Μοιρολόγια (Σείριος-ΜΙΝΟΣ ΕΜΙ, 1985)

http://www.phys.uoa.gr/~nektar/

…Αυτά τα μοιρολόγια έχουνε κάτι διαφορετικό. Δεν κλαψουρίζουνε ούτε θρηνολογάνε με μακρόσυρτες κραυγές. Μεταφέρουν σε αυτοσχέδιους στίχους υπέροχα σχηματισμένους, την περίπτωση του χαμού, τον πόνο της μάνας ή της γυναίκας ή της αδελφής, που απομένει και θέλει να τον μεταδώσει υποβλητικά με την πιο απέριττη και ευρηματική μελωδία. Ο Λουδοβίκος μ’ ένα μαντολίνο για συνοδεία που παίζει ο ίδιος μεταφέρει την μελαγχολική ομορφιά των μοιρολογιών αυτών μέσα μας, χωρίς προσποίηση, χωρίς υπερβολή, με την κατάλληλη εκείνη συγκινησιακή φόρτιση που μόνο όσοι ζουν αληθινά τον χώρο τους και την ψυχή τους μπορούν να φέρουν. Θεωρώ τον δίσκο αυτόν ασύγκριτο, μοναδικό κι άξιο των Ανωγείων… (Μάνος Χατζιδάκις)

1. Της Ριρίκας

Η Ριρίκα ένα εφτάχρονο κοριτσάκι μαθήτρια της πρώτης τάξης του Δημοτικού, πεθαίνει το 1958 χωρίς να προλάβει να γνωρίσει τον πατέρα της. Η μάνα της, Σοφία κλαίει το διπλό καημό της, έχοντας την ψευδαίσθηση ότι το κοριτσάκι της δεν πέθανε αλλά ότι πάει σ’ άλλα μέρη που μένει ο πατέρας της για να τον συναντήσει.

Σήκω Ριρίκα κι έπαιξε παιδί μου

και του σκολειού η καμπάνα γιασεμί μου

Εσένα περιμένουνε χαρά μου

οι συμμαθήτριές σου ερωντά μου

Σήκω να πας εις στο σχολειό Ρηνιώ μου

να πεις τσι δασκάλους άμοιρό μου

να πιάση το κατάλογο χρυσό μου

να σβήσει το παιδί μου τ’ ορφανό μου

κι είχα μεγάλη εχταγή παιδί μου

φως μου να σε σπουδάξω γιασεμί μου

έγραψα και σημείωμα Ρηνιώ μου

και το ‘βαλα στη ντάσκα ορφανό μου

να το βαστάς εις του μπαμπά παιδί μου

ίσως και σε γνωρίσει γιασεμί μου.

εχταγή:επιθυμία

ντάσκα: σχολική τσάντα

2. Του Λαγουθιέρη

Ο Γιάννης έπαιζε λαγούτο. Εικοσιπέντε χρονών νέος σκοτώνεται σε δυστύχημα. Μέσα στην ίδια μικρή αυλή με τους γονείς του ζει η Μαρία η θεία του με τον άντρα της. Δεν έχουν κάνει παιδιά. Στον Γιάννη έβλεπαν το δικό τους παιδί που ήθελαν μα δεν είχαν. Η θεία Μαρία είπε το μοιρολόι την ημέρα του θανάτου κρατώντας το λαγούτο του Γιάννη, χτυπώντας το μονότονα μέσα στην μικρή αυλή.

