Αρχική σελίδα → Προσωπικά Ενδιαφέροντα → Μουσική

Μπαγιαντέρας: 20 χρόνια από το θάνατό του

Ο καλός ρεμπέτης

Βασίλης Καλαμαράς, εφ. Ελευθεροτυπία, 19/11/2005

http://el.wikipedia.org/wiki/Δημήτρης_Γκόγκος

Ο Δημήτρης (Μήτσος) Γκόγκος ή Μπαγιαντέρας είναι ο δημιουργός των πασίγνωστων, αγαπημένων και πολυτραγουδισμένων τραγουδιών «Ζούσα μοναχός χωρίς αγάπη», «Μέσα στης ζωής τα μονοπάτια», «Αποβραδίς ξεκίνησα», «Σαν μαγεμένο το μυαλό του φτερουγίζει», «Ξεκινάει μια ψαροπούλα», «Χατζηκυριάκειο» -τις περισσότερες επιτυχίες του τις έγραψε προπολεμικά, αρχής γενομένης από το 1937.

Ο Μπαγιαντέρας τη δεκαετία του '40 μαζί με τις δύο μικρές κόρες του, παίζοντας καθ' οδόν

Το παρατσούκλι Μπαγιαντέρας τού «κόλλησε» από την οπερέτα «Μπαγιαντέρα» του Εριχ Κάλμαν: κάπου είχε πιάσει το αυτί του τη μελωδία του ομώνυμου τραγουδιού και συνήθιζε να την παίζει διασκευασμένη στο μπουζούκι του. Σαν χθες (18 Νοεμβρίου) συμπληρώθηκαν ακριβώς είκοσι χρόνια από το θάνατό του (1985). Γεννιέται το 1903 στην πειραιώτικη συνοικία του Χατζηκυριάκειου, έλκει ωστόσο την καταγωγή του από τον Πόρο. Η μητέρα του κρατούσε από την Ύδρα.

Ο πατέρας του Γιάννης Γκόγκος, υπαξιωματικός του Λιμενικού, είχε αντιρρήσεις για τις επιλογές του γιου του, γιατί δεν θέλει να τον δει μπουζουξή. Τελειώνει το τετρατάξιο Γυμνάσιο και αποκτάει το πτυχίο του ηλεκτρολόγου («Έχω πτυχίο ηλεκτριστού», έλεγε σε συνεντεύξεις του), το επάγγελμα όμως δεν θα το ασκήσει ποτέ του. Ήδη, από τα δεκαεπτά του, παίζει μπουζούκι, μαντολίνο, κιθάρα και βιολί, άνθρωπος-ορχήστρα.

Αν και τυφλώνεται από το 1941, αυτή η σωματική αναπηρία του δεν στάθηκε εμπόδιο στις τραγουδοποιητικές δημιουργίες του: περίπου εκατό τραγούδια που ακούστηκαν και άλλα τριάντα ανέκδοτα στα συρτάρια του, καθώς και μια μέθοδος εκμάθησης μπουζουκιού άνευ διδασκάλου στοιχειοθετούν το πορτρέτο της προσφοράς του Δημήτρη Γκόγκου ή Μπαγιαντέρα.

Σε δική του αφήγηση περιγράφει πώς έχασε το φως του: «Δούλευα στου "Δασκαλάκη", στο Μαρούσι. Τότε το μεροκάματο ήταν πολύ μικρό και δεν έπρεπε να χάνουμε ούτε μία μέρα. Το μάτια μου πονούσαν συνεχώς. Ήξερα ότι είχα γλαύκωμα. Έτσι, μια μέρα, εκεί που έπαιζα ένα από τα γνωστά μου τραγούδια, αισθάνθηκα ότι χανόταν το κάθε τι από μπροστά μου. Δεν μπορούσα να κάνω πια τίποτα. Το μοιραίο είχε έλθει. Από κει κι έπειτα άρχισε η περιφρόνηση από πολλούς. Δεν μπορούσαν να βασιστούν πια σε μένα. Έκανα το παν τότε για να τους αποδείξω το τι αξίζω. Δημιούργησα τις μεγαλύτερές μου επιτυχίες εκείνη την εποχή που τραγουδήθηκαν και τραγουδιούνται ακόμη. Άρχισαν τότε αυτοί που με περιφρόνησαν να με φροντίζουν κάπως και να με πλησιάζουν, ποντάροντας, όπως καταλάβαινα, στα τραγούδια μου. Δεν έπαψα ποτέ να παίζω μπουζούκι και κιθάρα, παρ' ότι είχα χάσει το φως μου. Αλλά ήρθε μετά η Κατοχή».

Η τύφλωση δεν θα τον εμποδίσει να κάνει οικογένεια και να αποκτήσει δύο κόρες, τις οποίες δεν θα δει ποτέ! Ως το 1963 θα παραμείνει στο πάλκο συνεργαζόμενος με τους σημαντικότερους συνθέτες, τραγουδιστές και τραγουδίστριες του ρεμπέτικου: τον Στράτο Παγιουμτζή, τον Ανέστη Δελιά, τον Γιώργο Μπάτη, τον Στελλάκη Περπινιάδη, τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Μανώλη Χιώτη, τη Ρόζα Εσκενάζυ, τη Ρίτα Αμπατζή, την Ιωάννα Γεωργακοπούλου.

Μπροστά στο φακό της εκπομπής «Παρασκήνιο», τον Ιανουάριο του 1978, είχε δώσει στον Δημήτρη Γκιώνη τον ορισμό του ρεμπέτη: «Ρε...μπέτης, τι να πω; Νομίζω, θα πει ο μάγκας, ο τσίφτης, ο αντάρτης, ο έξω καρδιά. Αυτός εκεί που λες είναι φίλος, βγάζει το μαχαίρι και σε μαχαιρώνει! Αλλά έτσι είναι σ' όλα τα σινάφια. Υπάρχουν οι ιππότες-μάγκες, υπάρχουν και οι μαγκίτες, οι κουραδόμαγκες. Θα βρεις τους καλούς, θα βρεις και τους σκάρτους!».

Όπως παραδεχόταν ο ίδιος, υπήρξε τζόρας και ομολογούσε ότι είχε καπνίσει του κόσμου το χασίσι. Ενώ, λοιπόν, σε συνέντευξη του 1972 περιγράφει στον Λευτέρη Παπαδόπουλο λεπτομερώς τους τεκέδες και τους χασισοπότες, στην ερώτηση «Πείτε μας, εσείς καπνίσατε ποτέ χασίς;» του Γκιώνη, τα μαζεύει, καθώς μεσολαβεί το τεχνητό μάτι της κινηματογραφικής μηχανής: «Τι να σας πω; Μια φορά το 'βαλα στο στόμα μου, λόγω της φύσεως της εργασίας, για να δείξω κι εγώ ότι είμαι μάγκας - κι ούτε που το ξανάβαλα στο στόμα μου!». Άλλα λόγια να αγαπιόμαστε... Με αγάπη ωστόσο τον θυμόμαστε τον Μήτσο Γκόγκο ή Μπαγιαντέρα.