.), Μαγική πόλη, 1963 (επ.), Πορνογραφία, 1982-83 (επ.). 4) Ο Οδοιπόρος, το μεθυσμένο κορίτσι και ο Αλκιβιάδης, είδος σκηνικής καντάτας, 1973.

β) ΜΟΥΣΙΚΗ ΓΙΑ ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ: 1) Αρχαίο ελληνικό: 9 έργα, μεταξύ 1950 (Δυό χοές για την Ορέστεια του Αισχύλου από τον Θίασο Κοτοπούλη) και 1962 (Ευριπίδου Βάκχες, Επίδαυρος), εξ ων 5 για το Εθνικό Θέατρο και 2 για το Θέατρο Τέχνης. 2) Μουσική για 48 άλλα θεατρικά έργα, ελληνικά και ξένα, εξ ων 19 για το Θέατρο Τέχνης και 5 για το Εθνικό Θέατρο. Μεγαλύτερες επιτυχίες: Λόρκα, Ματωμένος γάμος (ΘΤ), 1948, Σαίξπηρ, Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας, 1954, Καμπανέλλη, Παραμύθι χωρίς όνομα, 1957, Μπρεχτ, Ο κύκλος με την κιμωλία, 1957, Πιραντέλο, Απόψε αυτοσχεδιάζουμε (Θίασος Μυράτ), 1961, Καζαντζάκη, Καπετάν Μιχάλης, 1966.

γ) ΜΟΥΣΙΚΗ ΓΙΑ ΤΑΙΝΙΕΣ: Μουσική για 73 κινηματογραφικές ταινίες, κυρίως μεταξύ 1946 και 1978. Κορύφωμα της δραστηριότητός του η 5ετία 1957-'61, με μέσο όρο 7 ταινίες τον χρόνο. Κυριότεροι σκηνοθέτες α) Έλληνες: Γρηγορίου, Τζαβέλλας, Δημόπουλος, Κούνδουρος, Κακογιάννης, Σακελλάριος, Τάλλας, Ζερβός, Καψάσκης, Βούλγαρης. β) Ξένοι: Καζάν, Ματέ, Ντασσέν, Ναριτσάνο, Νεγκουλέσκου, Ουστίνωφ. Γνωστότερες δημιουργίες του: Νεκρή πολιτεία, 1951· Μαγική πόλη, Κυριακάτικο ξύπνημα, Κάλπικη λίρα, 1954· Στέλλα, 1955· Ο δράκος, 1956· Αγιούπα, Το τελευταίο ψέμμα, 1957· Ποτέ την Κυριακή, 1960· Μανταλένα, Οι 300 του Λεωνίδα, 1961· Αμέρικα-Αμέρικα, Τοπ Καπί, Χτυποκάρδια στο θρανίο, 1963· Μπλου, 1967-'68· Ο Μεγάλος Ερωτικός, 1972· Το ταξίδι του μέλιτος, 1978. Το 1992, ύστερα από διακοπή 14 ετών, οι Ήσυχες μέρες του Αυγούστου του Βούλγαρη.

Δύο μεγάλοι δημιουργοί της ελληνικής μουσικής - Ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Κάρολος Κουν και ο Γιάννης Μόραλης στη συνεργασία τους για τον «Πλούτο» του Αριστοφάνη στο Θέατρο Τέχνης, 1957 - Χατζιδάκις - Γκάτσος. Στενή φιλία και γόνιμη δημιουργία που χάρισε σπουδαία έργα