Δυό μάννες σε γεννήσανε παιδί μου

και δυο σε βλαστοσύρα γιασεμί μου

πάνω που εκαμαρώναμε καμάρι μου

ή το βλατόσυρμά σου κανακάρη μου

φύσηξ’ αέρας και βοριά παιδί μου

κι εξεκουρμούλωσέ σε γιασεμί μου

εσύ ‘σουνε που μούλεγες βλαστάρι μου

τσι πόρτες σου θ’ ανοίξω κανακάρη μου

καιτέ τσι καλοκλείδωσες υγιέ μου

κι επήρες τα κλειδιά βασιλικέ μου

ε γιασεμί μου όμορφο παιδί μου

που σ’ είχα στην αυλή μου αρισμαρί μου

ω και σε βαγιοκλάδιζα υγιέ μου

Γιάννη και επότιζα σε καντιφέ μου

ας πω πως ήταν τυχερό χαρά μου

κι έσβησες κι έχασα σε ερωντά μου

τα μπράτσα σου τα στριφοχτά παιδί μου

το στριλιγκό σου σώμα γιασεμί μου

και πως το καταδέχτηκες καλέ μου

και το ‘βαλες στο χώμα καντιφέ μου.

Κάνω πως ζω όμως δε ζω καμάρι μου

είναι η ζωή μου Γιάννη κανακάρη μου

έβγαινες κι έλαμπ’ η αυλή ανθέ μου

έφυγες κι έσβησε αυγερινέ μου.

αρισμαρί: δενδρολίβανο

βαγικλαδίζω: περιποιούμαι (μεταφορικά)

εξεκουρμούλωσε: ξερίζωσε

στρίλιγκο: σφιχτό

στριφόχτα: μυώδη

3. Του Γιάννη

Ο Γιάννης, άντρας απ’ τους επιφανείς του χωριού στην εποχή του σκοτώνεται από τους Γερμανούς στο Ηράκλειο (Κάστρο) αφήνοντας τη γυναίκα του χήρα με τέσσερα μικρά παιδιά και ετοιμόγεννη στο πέμπτο. Όπως τόχει συνήθεια κάθε χρόνο τη Μεγάλη Παρασκευή ράντιζε με ροδόσταμο τον κόσμο που συνόδευε τον επιτάφιο. Τούτη όμως την Μεγάλη Παρασκευή που ο Βορδονάρης δεν γύρισε να φέρει ροδόσταμο η γυναίκα του βγαίνει στο μπαλκόνι του σπιτιού της την ώρα που περνούσε ο επιτάφιος και μοιρολογώντας ζητά συγνώμη από το Χριστό που ο Καστροφόρος της δεν γύρισε με τα μυρωδικά.

Δεν έχω εγώ ροδόσταμνο Χριστέ μου

να σε ροδοσταμνήσω Κύριέ μου

δεν ήρθε ο Καστροφόρος μου χαρά μου

ροδόσταμνο να φέρει έρωντά μου

δε ήρθε ο Βορδονάρης μου Χριστέ μου

και να μου συμπαθήσεις Κύριε μου.

Μάννα όντε με γέννησε καλή μου

ήτονε μαύρη ώρα ξωμπλιαστή μου

μπόρα μεγάλη συνεφιά ρωμιά μου

και κακομοίριασέ με ρήγισσά μου

η μοίρα μου πλεμένη μου καλή μου

μάννα μου εμέ και σένα πλουμιστή μου

μάννα στο ίδιο ριζικό μάννα μου

μάννα την ίδια μοίρα γλυκομά μου.

Γιάννη τα ορφανά παιδιά μπαξέ μου

πως θα τα μεγαλώσω καντιφέ μου

τέσσερα έχω ακάνιαστα καλέ μου

κι ένα στα σωθικά ελεμέ μου

και πως θα κάμω το παιδί κλωνάρι μου

φως μου και συ να λείπεις κανακάρη μου

δε το πιστεύω κρίνε μου κι αθέ μου

πως έφυγες για πάντα εκλεχτέ μου

και πως θα βρω τη δύναμη ψυχή μου

Γιάννη μου το κουράγιο αμοναχή μου

Δε θα τη ζήσω τη ζωή μπαξέ μου

Γιάννη χωρίς εσένα εκλεχτέ μου

Γιάννη γκεγκρέζο Γιάννη μου χαρά μου

ταίρι γλυκί μου ταίρι ερωντά μου

εγώ βαστώ αμοναχή κλωνάρι μου

και θα σε περιμένω κανακάρη μου

γιατί δε σ’ είδανε νεκρό ψυχή μου

φως μου τα μαύρα μάθια ευγενή μου.

