Αρχική σελίδα → Προσωπικά Ενδιαφέροντα → Μουσική

Δυο πόρτες έχει η ζωή…, έναντι 250 δρχ.

Χάρη Ποντίδα, εφ. Τα Νέα, 12/8/2006

Ο Γιάννης Βach Σπυρόπουλος μιλάει με τη φωνή της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου

Κορυφαίο πρόσωπο για το ελληνικό τραγούδι. Σημείο αναφοράς και πηγή έμπνευσης για τους στιχουργούς που ασχολήθηκαν με το λαϊκό. Όπως όμως συμβαίνει συνήθως με τις σημαντικές προσωπικότητες, η ομίχλη του μύθου καταφέρνει και θολώνει την πραγματικότητα κι έτσι το παραμύθι γίνεται ακόμη πιο παραμυθένιο και ο μύθος τροφοδοτείται διαρκώς

Στην περίπτωση της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, της «γριάς του ελληνικού τραγουδιού», δεν χρειάζεται να κάνεις μεγάλη προσπάθεια για να φουντώσεις το «μυθιστόρημα» γιατί το μυθιστόρημα είναι έτοιμο, σε περιμένει εκεί. Ξεκινάει με τη γλύκα και τη νοσταλγία μιας πατρίδας που χάνεται και τη «φλόγα» μιας προσωπικότητας που και οι καταστάσεις αλλά και το ίδιο της το ταμπεραμέντο την οδήγησαν να ζήσει μια ζωή γεμάτη και να πάρει ό,τι είχε να πάρει, αφήνοντας πίσω της και μια κληρονομιά που για μας είναι πολύτιμη.

Το Ένα Μπλουζ Για την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου (Ηλέκτρα) δεν είναι μια συνηθισμένη βιογραφία. Ο Γιάννης Bach Σπυρόπουλος (που τη συνέθεσε) στηρίζεται σε γεγονότα για να αποδώσει το καθαρά βιογραφικό κομμάτι (δηλαδή ότι γεννήθηκε στο Αϊδίνι το 1893 ή το 1896, ότι παντρεύτηκε σε νεαρή ηλικία κ.λπ.), αλλά προσπαθεί - επιτυχημένα κατά τη γνώμη μου - να μιλήσει τη γλώσσα της και να αποδώσει σε πρώτο ενικό τις μνήμες της, τις απόψεις της για τη ζωή, τις αντιφάσεις της, τον τσαμπουκά της, την προσωπικότητά της τελικά. Μια προσωπικότητα που έζησε πέρα από την εποχή της, ακριβώς γιατί ανήκε στη μερίδα των ανθρώπων που δεν μπορούν να ζήσουν με κλισέ.

Παρά τις κόντρες που είχε με τον Βασίλη Τσιτσάνη για την πατρότητα κάποιων τραγουδιών, στη συνέντευξη που περιέχει το βιβλίο, η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου λέει καθαρά: «O Τσιτσάνης με έμαθε να γράφω τραγούδια γιατί εγώ φιλολογούσα»
Ο Γιάννης Bach Σπυρόπουλος αποδίδει σε πρώτο ενικό τις μνήμες της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, τις απόψεις της για τη ζωή, τις αντιφάσεις της, τον τσαμπουκά της

«Τι άλλο να σου πω ρε φίλε, πόσα τασάκια ν' αδειάσω ακόμα μονολογώντας πίσω απ' τον καπνό. Διαζύγια που λες, γάμοι, γεννητούρια, πόλεμοι, ξεριζωμοί, έρωτες, όλα σε μια χορδή, η μόνη χορδή που είχα, η μόνη που 'χε μείνει, κι ας έκανα τη φωνή μου στον πληθυντικό αριθμό να ακούγεται, ένα τραγούδι έγραψα μόνο, δεν θυμάμαι πότε, δεν θυμάμαι ποιο, όλα τα άλλα προέρχονται από την έκρηξη του πυρήνα του» (...).

