Το όχι αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά του ναι (Λύρα, 1999)

http://www.musical.gr/cddetails.scr?gui_language=1&CD_code=4935-2

http://www.phys.uoa.gr/~nektar/

1. Η μηλιά

Μ. Τζανουδάκη – Ν. Βενετσάνου – Μ. Κανά

Γιατί μηλιά μου ψήγεσαι

και κιτρινοφυλλιάζεις,

είν’ τα μήλα σου βαριά

ή το νερό σου λείπει;

Δεν είναι τα μήλα μου βαριά

ούτε νερό μου λείπει

κόρη και νιος φιλιώντανε

κάτω από τα κλαδιά μου

κι ορκίστηκαν στα κλώνια μου

να μη ξεχωριστούνε·

τώρα ξεχωριστήκανε.

2. Μέρυλ

Λουδοβίκος – Λ. Καλημέρη

Σαν ήσουνε κοντά μου

δεν είχα τι να πω

τώρα που ζεις μακριά μου

νιώθω να σου μιλώ.

Η μοναξιά με βλέπει

και μου χαμογελά

πως γίνεται η αγάπη

κι αργεί κάθε φορά.

Για ό,τι έχει γίνει

πες μου αν φταίω εγώ

στις λίμνες των ματιών σου

να πέσω να πνιγώ.

Αν κάποτε θελήσεις

πίσω να ξαναρθείς

άσπρα χαλίκια ρίχνε

στο δρόμο μη χαθείς.

3. Επέτειος

Νένα Βενετσάνου

Τον καθρέφτη της λίμνης κοιτώ

και στους κύκλους σ ακολουθώ.

Μια πέτρα στο χρόνο πετάς

τ’ ουρανού ταξιδιώτη που πας.

Φεύγει η μέρα,

φεύγει η ώρα,

φεύγεις μακριά,

όπου και να ‘σαι

δε θα μου λείπεις

να ‘σαι καλά.

Σε θυμάμαι με χείλη κλειστά

και με μάτια χωρίς μυστικά.

Τον καθρέφτη της λίμνης κοιτώ

τη γαλάζια μορφή σου ζητώ.

Μια πέτρα στο χρόνο πετώ

και τους κύκλους ακολουθώ.

4. Το βουλισμένο αλώνι

Το βουλισμένο αλώνι

η νύχτα δεν τελειώνει

με την αυγή,

κρατεί τα μυστικά του

καινούργια και παλιά του

βαθιά στη γη.

Ναι, γύρω γύρω γειάντονε

και τ’ άχυρα δικάντονε.

Με τ’ αργυρό δρεπάνι

και ένα παλιό φουστάνι

λινό χακί,

στου άχυρου τη σκόνη

άρωμα από κυδώνι

κι από ρακί.

Ναι, γύρω γύρω γειάντονε

και τα’ άχυρα δικάντονε

ναι, γύρω να γυρίσωμε

να χιλιομουζουρίσωμε.

Μικρή μου Περσεφόνη

στου κόσμου το μπαλκόνι

αν ξαναρθείς,

κάνε μου αυτή τη χάρη

αυτόν τον Αλωνάρη

να θυμηθείς.

5. Γυρεύω να ‘ρθεις

Γ. Δρακιά

Γυρεύω να ‘ρθεις

στη θύμηση μου

σ’ αυτά που αγάπησες

σε ξαναζώ.

Σ’ αυτά που σου ‘δωσα

και ήταν λίγα

σ’ αυτά που πήρα και

σ’ ευχαριστώ.

Μα κάποια μέρα

νωρίς της νιότης

πήρες το δρόμο

για μισεμό

κι ο στεναγμός

που χρόνια με ξέρει

με αντάρα σμίγει

με το βουνό.

6. Καφενείον «Το Μελτέμι»

Δε φαίνεσαι στην αγορά

ούτε σε ξέρουν στο λιμάνι

ίσως σε λένε Αργυρώ,

Μαρία, Ελένη ή Ρωξάνη.

Με δειλινό χαμόγελο

και με της νύχτας το μελάνι

στα μάτια, στα μακριά μαλλιά

και στο κοντό φουστάνι.

Σε φέραν έτσι ξαφνικά

μια νύχτα οι ανέμοι

και σ’ είδα μ’ ένα

δίσκο να κερνάς

αδιάφορους τουρίστες

στο Μελτέμι.

7. Μήδεια

Μελίνα Κανά

Γυναίκα της αγάπης

ντυμένη τη φωτιά

με κάρβουνα στα μάτια

και στάχτες στην καρδιά.

Άνοιξες το σκοτάδι

άναψες μαύρο φως

του μαχαιριού η λάμψη

ελπίδα κι οδηγός.

Ποιος θα σε κρίνει

ποιος το μπορεί

κόρη του πάθους

άκρη να βρει...

