Αρχική σελίδα → Προσωπικά Ενδιαφέροντα → Μουσική

Τούτη η κορνέτα ηχεί 55 χρόνια...

Πάνος Γεραμάνης, εφ. Τα Νέα, 28/2/2002

Ο Γιώργος Μουζάκης θυμάται σε μια αυτοβιογραφία γεγονότα που σημάδεψαν την 55χρονη πορεία του στο μουσικό θέατρο, το σινεμά, το ελαφρό τραγούδι

Με τον Ρόμπερτ Μίτσαμ στην Αθήνα του 1959 και, δεξιά, με την Ελένη Προκοπίου, το 1969, στο «Ρεξ», στο μιούζικαλ «Ο Μπάμπης κι ο Μπαμπίνος»

«Έπαιξα κορνέτα για πρώτη φορά στον Καραγκιόζη του Μόλα και του Μανωλόπουλου. Το πρώτο μεροκάματο το πήρα στα Μέγαρα σ' έναν γάμο, παίζοντας όλη τη νύχτα το τραγούδι "Ο Αντώνης ο βαρκάρης, ο σερέτης"», θυμάται ο Γιώργος Μουζάκης από τα πρώτα βήματα της αστραφτερής καριέρας του. Που, τώρα, σαν φιλμ συναρπαστικό ξεδιπλώνονται στις 180 σελίδες της αυτοβιογραφίας «Γιώργος Μουζάκης - Βίρα τις άγκυρες», την οποία επιμελήθηκε ο Ιάσων Τριανταφυλλίδης και θα κυκλοφορήσει από τις Εκδόσεις Άγκυρα.

Μέσα από τα τέσσερα κεφάλαια του βιβλίου ζωντανεύουν εικόνες και παραστάσεις, κυρίως μετά την Απελευθέρωση, με πρωταγωνιστή έναν σπουδαίο συνθέτη, με γνώσεις και ταλέντο. Υπάρχουν όμως και αναφορές στην προπολεμική εποχή, δύσκολα, σκληρά παιδικά χρόνια του συνθέτη. Δεκάδες ασπρόμαυρες φωτογραφίες αποτυπώνουν την εξέλιξη του Γιώργου Μουζάκη στην καλλιτεχνική δημιουργία, ενώ οι αναμνήσεις του, όπως καταγράφονται από τον ίδιο, είναι προϊόν μακρόχρονης εργασίας, με τη βοήθεια της συζύγου του Άννας.

Στο προλογικό σημείωμα του Ιάσονα Τριανταφυλλίδη, με τίτλο «Με μια τρομπέτα στην ιστορία, στ' αστέρια και στην καρδιά μας», εκτός από το πλήρες βιογραφικό περιγράφονται οι μεγάλες στιγμές του και δίνονται πολλά στοιχεία από παλιές συνεντεύξεις του. «Ο Γιώργος Μουζάκης - γράφει ο Τριανταφυλλίδης - έγραψε σχεδόν κάθε είδους τραγούδι: ρομάντζες, "δραματικά" αρχοντορεμπέτικα, λαϊκά, ελαφρά, αλλά πριν απ' όλα είναι ο βασιλιάς τής λάτιν στην Ελλάδα. Εκείνος την επέβαλε στη χώρα μας. Ίσως, γιατί αυτοί οι αποκριάτικοι ρυθμοί ταίριαζαν με το πνεύμα του μεγάλου θεάματος, που κουβαλούσε ο ίδιος. Οι ορχήστρες του με τα πολλά πνευστά έγραψαν ιστορία. Τα τραγούδια του άφησαν εποχή: «Θα σας πω ένα τραγουδάκι/ με τον Γιώργο τον Μουζάκη». Ένα δίστιχο που το ξέρουν όλοι.

Ο Μουζάκης αγωνίστηκε κι έφτιαξε τον δικό του μύθο και τον δικό του θρόνο. Έναν θρόνο τριγυρισμένο από ωραία κορίτσια, φτερά, σκάλες, μπαλέτα, φώτα, γοητεία σε μία μεγάλη σκηνή στα αστέρια και στην καρδιά μας».

Στο κεφάλαιο «Ο Γιώργος Μουζάκης θυμάται», ο συνθέτης αναφέρεται σε πρόσωπα-μύθους που έβαλαν τη σφραγίδα τους στην ελληνική καλλιτεχνική δημιουργία και συνεργάσθηκε μαζί τους: «Σαν άνθρωπος ο Μπουρνέλης ήταν παλικάρι. Πολύ ωραίος. Σατράπης δεν ήταν, ήταν δίκαιος. Δεν έχει χάσει άνθρωπος μία δραχμή από τον Μπουρνέλη, ο τελευταίος τροχός της αμάξης να ήταν. Όταν δεν πήγαινε καλά ένα θεατρικό έργο, σε όλους έδινε λεφτά».

Ξετυλίγοντας το κουβάρι των αναμνήσεών του, ο Μουζάκης αναφέρεται και στη συνεργασία του με τη Μελάγια: «Συνεργαστήκαμε τέσσερα χρόνια και είπε μερικά από τα τραγούδια μου, τα οποία έγιναν σουξέ. Σαν τραγουδίστρια ήταν πάρα πολύ καλή, είχε μια κοντράλτα φωνή, σαν ανδρική. Ό,τι τραγούδησε ήταν πολύ ωραίο. Και βέβαια πολύ ωραία γυναίκα».

