Τέσσερις δρόμοι για τον Ερωτόκριτο [Συμμετοχή] (Λύρα, 2001)

http://www.phys.uoa.gr/~nektar/

1. Μια κάποια λίγη πεθυμιά

Αρχή ήτονε πολύ μικρή κι άφαντη δίχως άλλο,

μα το μικρό με τον καιρό εγίνηκε μεγάλο.

Κι αγάλια-αγάλια η πεθυμιά μ’ έβανεν εις τα βάθη,

κ’ ήκαμε ρίζες και κλαδιά, βλαστούς και φύλλα κι άθη.

Μια κάποια λίγη πεθυμιά ξεσήκωσε το νου μου

και δυό φτερούγες ήκαμε μέσα του λογισμού μου:

Τούτες την πεθυμιά πετού, στον ουρανό την πάσι

κι όσο σημώνου τση φωτιάς, τσι καίγει εκείν’ η βράση.

Και πάραυτας γκρεμνίζομαι, απείς φτερά δεν έχω,

γιατί ήφηκα τα χαμηλά και τα ψηλά ξετρέχω·

και πάλι εκείνη η πεθυμιά δε θέλει να μου λείψη,

πάραυτας κάνω άλλα φτερά, πάλι πετώ στα ύψη·

και πάλι βρίσκω τη φωτιά, πάλι ξανακεντά με

κι απ’ τα ψηλά που βρίσκομαι με ξαναρίχνει χάμαι.

2. Γροικήσετε τον έρωτα

Γροικήσετε του Έρωτα, θαμάσματα τα κάνει,

κι εισέ θανάτους εκατό, όσ’ αγαπούν τσι βάνει·

πληθαίνει τως την όρεξη, και δύναμη τως δίδει,

μαθαίνει τσι να πολεμού τη νύκτα στο σκοτίδι·

κάνει τον ακριβό φτηνό, τον άσκημο ερωτάρη,

κάνει και τον ανήμπορο άντρα και παλληκάρι.

3. Όσο στερεύγομαι

Λιζέτα Καλημέρη

Νένα, μεγάλη πείραξιν έχω στο νου μου μέσα

και τα τραγούδια κ’ οι σκοποί αξάφνου μ’ επλανέσα.

και πεθυμώ και ραθυμώ να μάθω, να κατέχω,

ποιος είν’ αυτός που τραγουδεί κ’ έγνοια μεγάλην έχω.

Τα λόγια του τα γνωστικά κάθομαι και λογιάζω,

γραμμένα τα ‘χω και συχνιά κλαίοντας τα διαβάζω.

Κάτεχε, όσο στερεύγομαι το πράμα όπου μ’ αρέσει,

τόσο πλια μες τα σωθηκά σπίθες φωτιές με καίσι.

4. Ήντα δεν κάνει ο Έρωντας

Ποιος εις τον κόσμο φάνηκε κι αγάπη δεν κατέχει,

ποιος δεν τηνε δοκίμασε ποιος δεν τήνε ξετρέχει.

Κι ίντα δεν κάνει ο Έρωτας σε μια καρδιά π’ ορίζει·

σαν τη νικήση, ουδέ καλό ουδέ πρεπό γνωρίζει.

5. Ο όρκος της Αρετής

Λιζέτα Καλημέρη

Τα λόγια σου Ρωτόκριτε, φαρμάκιν εβαστούσα,

ουδ’ όλπιζα ουδ’ ανήμενα τα’ αυτιά μου ότι σ’ ακούσα.

Διώξε τσι αυτούς τσι λογισμούς κ’ έγνοια καμιά μην έχης,

μη θέλης να ξαναρωτάς το πράμα που κατέχεις.

Και πως μπορώ να σ’ αρνηθώ· κι α θέλω, δε μ’ αφήνει

τούτη η καρδιά, που εσύ ‘βαλες ‘ς ‘τς αγάπης το καμίνι.

Κι’ α δε θελήση η μοίρα μας να σμίξωμεν ομάδι,

η ψη σου ας έρθη να με βρη χαιράμενη στον Άδη.

6. Πλια πάρα που το χιόνι

Ήθελε κι άλλα να του πη, μα η εμιλιά δε σώνει,

πέφτει στη γη άσπρη και κρυγιά πλια πάρ’ από το χιόνι.