δ) ΦΩΝΗΤΙΚΑ-ΚΥΚΛΟΙ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ: 26 τίτλοι, εξ ων 3 καντάτες και 23 κύκλοι τραγουδιών, 8 ημιτελείς. (Οι ποιητές σε παρένθεση, μετά τον τίτλο): 1) Καντάτες: Η αποστολή (ημερολόγιο ενός αεροπόρου), 1980. Τα Πινδαρικά (Πίνδαρος), 1981. Εγκώμιον επιφανούς ανδρός (Κάλβος), 1991. 2) Κύκλοι τραγουδιών: Ο Κύκλος του CNS (Χατζιδάκις), 6 τραγούδια, 1954. Μυθολογία (Γκάτσος), 12 τραγούδια, 1965-'66. Αντικατοπτρισμοί (Ρουντνίτσκυ, Κόριγκαν, Φούλτερμαν, Νίβισον), 10 τραγούδια, 1968. Ο Μεγάλος Ερωτικός (Ελύτης, Μυρτιώτισσα, Καβάφης, Σαραντάρης, Σολωμός, Σαπφώ, Ευριπίδης, Χορτάτζης, Άσμα Ασμάτων κ.ά.), 11 τραγούδια, 1972. Αθανασία (Γκάτσος), 12 τραγούδια, 1975. Τα Παράλογα (Γκάτσος), 12 τραγούδια, 1976. Η εποχή της Μελισσάνθης (Χατζιδάκις), 24 τραγούδια και οργανικά, και Για την Ελένη (Μ. Μπουρμπούλης), 13 τραγούδια, 1975;-'80. Οι μπαλλάντες της οδού Αθηνάς (Δημητρούκα, Δαβαράκης, Χατζιδάκις), 16 τραγούδια, 1982-'83. Χειμωνιάτικος Ήλιος (Γκάτσος), 13 τραγούδια, Σκοτεινή μητέρα (Γκάτσος), 11 τραγούδια, Οι μύθοι μιας γυναίκας (Γκάτσος), 12 τραγούδια, 1988.

ε) ΟΡΓΑΝΙΚΑ: 1) Πιάνο: Για μια μικρή, λευκή αχηβάδα, 1947-'48. Τετράδιο, 1948. Έξη λαϊκές ζωγραφιές, 1949-'50. Ιονική σουίτα, 1952-'53. Ρυθμολογία, 1969-'71. 2) Άλλα: Πασχαλιές μεσ' από τη νεκρή γη, 11 κομμάτια, 1961, Το χαμόγελο της Τζοκόντας, 10 κομμάτια, 1964, και Δεκαπέντε εσπερινοί, αντίστοιχα 11, 10 και 15 οργανικά κομμάτια σε μορφή τραγουδιών, για μικρό οργανικό σύνολο, 5 αυτοσχεδιασμοί για μπουζούκι και πιάνο πάνω στην Εποχή της Μελισσάνθης 1971-'72.

στ) ΚΕΙΜΕΝΑ: Μυθολογία (έκδ. 1966), Μυθολογία δεύτερη (1980), Τα σχόλια του Τρίτου (1980), Ο καθρέφτης και το μαχαίρι (1988).

Επανειλημμένα έχω γράψει πως ζώντας τον Μάνο σχημάτισα μέσα μου την εντονότατη πεποίθηση ότι πρέπει να τον προσδιόριζε κάτι σαν βαθύτατη, ανομολόγητη ενοχή για το ίδιο του το μουσικό χάρισμα, μια ενοχή που τον κατάτρυχε με τεράστιες αναστολές, κάνοντάς τον αρχικά να αποφεύγει τις συστηματικές σπουδές, αργότερα την έγκαιρη ανταπόκριση σε ανειλημμένες υποχρεώσεις (συχνά απελπίζοντας όσους είχαν συμβληθεί μαζί του) και εξωθώντας τον στο να αναβάλει επ' αόριστον την υλοποίηση μεγαλύτερων οραματισμών (η μισοτελειωμένη όπερα Ρινάλδος και Αρμίδα ή ο κύκλος Αμοργός σε ποίηση Γκάτσου). Λες και η ψυχή του συμπλάστηκε μ' αυτό τον ανομολόγητο φόβο: άπιαστο όνειρο, κρυφή του λαχτάρα ήταν πάντα η «μεγάλη», σοβαρή μουσική, για την οποία διέθετε μοναδικά εφόδια τα οποία ο «μαύρος δαίμονας» δεν άφησε ποτέ να αξιοποιήσει στο άρτιο: έτσι παραμερίστηκαν οι πρώτες υποσχετικότατες δημιουργίες (σουίτα για πιάνο Αχηβάδα, μπαλέτα Μαρσύας, Καταραμένο φίδι, ο Κύκλος του CNS, και ιδίως η συνταρακτική αυτοβιογραφική Ερημιά). Τη θέση τους, αρχικά με το λογικότατο άλλοθι τού βιοπορισμού, πήραν μορφές σύντομες, λιγότερο απαιτητικές, όπως οι δεκάδες μουσικές για θέατρο και κινηματογράφο: εκτός από τα τραγούδια που αποτελούσαν τον πυρήνα τους, μέσα τους σκόρπιζε ωραιότατες ιδέες που, σε έναν άλλο συνθέτη, κάτοχο περισσότερο εξελιγμένης τεχνικής, θα αξιοποιούνταν σε εκτενέστερες, τεχνικώς απαιτητικότερες συλλήψεις. Έτσι επικεντρώθηκε σε μικρές μορφές (τραγούδια), συνήθως σε μεγάλες ενότητες-κύκλους. Ελάχιστες οι εξαιρέσεις μετά τη 10ετία 1950, λ.χ. η ωδή Εγκώμιον επιφανούς ανδρός, σε ποίηση Κάλβου, για μικρή χορωδία και χάλκινα (1991). Η τεχνική του εκλεπτύνθηκε αφάνταστα, αλλά δεν θα έλεγα ότι πλουτίστηκε: άκουγε και «ανακάλυπτε» αλλά και διηύθυνε πολλή μουσική, ιδίως σύγχρονη, που όμως ελάχιστα επηρέασε το προσωπικό του ύφος, ενώ απέκτησε εκπληκτική φινέτσα στην ενορχήστρωση των τραγουδιών του, πειραματιζόμενος στο στούντιο ηχογραφήσεων με τους μουσικούς, συχνά δίχως πάρτες ή παρτιτούρα. Η ενορχήστρωση αυτή, με ανάριες ηχητικότητες μουσικής δωματίου και με περίτεχνες μιμήσεις ή χρησιμοποιήσεις λαϊκών οργάνων, τελικώς υπηρέτησε σχεδόν μόνον κύκλους τραγουδιών...

