Αρχική σελίδα → Προσωπικά Ενδιαφέροντα → Μουσική

Μάνα, με κοροϊδεύουν και με περιφρονούν

Πάνος Γεραμάνης, εφ. Τα Νέα, 12/7/1999

ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ, ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΚΑΙ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΣΩΤΟΥ ΑΛΕΞΙΟΥ «Η ΜΕΓΑΛΗ ΠΟΡΕΙΑ» ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΚΑΙ ΕΦΗΒΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΛΑΪΚΟΥ ΒΑΡΔΟΥ

Αθλητής στίβου, ποδοσφαιριστής και παραπονιάρης

Αθλητής στίβου με εξαιρετικές επιδόσεις και ποδοσφαιριστής με διακρίσεις, με τα χρώματα του Γυμναστικού Συλλόγου Τρικάλων, υπήρξε ο Βασίλης Τσιτσάνης, στα παιδικά του χρόνια, πολύ πριν ασχοληθεί με το λαϊκό τραγούδι. Αυτές τις λεπτομέρειες ­ που ποτέ ο ίδιος ο Τσιτσάνης δεν είχε αναφέρει ­ καθώς και μια σειρά από ντοκουμέντα, αποκαλύπτει στο νέο του βιβλίο «Η μεγάλη πορεία του Τσιτσάνη» ο γλύπτης Σώτος Αλεξίου.

Έπειτα από ατελείωτες συζητήσεις 15 ετών με τον Βασίλη Τσιτσάνη και τη σύζυγό του Ζωή, ο Σώτος Αλεξίου, που έχει φιλοτεχνήσει την προτομή του μεγάλου λαϊκού βάρδου, αποκαλύπτει για πρώτη φορά νέα στοιχεία για τα παιδικά χρόνια στο Δημοτικό και εν συνεχεία για την εφηβική ζωή του δημιουργού από τα Τρίκαλα. Από το νέο βιβλίο του Σώτου Αλεξίου, «Η μεγάλη πορεία του Τσιτσάνη» που θα κυκλοφορήσει σε λίγο καιρό, «ΤΑ ΝΕΑ» δημοσιεύουν σήμερα κείμενα και φωτογραφίες (ανέκδοτες) για τη διαδρομή του από το Δημοτικό Σχολείο στο Γυμνάσιο και μετά στον στρατό. Μέσα από ανέκδοτα ­ έως τώρα ­ κείμενα φαίνεται πώς αλλάζει η ψυχολογία του Τσιτσάνη, όταν τελειώνει πρώτα το Δημοτικό, περνάει στο Γυμνάσιο, ασχολείται με τον κλασικό αθλητισμό και το ποδόσφαιρο και όταν παίρνει απολυτήριο Γυμνασίου, τραβάει σιγά σιγά τον δρόμο του για το τραγούδι, κάτι που φώλιαζε μέσα του από τότε που αισθάνθηκε τον εαυτό του.

Οι λεπτομέρειες για τα παιδικά του χρόνια, που έχει αφηγηθεί ο Βασίλης Τσιτσάνης στον Σώτο Αλεξίου, φανερώνουν και ένα μεγάλο παράπονο, που είχε από τον τρικαλινό Τύπο και γενικότερα από τα Τρίκαλα ο Βασίλης: «Ο Τύπος των Τρικάλων, όταν άρχισα κάπως να ακούγομαι, δεν έγραφε τίποτα για μένα. Αργότερα μόνο, όταν οι επιτυχίες μου ήταν μεγάλες, δεν μπόρεσαν να με αγνοήσουν». Ο συγγραφέας ­ του νέου βιβλίου που θα κυκλοφορήσει από τις Εκδόσεις Καστανιώτης
­ όταν περιγράφει τον Τσιτσάνη ως άνθρωπο και ως δημιουργό, δείχνει γι' αυτόν έναν απέραντο σεβασμό, μιλά για την ψυχολογία του και αναφέρει ότι ήταν ένας άνθρωπος με δημιουργική σκέψη, που ακόμα και σε στιγμές ρουτίνας δεν άφησε ποτέ το μυαλό του να ξεκουραστεί.