ακάνιαστα: μικρά

βορδονάρης: πραματευτής

ελεμές: διαλεχτός

4. Της Βοσκοπούλας

Η Μαρία μια όμορφη βοσκοπούλα με μαλλιά πλεγμένα σε τέσσερις κοτσίδες πεθαίνει στο χιονισμένο Ψηλορείτη από το κρύο και τη χιονοθύελλα. Η θεία της που μοιρολογάται περιγράφει την αψεγάδιαστη ομορφιά της και ζητά από τον κυνηγό μα βρει την πέρδικα που χάθηκε στα όρη.

Τεσσαροκρούλα κοπελιά μου μηλιά μου

στου Ρούβα πλανταμένη ρήγισσά μου

αντάρες σε πλακώσανε κερά μου

χιόνια και κατσιφάρες λεμονιά μου

Μ’ όλη τζι την υπομονή καλή μου

έκατσε η Παναγιά γιασεμί μου

και έπλασε τα κάλλη σου χαρά μου

χωρίς εκατηγόρια έρωντά μου.

Τεσσαροκρούλα κοπελιά κερά μου

φοδελιανή μου γλάστρα ρήγισσά μου

έλα καλέ μου κυνηγέ καλέ μου

να στριφοκυνηγήσης καντιφέ μου

τη πέρδικα που χάθηκε χαρά μου

στα όρη και στα δάση ερωντά μου

Τίνις Βοριζιανού βοσκού κερά μου

εζήλεψες τα κάλλη ρήγισσά μου.

Ήσουνε λάμπα του σπιτιού καλή μου

και έφεγγε η γειτονιά μας γιασεμί μου

φύσηξε ο αέρας ο κακός χαρά μου

και έσπασε κι έσβησε σε ανηψά μου.

κατσιφάρα: ομίχλη

πλανταμένη: πεθαμένη από κρύο

Ρούβα: τοποθεσία στον Ψηλορείτη

τεσσαροκρούλα: τέσσερις κοτσίδες

5. Του Μανώλη

Η Ελένη προαισθάνεται κάτι κακό για το Μανώλη της που πολεμά στην Αλβανία. Μόλις έχουν παντρευτεί και εκείνος έχει κιόλας φύγει για το μέτωπο. Σε λίγο μαθαίνει το μαντάτο. Ο Μανώλης σκοτώθηκε. Μόνη της με το παιδί που περιμένει μοιρολογάει τον χαμένο της έρωτα. Το χαμένο ταίρι που δεν θα δει ποτέ πια ούτε νεκρό.

Στην πέρα μπάντα του χωριού έρχουνται στρατιώτες

μπας κι έρχεται ο Μανώλης μου κι έχω κλειστές τις πόρτες

γειτόνισσες γειτόνισσες ήντα ‘χετε και κλαίτε

πράμα ‘χει ο Μανώλης μου καίτε δε μου το λέτε

Μα πήγα ‘γω και στο γιαλό επήγα και στη Μάντρα

κι εκλαίγανε τα πρόβατα μα δεν κατέχω γιάηντα

επήγα εγώ και στο γιαλό επήγα και στη βρύση

κι εκλαίγανε τα πρόβατα ποιος να τα ξεσταλίση

Μανώλη που σου βάλανε προσκέφαλο λιθάρι

τάξε πως δεν εκέντησα ποτέ μου μαξιλάρι

Μανώλη που σου βάλανε για σκέπασμα τα χιόνια

τάξε πως δεν εκέντησα ποτέ μου εγώ σεντόνια

Μανώλη που σε θάψανε με ρούχα ματωμένα

κι εγώ ‘χω τα γαμπρίκια σου ακριβοστερεμένα

Και που θα βρω ένα μερακλή Μανώλη σα και σένα

να δώσω τα στιβάνια σου τα ομορφοζαρωμένα.

