Αρχική σελίδα → Προσωπικά Ενδιαφέροντα → Μουσική

Ο Κώστας Βάρναλης για τον Κώστα Μπέζο (1943)

https://sarantakos.wordpress.com, 06.11.2016

Θα θυμηθούμε με το σημερινό άρθρο έναν ξεχασμένο πια, αλλά σημαντικό στην εποχή του, καλλιτέχνη, τον Κώστα Μπέζο (1905-1943), έναν πολυτάλαντο δημιουργό: ήταν σκιτσογράφος, δημοσιογράφος, συνθέτης, κιθαρίστας, τραγουδιστής. Είχε δικό του συγκρότημα με χαβάγιες, τα Άσπρα πουλιά.

Αρκετά από τα τραγούδια του, που ισορροπούσαν ανάμεσα στο ρεμπέτικο, στο επιθεωρησιακό και στο ελαφρό, είναι γνωστά και σήμερα, αν και δεν είναι πάντοτε γνωστό πως είναι δικά του. Έγραψε επίσης και καθαρόαιμα ρεμπέτικα, με το ψευδώνυμο Α. Κωστής.

Είχαμε κάνει λόγο για τον Μπέζο πριν από αρκετόν καιρό, και ο φίλος μας ο Corto προθυμοποιήθηκε να πληκτρολογήσει δυο κείμενα, ένα του Μπέζου για τον Μάρκο Βαμβακάρη κι ένα του Κώστα Βάρναλη, χρονογράφημα στην Πρωία γραμμένο για τον θάνατο του Κώστα Μπέζου, ενώ επίσης βρήκε και αρκετό συνοδευτικό υλικό.

Στο σημερινό άρθρο θα παρουσιάσω τη νεκρολογία αυτή του Μπέζου που έγραψε ο Βάρναλης και το κείμενο του Μπέζου για τον Βαμβακάρη θα το δούμε κάποιαν άλλη φορά. Ο Βάρναλης ήταν συνάδελφος του Μπέζου στην Πρωία, της οποίας ο Μπέζος ήταν ο βασικός σκιτσογράφος. Παρουσιάζω επίσης γελοιογραφίες του Μπέζου, που μου έστειλε ο Corto ή από το αρχείο μου.

Επίτηδες δεν αναφέρομαι στα τραγούδια του Μπέζου, το αφήνω σε σας να παραθέσετε γιουτουμπάκια στα σχόλια. Κάτι άλλο που αφήνω στη συλλογική σοφία του ιστολογίου, επειδή δεν ξέρω την απάντηση, είναι να εξακριβωθεί ποια συγγένεια υπάρχει (αν υπάρχει) με τον σημερινό καλλιτέχνη Γιάννη Μπέζο.

Το χρονογράφημα του Βάρναλη δημοσιεύτηκε στην Πρωία το Σάββατο 16 Ιανουαρίου 1943. Εκσυγχρονίζω την ορθογραφία.

Κώστας Μπέζος

Κώστας Βάρναλης, εφ. Πρωία, 16/1/1943

Μιαν εξαιρετική φυσιογνωμία έχασε ο καλλιτεχνικός κόσμος της Αθήνας κι έναν πολύτιμο συνεργάτη η «Πρωία», τον Κώστα Μπέζο. Νέος ακόμα νικήθηκε από την ύπουλη αρρώστεια, που τον έφθειρε χρόνια και τώρα τελευταία τον έρριξε χάμου, για να μη σηκωθεί πια.

Ο Μπέζος ήτανε πολύπλευρη καλλιτεχνική φύση. Σκιτσογράφος, ποιητής, συνθέτης, κιθαριστής, τραγουδιστής, ηθοποιός, επιθεωρησεογράφος, πεζογράφος. Και σ’ όλ’ αυτά είχε λεπτό γούστο και πνεύμα και στα περισσότερα αναγνωρισμένο τάλαντο. Αλλά κυρίως ήταν ένας από τους πιο γνήσιους τύπους της μποέμικης ζωής. Ξενύχτης αδιόρθωτος, γλεντζές, καλόκαρδος –ένα μεγάλο παιδί, που δεν ήξερε τι θα πει «αύριο». Κι ήταν αγαπητός απ’ όλους και περιζήτητος στις παρέες. Και για το πλήθος των ταλάντων του και για την ευθυμία του και για τα γουστόζικα ανέκδοτά του, που ήξερε να τα διηγιέται με μοναδικό μπρίο.