Σ' ένα κεντρικό πάρκο της Θεσσαλονίκης, με τη Ζωή Σαμαρά (μετέπειτα σύζυγό του). Μια πολύ ευτυχισμένη στιγμή για τον Τσιτσάνη

Τρίκαλα. 4 Ιουλίου του 1933, μια ξεχωριστή μέρα για τα παιδιά, τουλάχιστον του 1ου Γυμνασίου Τρικάλων. Είναι ημέρα που θα ανακοινωθούν τα αποτελέσματα των απολυτηρίων εξετάσεων. Από τις οχτώ το πρωί οι μαθητές γεμίζουν το προαύλιο του σχολείου. Κατά τις 11 ανακοινώνονται τα αποτελέσματα και μισή ώρα αργότερα ποζάρουν απέναντι από τη φωτογραφική μηχανή του Θανάση Μάνθου για την καθιερωμένη ομαδική φωτογραφία. Πρόσωπα χαρούμενα, άλλα περισσότερο και άλλα λιγότερο, γεμάτα ζωή, ανυπομονούν να πετάξουν με τα δικά τους φτερά.

Ανάμεσα σε αυτούς ένα πρόσωπο κρυμμένο πίσω από τον Τάσο Ζαρακότα ξεχωρίζει, αδύνατο κοιτάζει ίσια μπροστά, στο πουθενά, και γεμίζει η φωτογραφία θλίψη. Είναι ο δεκαοχτάχρονος Βασίλης Τσιτσάνης.

Ο δρόμος για τον γυρισμό στο σπίτι βαρύς. Μόνος, με τα χέρια στις τσέπες, κάνει την πιο μεγάλη βόλτα που έκανε ποτέ μέσα στα στενά δρομάκια των Τρικάλων. Η μάνα τον περιμένει στην πόρτα του καφενείου ανήσυχη. Με τη δύση του ηλίου τον βλέπει να έρχεται από τη μεριά των «σεισμικών».

­ Τι έχεις γιε μου, γιατί άργησες;

­ Τίποτα μάνα με κόψανε στα μαθηματικά.

­ Έλα εδώ γιε μου, να σε αγκαλιάσω, και γι' αυτό στεναχωριέσαι αγόρι μου; Το Σεπτέμβρη θα τα περάσεις, όπως πάντα.

­ Οι άλλοι μάνα θα φύγουν κι εγώ θα μείνω εδώ να με πετροβολούν.

­ Αυτοί αγόρι μου δεν έχουν τίποτα, εσύ έχεις τη μουσική σου.

­ Θέλω να γίνω δικηγόρος μάνα. Με κοροϊδεύουν και με περιφρονούν.

­ Μη δίνεις σημασία γιε μου, αυτοί δεν ξέρουν.

Είναι ένας διάλογος φανταστικός ως προς τις λεπτομέρειες, όμως ο τρόπος που μιλούσε η μάνα Βίτω στο Βασίλη είχε αυτή τη μοναδική τρυφερότητα και προστασία που την μετέδωσε και στα άλλα της παιδιά. «Το μπέμπη και τα μάτια σας» τους έλεγε. Και πράγματι όποιος τολμούσε να πειράξει το Βασίλη είχαν να κάνουν μαζί τους.

Ήξερε, της το είχε πει και ο άντρας της πριν φύγει «Να προσέχεις το Βασίλη, αυτός θα υποφέρει περισσότερο από τους άλλους».

Παρατηρώντας τις φωτογραφίες του Τσιτσάνη από την παιδική του ηλικία μέχρι που άρχισε να αισθάνεται τον θαυμασμό των άλλων, αποκαλύπτομε δύο σημαντικές φάσεις της προσωπικής του διαδρομής που έπαιξαν σπουδαίο ρόλο στην εξέλιξη του δημιουργού.

Πηγαίνοντας δώδεκα χρόνια πίσω, το 19211, στο τέλος της σχολικής χρονιάς στην καθιερωμένη φωτογραφία του δημοτικού σχολείου που παρακολουθεί ο Βασίλης τον βρίσκομε να ποζάρει μπροστά ­ μπροστά με τα μάτια καρφωμένα στο φακό. Είναι οι μόνες και απόλυτες ευτυχισμένες μέρες της ζωής του μέχρι την άνοιξη του 1927. Είναι η εποχή που μεγαλώνει δίπλα στον αγαπημένο πατέρα, που ανάμεσα στα διαλείμματα της δουλειάς του τον ακούει να παίζει και να τραγουδά ωραία Ηπειρώτικα, Γιαννιώτικα τραγούδια με τη μαντόλα του.