και που θα βρώ ένα μερακλή Μανώλη σα και σένα

να δώσω τα σαλβάρια σου τα χρυσοκεντημένα.

Μανώλη τα γαμπρίκια σου σε ποιον να τα χαρίσω

και που θα βρω ένα μερακλή να του τα χαλαλήσω

Μανώλη μου Μανώλη μου χίλιες φορές Μανώλη

κι όντε θα σ’ αναστορηθώ το αίμα μου μαργώνει.

Μανώλη μου Μανώλη μου πως θα το νταγιαντήσω

και πως θα πιάσω κόσκινο στάρι να κοσκινήσω

Μανώλη μου Μανώλη μου πως θα το νταγιαντήσω

και πως θα ανάψω τη φωτιά κόλλυβα να σου ψήσω

Μανώλη δε σου πρέπουνε κόλλυβα με σιτάρι

μόνο με τσι λεμονανθούς γιατί σου παλληκάρι

Τα μπράτσα σου τα στριφοχτά με τα κοντά μανίκια

στης Αλβανίας τα βουνά τα τρώνε τα σκουλήκια

Μανώλη ανε ξανοίξωμε ακόμη στην αυλή μας

θα βρούμε καλορίζικα που η στεφάνωσή μας

Γειτόνισσες γειτόνισσες προβάλετε να ιδείτε

και το καλώς τα δέχτηκα ελάτε να μου πείτε.

6. Του Λευτέρη

Εικοσιεννιά χρονώ αρραβωνιασμένος ο Λευτέρης, ετοιμάζεται για το γάμο με την κοπέλα π’ αγαπάει και σκοτώνεται σε δυστύχημα. Μέσα στο μοιρολόι της η μάνα του είπε: Έρχομαι γη Λευτέρη μου παιδί μου. Μαζί σου στο ταξίδι αρισμαρί μου. Μια βδομάδα μετά ακολουθούσε το Λευτέρη της όπως τo 'χε πει.

Λευτέρη μου, Λευτέρη μου χαρά μου

και εικοσιεννιάχρονε έρωντά μου

Η ομορφιά και η λεβεντιά καλέ μου

τα νιάτα και η ερωτιά του Χρισογιέ μου

σήμερο τα σκεπάζουνε καμάρι μου

γιε μου στη μαύρη πλάκα κανακάρη μου

Το λιγερό κορμί σου καντιφέ μου

και γιάϊντα δεν το σάλτεψες υγιέ μου

και γιάϊντα δεν το σάλτεψες υγιέ μου

του χάρου να ξεφύγεις γιασεμί μου

Ετούτος είν’ ο γάμος σου κλωνάρι μου

τούτος κι ο αρραβώνας παλληκάρι μου

αντί για λύρα παίζουνε παιδί μου

οι νεκρικές καμπάνες γιασεμί μου

αντί χορό τα δάκρυα υγιέ μου

αντί για γέλιο πόνος διαλεχτέ μου

Λάμπει και στο δαχτύλι σου καμάρι μου

τ’ όμορφο δαχτυλίδι παλληκάρι μου.

Ανοιχτοκουταλάτε μου υγιέ μου

και δαχτυλιδομέση καντιφέ μου

έφυγες με την ομορφιά κλωνάρι μου

έφυγες με τα νιάτα κανακάρη μου

εμείς ελογαριάζαμε παιδί μου

χρυσόπλεχτα και σάρτζες γιασεμί μου

ψίκι να γίνη όμορφο καλέ μου

όλο το χαιρετάτο καντιφέ μου

με σάρτζες και σαλβάρια κανακάρη μου

και όχι με τσεμπέρια παλληκάρι μου.