Τρεις «άσοι» ύστερα από μια παράσταση: Δ. Χορν του θεάτρου, Τ. Λουκανίδης του ποδοσφαίρου, Μ. Χατζιδάκις της μουσικής - Με την Αλίκη. Πολύχρονη συνεργασία με ωραίες μουσικές στις κινηματογραφικές επιτυχίες της - Με τη Μούσχουρη. Ανέδειξε τη φωνή της Νάνας από τα πρώτα της βήματα

Μεγάλη, ιδιόμορφη φυσιογνωμία μιας ποικιλότροπα ταλαιπωρημένης ελληνικής μουσικής, αυτοχαρακτηριζόταν «τραγουδοποιός» πράγμα που δεν τον εμπόδιζε να αρνιέται τη διάκριση «σοβαράς-ελαφράς» μουσικής, επιχειρώντας μια ψυχολογική υπεραναπλήρωση. Ένα συναίσθημα βαθύτατο και επώδυνα καθαρό (πόνος μιας αδικαίωτης, γι' αυτό και στοιχειωμένης εφηβείας) εξωτερικευόταν χάρη σε σπάνιες ικανότητες μελωδικής εμπνεύσεως και αυτοσχεδιασμού. Ωστόσο, παρέμενε ένας μουσικός απόλυτα συνειδητός, με σπάνια ομοιογένεια και συνέπεια στο χαρακτηριστικότατο, άμεσα αναγνωρίσιμο, ιδίωμά του, ακόμα και όταν απομακρυνόταν απ' αυτό. Η ικανότητά του να δίνει σε ένα τραγούδι μοναδικό χρώμα και χαρακτήρα μετατοπίζοντας από το προσδοκώμενο κάποε και έναν μόνο φθόγγο της μελωδίας (Ο εφιάλτης της Περσεφόνης, στα Παράλογα), η πηγαία καλαισθησία του στην επιλογή της καταλληλότερης μελωδίας για τον συγκεκριμένο ρυθμό (Το φεγγάρι είναι κόκκινο, σε πενταμερή ρυθμό) δημιούργησαν ένα ύφος προσωπικότατο, που σε τελική ανάλυση ή όποια σχέση του με το λαϊκό τραγούδι δεν έχει ακόμη προσδιορισθεί επιστημονικά! Και να πώς μεταθανάτια ο Μάνος παραμένει πάντα μετέωρος ανάμεσα σοβαράς και ελαφράς, εντέχνου και λαϊκού, σαν ένα είδος «ουδέτερης» περιοχής όπου και των δύο ειδών οι πιστοί «μεθίστανται», βέβαιοι πως δεν προδίδουν τις βαθύτερες καταβολές τους...