Ακόμα του μαθαίνει πώς να κρατά το μεγάλο αυτό όργανο στα μικρά χέρια του και εκεί σκαρώνει τα πρώτα τραγούδια του μπροστά στα έκπληκτα μάτια του, που γεμάτος ανησυχία τον παρακολουθεί. Καταλαβαίνοντας τις ανησυχίες του γιου του ο πατέρας Τσιτσάνης γράφει το παιδί στο Ελληνικό Ωδείο που τη χρονιά αυτή (1924)2ιδρύθηκε κάτω από τις οδηγίες του Μανώλη Καλομοίρη. Παρακολουθεί μαθήματα βιολιού με δάσκαλο τον Στέλιο Περιστέρη, αδελφό του Σπύρου, που είναι μαέστρος στη δισκογραφική εταιρεία ODEON. Αργότερα το 1933 θα μαθητεύσει για λίγο κοντά στο δάσκαλο του βιολιού Ραφαέλ Γιόσσα.

Ο Βασίλης Τσιτσάνης με τον καλύτερό του φίλο Τάσο Ζαρακότα, ο οποίος όμως πέθανε στα 18 του χρόνια

«Δεν ήταν για μένα το βιολί, Σώτο μου, θα μου πει σε μία συνομιλία μας, ήταν για άλλους, μην κοιτάς πώς με δείχνουν οι φωτογραφίες εγώ ήμουνα μαγκάκι». Αργότερα, το 1937 θα γράψει ένα από τα ωραιότερα αυτοβιογραφικά τραγούδια.

«Είμαι παιδάκι με ψυχή και ζηλεμένο

Παιδάκι όμορφο, τσαχπίνικο, τρελό.

Όλοι με λατρεύουνε σαν παίζω

μ' αγαπούνε όλες στο λεφτό!»

Από το 19273και μετά, τη χρονιά που πεθαίνει ο πατέρας του, αλλάζει ριζικά η ζωή και η συμπεριφορά του μικρού Τσιτσάνη, κλείνεται στον εαυτό του, μεγαλώνει με το φόβο του ορφανού και του απροστάτευτου. Σπάνια χαμογελάει, ή σχεδόν καθόλου και όπως λέει και ένας συμμαθητής του, ο Μπακοβασίλης, «αυτός είχε μεγαλώσει από μικρός ήταν σοβαρός το κεφάλι κάτω».

Στις φωτογραφίες του Βασίλη, που υπάρχουν από το 1927 μέχρι το 1941, θα δούμε έναν άνθρωπο που, ή θα είναι κρυμμένος πίσω από κάποιον ή θα στέκει κάπως παράμερα. Η φωτογραφία του 1934 περίπου, στα Τρίκαλα, η παρέα του ποζάρει κρατώντας το μπουζουκάκι του, ενώ ο πρωταγωνιστής έχει τραβηχτεί παράμερα με την απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του.

Το 1938 έχει ήδη κυκλοφορήσει η «Αρχόντισσα», ακούγεται σε όλα τα γραμμόφωνα της Ελλάδας. Οι Λατέρνες και οι Ρομβίες το έχουνε πρώτο - πρώτο. Τότε μαζί με τον Περδικόπουλο για να γιορτάσουν τη μεγάλη αυτή επιτυχία πηγαίνουν στου Καλογερίδη και βγάζουν κάποιες φωτογραφίες. Μέχρι σήμερα σώζεται μία, γράφει με μελάνι πάνω στη φωτογραφία τα ονόματα Β. Τσιτσάνης και Δ. Περδικόπουλος και την στέλνει στον αδερφό του το Χρήστο που τόσο είχε αδυναμία. Τη φωτογραφία αυτή κάποιος από τα παιδιά του Χρήστου την κόβει με ψαλίδι στα δύο.