Για εκείνη που δεν κρύβει τον θαυμασμό του ο Μουζάκης ήταν η Ρένα Ντορ: «Σαν κι αυτή δεύτερο ταλέντο δεν υπήρξε. Η Ρένα Ντορ έκανε για πρώτη φορά μια τριφωνία με τις Καλουτά στο "Νιάου-νιάου, ψιτ-ψιτ", στου Σαμαρτζή το θέατρο, ακριβώς το καλοκαίρι πριν από τον πόλεμο και το καλοκαίρι του '40 στη "Φράουλα" ντυνόταν φράουλα».

Στον κύκλο των αναμνήσεων του Μουζάκη περνούν οι μορφές τών Κυριάκου Μαυρέα, Ορέστη Μακρή, Βασίλη Αυλωνίτη, της Κυρίας Κυβέλης, αλλά και ο Γιαννακόπουλος, ο Σακελλάριος, ο Γιώργος Τζαβέλλας, η Νίνου, η Μπέλλου, ο Χιώτης, η Πόλυ Πάνου.

Ο συνθέτης μιλάει όμως και για τις αδυναμίες του. Η μεγαλύτερη - λέει - είναι ακόμη και σήμερα το ποδόσφαιρο και, φυσικά, ο Παναθηναϊκός, η λατρεμένη του ομάδα, της οποίας συνέθεσε τον ύμνο, με στίχους του Γιώργου Οικονομίδη, στις αρχές της δεκαετίας του '60.

Και αν ο Γιώργος Μουζάκης θυμάται πρόσωπα και πράγματα και αναφέρεται με λεπτομέρειες σε προσωπικότητες του θεάτρου, του κινηματογράφου και του τραγουδιού, σε άλλο κεφάλαιο του βιβλίου, παλαιότεροι αλλά και νέοι καλλιτέχνες μιλούν με θαυμασμό για τηνπροσφορά του. Μεταξύ τους, οι Κώστας Βουτσάς, Σπεράντζα Βρανά, Γιάννης Πάριος, Λάκης Λαζόπουλος, Δημήτρης Παπαδημητρίου, Λίνα Νικολακοπούλου.

Κλασική ποιότητα

«Ένας πολύ μεγάλος Έλληνας μουσικός και μαέστρος που γέμιζε με ποιότητα τα κυριακάτικα βράδια, αμέσως μετά τη Μεταπολίτευση, με τις μελωδίες της ορχήστρας του στην ασπρόμαυρη (τότε) κρατική τηλεόραση», γράφει μεταξύ άλλων για τον Γιώργο Μουζάκη, στο «Βίρα τις άγκυρες» ο Σταύρος Ξαρχάκος. «Σήμερα, στην εποχή των πάμπολλων έγχρωμων καναλιών με την πενιχρή - αλίμονο - ποιότητα, ο Γιώργος Μουζάκης και άλλοι πραγματικά μεγάλοι δημιουργοί δεν έχουν δυστυχώς τη θέση που τους αξίζει. Αλλά, αλήθεια, ποιος ενδιαφέρεται γι' αυτό όταν έχει γίνει κλασικός, όταν η αναφορά του ονόματός του φέρνει αυτόματα τη λέξη "ποιότητα" στο νου και όταν έχει αγαπηθεί από τρεις, τουλάχιστον, γενιές Ελλήνων; Ποιος, αλήθεια, ενδιαφέρεται να συναγελασθεί με όλους αυτούς που ήταν μικροί (ηλικιακά) όταν εκείνος μεγαλουργούσε και μεγαλώνοντας, δυστυχώς, παρέμειναν "μικροί" (όχι ηλικιακά);».

Κολόνια και μπριγιόλ

Γράφει ο Σταμάτης Κραουνάκης: «Ξύπνησα με ένα "σκάσιμο" από τριάντα πνευστά, απόηχο από το "Ακροπόλ" - ο μαέστρος κράδαινε την κορνέτα του σε απίστευτες κυκλικές φιγούρες στον αέρα, σαν να ήτανε "ρεβόλβερ". Όλα μύριζαν κολόνια και μπριγιόλ. Άνοιξα μια πόρτα καμαρινιού που έγραφε "μαέστρος" και ξεχύθηκαν ερωτικά, καντάδες, μάμπο, ρούμπες και φοξ τροτ, χασάπικα και απτάλικα, σημάδια μιας ζωής άλλης, αληθινής, αιματηρής και έξοχης. Τότε ο μαέστρος ήταν ακόμα μαέστρος, τα όργανα όργανα, ο τραγουδιστής τραγουδιστής, η τραγουδίστρια τραγουδίστρια! Ύψωσα το χέρι ικετευτικά και ζητιάνεψα κομμάτια ζωής να χτίσω τη δικιά μου κι ο μαέστρος μού 'ριξε στη χούφτα μια δόση διαμάντια, πούλιες, πασατέμπο και μαργαριτάρια και μου είπε "πάρε, αγόρι, να πορεύεσαι".

"Έχω ραντεβού μαζί σας, μαέστρο". "Θέλω κι άλλο". Μου 'ριξε παρτιτούρες, στιχάκια, ανέκδοτα, κάνα - δυο χαριτωμένα μπινελίκια και ύστερα μου χαμογέλασε και - τσακ! - όλα πάλι μοσχοβόλησαν κολόνια και μπριγιόλ. Έπειτα για χρόνια - πόσα δε θυμάμαι - έβρισκα τα δώρα του κρυμμένα στις τσέπες μου κάθε φορά που ήθελα να χορέψει με "έρωτα ζωής" η μουσική μου».