Αρχική σελίδα → Προσωπικά Ενδιαφέροντα → Μουσική

Τραγούδια με τραύματα

Βασίλης Ρούβαλης, εφ. Ελευθεροτυπία, 7/8/2006

«Ναι, έχουν τραύματα τα τραγούδια που έγραψα, δεν είναι όμως σκιαγμένα και δεν παραπονιούνται ούτε κάνουν τους ήρωες, απλώς ήρθαν μέχρι εδώ μέσα από τον διωγμό, φέρνοντας τον απόηχό του από τσαλαπατημένες χορωδίες ανθρώπων κρεμασμένων στα καράβια το 1922.

Έπρεπε να 'ρθω και να φανερωθώ μέσα από τα τραγούδια μου, ίσως έτσι έπρεπε να γίνει...», λέει με την ταπεινότητα που αρμόζει σε μια αυθεντική φιγούρα του λαϊκού τραγουδιού, όπως εν προκειμένω με την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου. Μορφή του μεταπολεμικού τραγουδιού, όπως αυτό «πέρασε» από τις 45 και τις 78 στροφές, η Σμυρνιά που έβαλε στο στόμα πολλών μερικούς στίχους σαν το «Δυο πόρτες έχει η ζωή» ή το «Χτυπούν οι ώρες θλιβερά», παραμένει γνωστή-άγνωστη. Μια βιογραφία της, μια κατά μέτωπο παρουσίαση της ζωής και του έργου της, επιδιώκει ο συνθέτης Γιάννης Bach Σπυρόπουλος, υπογράφοντας την έκδοση «Ένα μπλουζ για την Ευτυχία» (εκδόσεις «Ηλέκτρα»).

Ποια είναι λοιπόν αυτή η αφανής ηρωίδα του ρεμπέτικου τραγουδιού; Ο συγγραφέας του τομιδίου (το οποίο συνοδεύει δίσκος ακτίνας με συνέντευξή της από το Αρχείο Ελληνικής Δισκογραφίας του Παναγιώτη Κουνάδη) πρωτοτυπεί «σκηνοθετώντας» έναν μονόλογο της στιχουργού (Αϊβαλί 1896 - Αθήνα 1972). Χρησιμοποιεί τη φωνή της, νοερά, για να περιγράψει τόσο την ίδια όσο και την εποχή της.

Η αφήγηση ξεπερνάει τα περιγραφικά στερεότυπα και υπεισέρχεται στον τρόπο σκέψης, τον συναισθηματικό κόσμο, τις καλλιτεχνικές ανησυχίες, τις δημιουργικές στιγμές της, με γλώσσα ρέουσα και απροκάλυπτο προφορικό ύφος.

Ένα δείγμα: «Ήθελα να γράψω και τραγούδια για πρόσωπα που αγάπησα τόσο βαθιά, πορτρέτα τραγούδια, που αγάπησα τόσο απόλυτα κι αν τους έδειχνα πόσο, θα το 'βαζαν στα πόδια, κάτι τους έλεγα, αλλά με άγαρμπο τρόπο. Γι' αυτό σε κάποιον που με συγκλονίζει θα τα έδινα να τα μελοποιήσει, σαν τον Σοπέν ας πούμε, τραγούδια να 'ναι σαν τα βαλς που 'χει γράψει. Ποιος θα τα τραγούδαγε; Μόνο κάποιος σαν τον Στέλιο Καζαντζίδη θα μπορούσε να σηκώσει ένα τέτοιο βάρος...».

Την έκδοση συμπληρώνουν δύο κεφάλαια εξίσου ενδιαφέροντα. Στο πρώτο, ο Αντώνης Κόντος συγκεντρώνει το corpus των τραγουδιών που έγραψε -καθώς, ως γνωστόν, δεν υπερασπίστηκε ποτέ η ίδια την ταυτότητά τους- και κάνει μια πρώτη αποτίμησή τους, παραπέμποντας σε σχετικό κατάλογο (με τίτλο, συνθέτη, ερμηνευτές, δισκογραφικό κωδικό, χρονολογία). Στο δεύτερο, παρατίθεται η μαγνητοφωνημένη συζήτηση με τους Ελισάβετ και Γιάννη Κουνάδη, στην Αθήνα (Μάρτιος 1971), περίπου έναν χρόνο πριν από τον θάνατό της.

Πρόκειται για μοναδικό ηχητικό ντοκουμέντο, στο οποίο αποκρυσταλλώνεται ο χαρακτήρας και η δυναμική της. Χειμαρρώδης, άμεση, αποκαλυπτική: «Τα τραγούδια μου είναι πάρα πολλά. Πάνω από χίλια. Ούτε που τα θυμάμαι. Χρυσό μου, ξέρεις τι έκανα εγώ! Εγώ πηδούσα σαν το κατσίκι τότε που τα 'γραφα αυτά. Άσε με, άσε με τώρα! Όλα, όλα πουλημένα για διακόσιες, τριακόσιες δραχμές. Έκανα και χαρτί: "Παραιτούμαι των συγγραφικών μου δικαιωμάτων", έγραφα, για ν' αρπάξω τα 200 και τα 50 φράγκα και να πα' να παίξω χαρτιά».