σάρτζα: παλιά Ανωγειανή γυναικεία φορεσιά

ψίκι: ασκέρι, πλήθος

7. Του Μιχάλη

Τρεις θάνατοι ήρθαν για την άμοιρη μάνα. Ο Γιάννης εικοσιτριών χρονώ σε δύο μήνες ο Μιχάλης εικοσιπέντε χρονώ ένα χρόνο αργότερα ο πατέρας με ραγισμένη καρδιά φεύγει κι αυτός και μένει η μάνα που μοιρολογά κάθε στιγμή της υπόλοιπης ζωής της:

Εξεβαρέθηκα τηνε Χριστέ μου ετούτηνε τη στράτα Κύριέ μου.

Άχαρή πού 'ναι η ζωή καλέ μου

βασιλικέ τσι γλάστρας Μίχαλέ μου

πηγαίνω και καθήζω κανακάρη μου

στο γιασεμί που κάθηζες κλωνάρι μου

και βάνω το γαμπά σου καντιφέ μου

και σ’ ανημένω ήμπα ‘ρθεις υγιέ μου.

Πρώτη Δεκέμπρη εχάθηκε παιδί μου

το άμοιρο Γιαννιό μας γιασεμί μου

Στσί δύο του Φλεβάρη αγαπημένε μου

έχασα εγώ κι εσένα διαλεμένε μου

περάσανε δυο χρόνια Μιχαλιό μου

κι έφυγε κι ο μπαμπάς σου αμοιρό μου

Θε μου κι εξεβαρέθηκα Χριστέ μου

ετούτηνε τη στράτα Κύριε μου

θε μπου να γύρω μάθια μου στολή μου

ήμπα σε συναντήσω ευγενή μου

ένα γαϊτάνι του γαμπά υγιέ μου

έκεια σας σε μονιάζω καντιφέ μου

έκεια το κάνω ρόδο μου στολή μου

στ’ όνειρο το ταξίδι γιασεμί μου.

Ένα κερί αυτούμενο χαρά μου

εκράτου κι έσβησε ερωντά μου

φίδια κι αγκάθια στέκουνε καλέ μου

και πώς να περπατήσω διαλεχτέ μου

ξυπόλητη και μοναχή χαρά μου

όφου και που να γύρω έρωντά μου.

γαμπάς: κάπα

θε μου: προς τα πού

πρίκα: πίκρα

αυτούμενο: αναμμένο

ήμπα: μήπως

8. Του Γιώργη

Ο Γιώργης βαριά τραυματισμένος κάνει κουράγιο στη μάνα του ότι θα γίνει καλά. Μα εκείνη ήξερε και το μοιρολόι είχε αρχίσει. Ο Γιώργης της πέθανε σαράντα πέντε μέρες μετά.

Πρώτος αέρας του σπιτιού παιδί μου

βασιλικός δροσάτος γιασεμί μου

και πως μαργαριτάρι μου καλέ μου

μαράθηκες και χλώμιασες υγιέ μου

Γιώργη μου καραμπάτου μου παιδί μου

αδικοσκοτωμένε μου τσελεπή μου.

Κάμε μια βόλτα κρίνε μου χαρά μου

να δεις τα χειμάδια σου έρωντά μου

μια ρημαγή την έχουνε παιδί μου

ε Καραμπατογιώργη μερακλή μου.

Έκοψες τον αέρα μου ανθέ μου

έκοψες τα φτερά χρυσογέ μου

τρελλή πηγαινοέρχομαι υγιέ μου

μα δακρυσμένα μάθια ελεμέ μου.

Μάνα κι αμοναχή ‘μια εγώ παιδί μου

Μάνα βουβή του πόνου γιασεμί μου

χαρά παντριάς δεν ένοιωσα καλέ μου

στα άλλα σου αδέλφια ομορφογιέ μου

Γιώργη που δε σε στόλισα χαρά μου

ωσά γαμπρό υγιέ μου ερωντά μου

μα σ’ έντυσα στο θάνατο παιδί μου

αέρα τσι καρδιά μου γιασεμί μου

χαρά ελπίδα ήσουνα υγιέ μου

μάφυγες κι έχασα σε διαλεχτέ μου.

