Αρχική σελίδα → Προσωπικά Ενδιαφέροντα → Μουσική

«Δώστε μου λλίην ακρόασην»

Ναταλί Χατζηαντωνίου, εφ. Ελευθεροτυπία, 12/4/2006

Ιωαννίδης - Παπαστάμου σε παραδοσιακά κυπριακά

Ο ένας είναι από τους καλύτερους τραγουδοποιούς μας. Ο άλλος, ένας σπουδαίος κλασικός βιολονίστας με ανοιχτό μουσικό ορίζοντα. Κύπριος ο ένας, Ελλαδίτης ο άλλος, παιδιά της πόλης, στα 30 και κάτι σήμερα και οι δύο, ξεκίνησαν καιρό πριν ένα ταξίδι «Πού Δύσην ώς Ανατολήν».

Ο ομώνυμος δίσκος τους (μόλις κυκλοφόρησε από τη Universal) δεν είναι μόνο η καταγραφή της επίδρασης που άσκησε πάνω τους η κυπριακή μουσική παράδοση κι ο τρόπος που την αφομοίωσαν, δίνοντας τη δική τους εκδοχή σε 13 από τα γνωστότερα κυπριακά παραδοσιακά τραγούδια. Είναι και η μικρή ιστορία της φιλίας του Αλκίνοου Ιωαννίδη και του Μιλτιάδη Παπαστάμου.

Όπως έλεγαν χθες στην παρουσίαση του δίσκου (που μάλιστα λόγω «ευθύνης» έσπασε την προσωπική «παράδοση» του τραγουδοποιού να μην κάνει τέτοιες), όλα ξεκίνησαν το 1997. Τότε το Μέγαρο Μουσικής είχε παραγγείλει στον Αλκίνοο μια κυπριακή βραδιά για τον «Μουσικό Ιούλιο». Εκείνος ζήτησε τη συνδρομή του Παπαστάμου. Οικεία η κυπριακή παράδοση στον έναν λόγω καταγωγής, οικεία όμως και στον άλλον λόγω των μικρασιατικών και μεσαιωνικών επιρροών της κυπριακής μουσικής που άλλωστε είναι οργανικά συνδεδεμένη με τον ελληνικό χώρο.

«Είναι ένας ελληνικός κόσμος, παράλληλος με την Ελλάδα, χωρίς τα στραβά της», έλεγε χθες ο Παπαστάμου, για ολόκληρο το κυπριακό πνεύμα. Το γνώρισε σε βάθος στα δεκάδες ταξίδια που έκαναν οι δυο τους στην Κύπρο από το '97 και μετά: εκείνη η πρώτη συναυλία στη Μικρή Επίδαυρο δεν ήταν το τέλος της διαδρομής αλλά η εκκίνηση.

Έκτοτε «πήγαμε σε κυπριακά χωριά, ηχογραφήσαμε γέρους και ψαλτάδες», διηγήθηκε ο Αλκίνοος. Οι πολύωρες ακροάσεις εναλλάσσονταν με ατέλειωτες πρόβες ή συζητήσεις που ξεκινούσαν από την ορθότερη απόδοση του ύφους, συνεχίζονταν επί παντός επιστητού και σταματούσαν για διαλείμματα με μπίρες, φαγητό και τάβλι. Αποτελέσματα του «ταξιδιού» τους παρουσίαζαν κατά καιρούς σε διάφορες συναυλίες εντός και εκτός Ελλάδας. Και συνέχιζαν...

«Προσπαθήσαμε», εξήγησε ο Αλκίνοος, «αυτή η δουλειά να βγει αβίαστα: να μη δώσουμε καινούργιο ήχο ούτε και να μείνουμε απολύτως πιστοί στον παλιό. Δεν υπάρχει μια παράδοση αλλά πολλές, προσωπικές. Παράδοση είναι πώς καταλαβαίνουμε τα τραγούδια και πώς μπορούμε να τα εκφράσουμε».

Από τα σημαντικότερα αιτήματα ήταν η ενορχηστρωτική αντιμετώπιση. Χρησιμοποιήθηκαν τα παραδοσιακά κυπριακά μουσικά όργανα όπως το βιολί, το λαούτο, η τσαμπουτσιά (κρουστό) και το πιθκιαύλιν (φλογέρα των βοσκών) και όλα τα συγγενικά τους: βιόλα, βιολοντσέλο, κοντραμπάσο, κρουστά, φλογέρες. Στην παρέα προστέθηκαν και οι μουσικοί Γιώργος Καλούδης, Γιάννης Παπατριανταφύλλου και Βαγγέλης Καρίπης.

Επελέγησαν φυσικά και 13 από τα χαρακτηριστικότερα τραγούδια -1-2 απολύτως οικεία και σ' εμάς όπως τα «Ψηντρή βασιλικιά μου» («και μαντζουράνα μου») και «Το γιασεμίν». Τα ερμήνευσε ο Αλκίνοος στην καθομιλούμενη κυπριακή διάλεκτο. Εξ ου και το μικρό γλωσσάρι που περιλαμβάνεται στο ένθετο.

Ο δίσκος αγκαλιάστηκε από τη Universal (η οποία όπως διευκρίνισε ο διευθύνων σύμβουλός της Θ. Καραγρηγόρης σκοπεύει να τον προωθήσει διεθνώς με αγγλόφωνο ένθετο), απέκτησε το, διά χειρός Άντη Ιωαννίδη, εικαστικό του εξώφυλλο και παραδόθηκε ως «ένας σημαντικός πολιτιστικός πρεσβευτής της Κύπρου», όπως χαιρετίστηκε από τον Κύπριο πρέσβη Γ. Γεωργή. Ή αλλιώς όπως διαλαλεί και ο «Ποιητάρης» του δίσκου: «(...)από τα πέρατα της Γης τον κόσμον προσκαλώ τον. Δώστε μου λλίην ακρόασην για να σας τραουδήσω...»