Ως γελοιογράφος των εφημερίδων δεν είχε το ταίρι του. Το χιούμορ του ήτανε πάρα πολύ φίνο κι η γραμμή του σίγουρη. Χαριτωμένος και πνευματώδης κι ανεξάντλητος. Κι όμως πόσο βαριότανε τη δουλειά! Όταν ερχότανε τα βράδια στα γραφεία της «Πρωίας» για να φκιάσει το καθημερινό του σκίτσο, ήτανε άθυμος σα να τον είχανε καταδικάσει σε καταναγκαστικά έργα.

– Τι να φκιάσω; έλεγε, το κεφάλι μου είναι άδειο.

– Κάτσε και πάρε χαρτί και πένα. Κάτι θα βγει.

Και πραγματικά, σε λίγη ώρα το σκίτσο ήτανε έτοιμο, φρέσκο και σπαρταριστό κι απορούσες πούθε βγήκε όλο αυτό το κέφι. κι έπειτα, άμα έπαιρνε την «αντιμισθία», έτρεχε να την χαλάσει. Λες και τα λεφτά τού καίγανε τις φούχτες.

Είχε μια καταπληκτική ευκολία να εφευρίσκει κωμικές σκηνές και να γράφει σατιρικούς στίχους. Αλλά σχεδόν ποτέ του δεν είχε την υπομονή να τελειώσει ένα έργο. Αφού το έφκιανε όλο μες στο κεφάλι του και προχωρούσε αρκετά στην πραγματοποίηση, ξαφνικά τα παρατούσε όλα. Τον έπαιρνε το ρέμα της μποεμικής ανεμελιάς –ναυάγιο της νύχτας και της ημέρας.

Ως κιθαριστής ήτανε μαέστρος κι ως τραγουδιστής περίφημος για τη λεπτή του τέχνη και το αληθινό αίσθημα. Πόσες φορές πηγαίναμε να τον βρούμε σε διάφορα κέντρα, όπου καταντούσε να διασκεδάζει το κοινό. Κάπου – κάπου τα μάζευε κι έφευγε με μερικούς άλλους συντρόφους για καλλιτεχνική περιοδεία στην Αίγυπτο και στην Πόλη. Ξαναγύριζε μετά καιρό στα παλιά του λημέρια και στις παλιές του συνήθειες με κέφι και παράδες. Και σε λίγο έτρωγε τους κόπους του και ξαναγινότανε σκιτσογράφος. Αυτήν τη δουλειά τη θεωρούσε ρουτινιέρικη. Κι αν μπορούσε, θα πλήρωνε όσα είχε για να την αποφύγει!

Αυτή η μποέμικη αταξία της ζωής του τον έφαγε. Διαρκώς αδυνάτιζε. Έβηχε. Και πριν από ένα χρόνο και πλέον τόνε δέχτηκε η «Σωτηρία». Οι φίλοι, που τον αγαπούσαν, κι οι γνωστοί, που τον εχτιμούσαν, λυπηθήκανε πολύ. Γιατί η κατάστασή του δε σήκωνε διόρθωση. Έφυγε κι από κει , γιατί η μοίρα του το είχε να μη ριζώνει πουθενά. Πήγε στην Αγία Παρασκευή. Εκεί σ’ ένα δωμάτιο ακατάστατο και υγρό έρεβε τελειωτικά και καμιά βοήθεια δεν μπορούσε πια να τον σώσει. Ο γιατρός τελευταία, αφού απελπίστηκε, του κατάργησε κάθε δίαιτα και του επέτρεψε να τρώγει ό,τι ήθελε. Γιατί να τον βασανίζει άδικα;

– Γιατρέ, του είπε μπροστά σε κάτι φίλους, που πήγανε να τον ιδούνε, σου χρωστώ μεγάλη χάρη για όσα μου έκανες. Αλλά σε παρακαλώ να μη μου αρνηθείς μια τελευταία χάρη.

– Ποιαν;

– Δώσε μου ένα φάρμακο να πεθάνω απόψε. Γιατί να βασανίζομαι άδικα;

– Δεν ντρέπεσαι; του απάντησε ο γιατρός. Θα γίνης καλά την άνοιξη.

Και πραγματικά μέσα σε μια βδομάδα έγινε απολύτως καλά. Πέθανε.

Μια ζωή, ένα παραμύθι, ένας τάφος. Τι άδικα που χάθηκε μια εξαιρετική καλλιτεχνική ψυχή, ένας θαυμάσιος άνθρωπος – ο τελευταίος της γενεάς των βοημών!