τσελεπής: μεγαλοβοσκός

9. Του Ιδομενέα

Η Κατινώ η μάνα του Ιδομενέα που σκοτώθηκε στον πόλεμο μακριά από την Κρήτη κλαίει και παρακαλάει το νεκρό γιο της να κρατήσει τη λάμψη και την ομορφιά του για να τον δει όπως τον ήξερε για στερνή φορά.

Άσπρο κερί τσ’ ανάστασης υγιέ μου

μη λιώσης μη γαριώσεις καντιφέ μου

ε χρυσοπράσινε μου αητέ χαρά μου

από πού να σ’ ανημένω έρωντά μου

Για σένα εβουλήσανε παιδί μου

οι βάρκες και τα πλοία γιασεμί μου

για κάμε κίνημα να ‘ρθεις καλέ μου

να σ’ ακλουθού κι άλλοι κληρωτέ μου

θαλασσοπαρμένε μου υγιέ μου

από πού να σ’ ανημένω χρυσογέ μου

κρίμα το κρίνο να χαθεί παιδί μου

το ρόδο να μαδήσει γιασεμί μου

υγιέ μου Ιδομενέα μου χαρά μου

ανθέ τω γαρεφάλω έρωντά μου.

Σα τη καλή νοικοκερά μου παιδί μου

που χάσει τη βελόνα γιασεμί μου

ε και τη δαχτυλίθρα τσι υγιέ μου

απού το κοφινάκι διαλεχτέ μου.

Πώς να μπαλώσω τη δουλειά χαρά μου

και πώς να την αράψω έρωντά μου

εγω θερίζω δάκρυα παιδί μου

και θεμωνιάζω πρίκες γιασεμί μου.

Εγώ εκαταδικάστηκα παιδί μου

χειμώνα καλοκαίρι δύστυχή μου

για να φορώ ή το γαμπά καλέ μου

για το βαρύ σου πένθος καντιφέ μου

υγιέ μου Ιδομενέα μου καλέ μου

από πού να σ’ ανημένω αμοιρέ μου

οντέ θα βρη ο ήλιος κανακάρη μου

από το ποτηράκι παλληκάρι μου

θα σ’ ανημένω για να ‘ρθεις υγιέ μου

Ρεθεμνιανέ μου αέρα καντιφέ μου

γαμπάς: κάπα

πρίκα: πίκρα

ποτηράκι: τοποθεσία δυτικά στ’ Ανώγεια

10. Του Στεφανή

Η Ασημένια μένει χήρα με έξη παιδιά στην ανημποριά και τη φτώχεια. Απολογισμό για τα τέσσερα χρόνια που «ζούνε χωρισμένοι» κάνει το μοιρολόι της σ’ ένα μνημόσυνο του Στεφανή.

Τέσσερα χρόνια ζούμε χωρισμένοι

κι είμαι χλωμή και μαυροφορεμένη

χωρίς σημόνι τσι ζωής βοσκέ μου

έφυγες κι άφηκές με διαλεχτέ μου.

Μακρύ σκοινί μου τόφηκες βοσκέ μου

αχ! Ψηλομαδαρίτη, άμοιρέ μου

Πουλιά κι αυγά μου τάφηκες χαρά μου

και πως θα τ’ αναθρέψω έρωντά μου

έξη παιδάκια ορφανά καλέ μου

και παραπονεμένα αμοιρέ μου

Τέσσερα στο δημοτικό τ’ αρνάκια μου

τα παραπονεμένα τα παιδάκια μου

Έχω και την Ελένη μου τη νια μου

δευτέρα γυμνασίου η Ρωμιά μου

Μεγάλωσε ο Γιάγκος μας βοσκέ μου

και έγινε βοσκάκι διαλεχτέ μου

και έγινε βοσκάκι το αντράκι μου

και Ψηλομαδαρίτης το βοσκάκι μου

Αυτό λογιάζουν για μπαμπά βοσκέ μου

τα ορφανά παιδιά μας διαλεχτέ μου.