Γεννήθηκε στο Αϊδίνι, παντρεύτηκε σε νεαρή ηλικία έναν πολύ μεγαλύτερο της, «Αϊδινιώτης αριστοκράτης, μεγαλέμπορος ζάχαρης και λαδιών, από σνομπ σόι, ευπατρίδικο», έκανε δύο κόρες, τη Μαίρη και την Καίτη. Το 1922 τσαλαπατήθηκαν μέσα στα καράβια που έφευγαν από τη Σμύρνη, «άκουσα τα δόντια του χάους να κροταλίζουν δίπλα στ' αυτιά μου», έφτασαν στον Πειραιά με χιλιάδες άλλους πρόσφυγες και κάποια στιγμή ορθοπόδησαν. Αλλά η Ευτυχία δεν ήταν ευχαριστημένη έτσι. Ήθελε να ξεφύγει απ' τον γάμο της. Απ' την τακτοποιημένη ζωή της. Απ' το επάγγελμα της (ήταν δασκάλα). Με όποιο κόστος. «Όταν απευθύνεται σ' εσένα ο πόνος είναι σαν να σε παίρνει στα σοβαρά ο Θεός, πώς να τον καταλάβεις αλλιώς τον Θεό!».

Βγήκε στο θέατρο, ανακατεύτηκε με το σινάφι των ηθοποιών, έπαιξε στα μπουλούκια, γνώρισε τη Μαρίκα Κοτοπούλη, ερωτεύτηκε για πρώτη φορά. «Ο Γιώργος ο Παναγιωτόπουλος κρατούσε τη ρομφαία του έρωτα πύρινη, μέχρι τα τρίσβαθα με διαπέρασε, αυτός είναι ο έρωτας που λέω αργότερα στα τραγούδια μου».

Κάποια στιγμή, πολύ αργότερα, μπήκε στη ζωή της το τραγούδι. Όχι ότι το κυνήγησε, όχι ότι του έδωσε εξέχουσα σημασία, απλώς της άρεσε να γράφει. Και επειδή τα πάθη της (ένα εκ των οποίων ήταν και η πόκα) την έκαναν να μην κρατάει εύκολα λεφτά, στην αρχή πουλούσε τους στίχους της, για να έχει.

Στο CD που συνοδεύει το βιβλίο, όπου έχει καταγραφεί μια ανέκδοτη συνέντευξη που δίνει στην Ελισάβετ και τον Γιάννη Κουνάδη (σχέδιο που είχε εκπονήσει ο Παναγιώτης Κουνάδης) ένα χρόνο πριν πεθάνει (1972), λέει: «Όλα, όλα πουλημένα για διακόσιες, τρακόσιες δραχμές. Τα "Ηλιοβασιλέματα" για 250 δρχ. Το «Δυο πόρτες έχει η ζωή" για 250. Τα "Καβουράκια" για 200 δρχ. Και τόσα άλλα (...). Έκανα και χαρτί: "Παραιτούμαι των συγγραφικών μου δικαιωμάτων" έγραφα, για να αρπάξω τα 200 φράγκα και να πάω να παίξω χαρτιά».

H ΦΛΟΓΑ ΤΩΝ «ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΩΝ»

Άνθρωπος με τσαγανό και νεύρο και άποψη για τη ζωή (μέχρι το φινάλε της) η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου. Τόσο από την απομαγνητοφωνημένη συνέντευξη του Κουνάδη όσο και από τη λογοτεχνική βιογραφία του Γιάννη Bach Σπυρόπουλου, βγαίνει αυτή η φλόγα, αυτή η ξέχειλη ενέργεια που έχουν όλοι οι «καταραμένοι» (και ταυτόχρονα σημαντικοί) άνθρωποι. Δεν κωλώνουν στις προκλήσεις που συναντούν, δεν φοβούνται τα πάθη τους, δεν μετανιώνουν για τα λάθη τους. «Απορώ πώς δεν δίνατε στον στίχο σας την αξία που δίνει όλος ο κόσμος» είναι η ερώτηση που της απευθύνεται. «Δεν υπήρχε φρόνηση, κυρία μου» απαντά. «Κι αν ερχόμουν πάλι, τις ίδιες ανοησίες θα 'κανα. Δεν ήμουν εντάξει στα μυαλά. Τα πούλαγα».

Το βιβλίο περιέχει, επίσης, ακόμη μία καταγραφή της δισκογραφίας της από τον μελετητή Αντώνη Κόντο (τίτλος, συνθέτης, ερμηνευτές, ημερομηνία) αν και, όπως λέει ο ίδιος, η Ευτυχία είναι ίσως η πιο δύσκολη περίπτωση απ' όλους τους στιχουργούς, όχι για να ανακαλυφθούν όλα τα τραγούδια που έγραψε, «αλλά έστω να πλησιάσουμε τον αριθμό».