Οι τίτλοι αναφέρουν

κάτι μοναδικό

η Μήδεια αναστήθηκε

κι έκαμε φονικό.

Πέταξε τη ντροπή της

μες το φωταγωγό

στα δεκαεννιά της χρόνια,

Μήδεια η Γωγώ.

Ποιος θα σε κρίνει

ποιος το μπορεί

κόρη του φόβου

άκρη να βρει...

8. Της αγάπης το βιβλίο

Της αγάπης το βιβλίο

απ’ τα χρόνια τα παλιά

το έγραφε ένας προφήτης

σε μια σκοτεινή σπηλιά.

Στο κεφάλαιο το πρώτο

γράφει «τα ερωτικά»

οι σελίδες του μουτζούρες

κι όλο ερωτηματικά.

Για της μάνας την αγάπη

λέει πως είναι φυλακή

δίχως κάγκελα και πόρτα

κι όμως μέσα μας κρατεί.

Στη σελίδα δεκαοχτώ

γράφει: ενοχή – ανοχή

ο όρκος υπήρξε ποτέ

απόδειξη αγάπης

και πιο κάτω

η αγάπη έχει δεν έχει αντέχει.

Κείνο το ακριβό βιβλίο

δεν το τέλειωσε ποτές

του έμεινε στις σημειώσεις

κι οι σελίδες του λευκές.

Κείνο το ακριβό βιβλίο

σκονισμένο και παλιό

ίσως να το τελειώσει!..

9. Μάνα και γιος

Λιζέτα Καλημέρη

Ο ήλιος βασιλεύει

με σημάδι

όμορφο νιο πηγαίνανε

στον Άδη

με ρόδα και μ’ ανθούς

τόνε στολίζουν

δεξά μεριά του Άδη

τον καθίζουν.

Κι η μαύρη μάνα ντου

τόνε γνωρίζει

σιμώνει δίπλα ντου

και τον αγγίζει.

Υγιέ μου ήντα γυρές

σ’ αυτά τα μέρη

όπου ‘ναι καψερά

χωρίς αέρι.

Ήρθα να ιδώ τη μάνα μου

το φως μου

που ‘φυγε κι έχω μείνει

αμόναχός μου.

Γιαγύρε γιε μου άμε

στον απάνω

μα έμαθα ‘γώ

και δίχως σου

και κάνω.

10. Το κρασί του Διονύσου

Μανώλης Λιδάκης

Έκλεψαν το κρασί του Διονύσου

μέθυσαν οι αγγέλοι τ’ ουρανού

κατέβηκαν στη γη να αμαρτήσουν

την ώρα του μεγάλου εσπερινού.

Κ’ ήρθαν οι νύμφες των κυμάτων

ντυμένες άμμο και αφρό

έπαιζαν και σιγογελούσαν

στύβοντας απ’ τις μπούκλες το νερό.

Γυμνή αλήθεια του Θεού

πάνω στην άμμο ξαπλωμένη

κι ο ποταμός του φεγγαριού

πάνω στη λίμνη να μακραίνει..

Ήπιανε όλο το κρασί

χόρεψαν οι αγγέλοι και οι δαιμόνοι

μα στο χορό των σταφυλιών

όσοι χορεύουν είναι μόνοι.

11. Η Χαρτορίχτρα

Λιζέτα Καλημέρη

Η χαρτορίχτρα η Αμινά

φάνηκε απ’ το πουθενά

χώρεσε μέσα στη σιωπή

κι αν τη ρωτούσες τι να πει

είχε στερέψει.

Λένε πως ήρθε απ’ τη Λιβύη

μετά από μια καταστροφή

που ‘χε προβλέψει.

Έφτασε νύχτα στα Χανιά

Φλεβάρη του πενήντα εννιά

σ’ ένα λιμάνι

άλλαξε ρούχα και θωριά

και πήρε σβάρνα τα χωριά

μ’ ένα φλιτζάνι.

Η χαρτορίχτρα η Αμινά

χάθηκε πάνω στα βουνά

την έβλεπαν καμιά φορά

πριν από κάθε συμφορά

με τη μεταξωτή στολή

να βλέπει την Ανατολή.

12. Το Όχι αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά του Ναι

Ανάμεσα στο όχι

και το κρυμμένο ναι

χάθηκε η ζωή μου

μεγάλε ουρανέ.

Δεν κρύβεται στη νύχτα

το άσπρο γιασεμί

λύγισε η αγάπη

όταν είπες μη.

Βγαίνω στον αέρα

με χάρτινο φτερό

μακριά σου δεν αντέχω

κοντά σου δεν μπορώ.

Χαμήλωσε τα φώτα

μεγάλε ουρανέ

το όχι αποκοιμήθηκε

στην αγκαλιά του ναι.