Το 1939 ο Βασίλης βγάζει μια φωτογραφία με την Ζωή πάνω σε ένα παγκάκι που σε πρώτο πλάνο είναι αυτός. Είναι μια ευτυχισμένη περίοδος για τον Τσιτσάνη, έχει με χίλιους κόπους κατακτήσει τη γυναίκα που αγαπάει, κυκλοφορούν τα τραγούδια του, βλέπει τα όνειρά του να πραγματοποιούνται και όμως δεν χαμογελάει, δίπλα σε μια Ζωή πανέμορφη και χαμογελαστή. Τη φωτογραφία αυτή έστειλε η Ζωή στον Βασίλη όταν νοσηλευόταν στο στρατιωτικό νοσοκομείο των Ιωαννίνων κατά τη διάρκεια του Αλβανικού πολέμου. Είναι η κατάληξη μιας ευτυχισμένης εκδρομής δύο ερωτευμένων νέων. Γράφει στο πίσω μέρος της φωτογραφίας. «Βασάκη μου θυμάσαι που σου έφαγα τη σοκολάτα; και μετά η μέλισσα στις καλαμιές; ε!».

Αργότερα, στα χρόνια του στρατού στα Γιάννενα, το 1940 ξεκινώντας για το μέτωπο σε μια φωτογραφία με το λόχο του φαίνεται πίσω ­ πίσω αχνά, ενώ μπροστά δεξιά διακρίνεται ο Χαρίλαος Φλωράκης.

Με δύο φίλους του από τα Τρίκαλα. Ο Βασίλης Τσιτσάνης σκεπτικός (μόλις έχει τελειώσει το Γυμνάσιο). Το μπουζούκι κρατάει ένας από τους δύο φίλους του (ανέκδοτη φωτογραφία). Δίπλα, ο Τσιτσάνης, νεαρός με μπουζούκι

Την ίδια στάση θα κρατήσει και σε άλλες δραστηριότητες κατά τη διάρκεια των σχολικών χρόνων. Το 1929 δίνεται από μαθητές του Γυμνασίου η θεατρική παράσταση «Η Εσμέ η Τουρκοπούλα»4. Ο Τσιτσάνης μένει πίσω στα παρασκήνια συνοδεύοντας με το βιολί του την παράσταση. Η συνοδεία της μουσικής είχε πρωταγωνιστικό ρόλο, το όνομα του όμως δεν αναφέρεται στις εφημερίδες μεταξύ των συντελεστών της παράστασης.

Την ίδια χρονιά κοιτάζοντας τις τοπικές εφημερίδες («ΘΑΡΡΟΣ» 26-5-1929) ανακαλύπτουμε έναν άλλον Τσιτσάνη που δεν ξέραμε μέχρι τώρα, αλλά που ούτε και ο ίδιος είχε ποτέ αναφέρει. Ασχολείται με τον κλασικό αθλητισμό και με το ποδόσφαιρο. Τον συναντάμε να λαμβάνει μέρος στις γυμναστικές επιδείξεις του σχολείου στην κατηγορία των εφήβων και κατακτά τρεις νίκες, δύο πρώτες και μία δεύτερη.

Άλμα τριπλούν πρώτος με... 11,41 μ. με έπαθλο χρυσό καλαμάρι από το Δήμο Τρικάλων.

Άλμα εις ύψος δεύτερος με... 1,40 μ. Και

Άλμα απλούν πρώτος με... 4,73 μ. με έπαθλο κορνίζα από την εφημερίδα «Αναγέννηση».

Μετά από αυτές τις επιτυχίες ο Γυμναστικός Σύλλογος Τρικάλων τον γράφει στο τμήμα του κλασικού αθλητισμού και στην ποδοσφαιρική ομάδα.

Τον άλλο χρόνο στις 17-5-1930 αγωνίζεται για τον Γυμναστικό Σύλλογο Τρικάλων σε αγώνες εφήβων στη Λαμία και έχει τρεις νίκες.

Στο δρόμο των 100 μέτρων δεύτερος με χρόνο... 12,35. Πολύ καλός χρόνος για την εποχή εκείνη. Στο άλμα εις ύψος τρίτος με... 1,40 μ. και πρώτος στο δρόμο 400 μέτρων με τον πολύ καλό χρόνο... 61'

Στο ποδόσφαιρο με τον ίδιο Σύλλογο αγωνίζονται (25-5-1930) εναντίον του Τοξότη Βόλου με σκορ 5-0. Στο τέλος αυτού του χρόνου (26-12-1930) παίζει εναντίον του Πελασγιώτη Λάρισας με σκορ 1-0. Μετά από λίγο αρρωσταίνει «ελονοσία μετά διογκώσεως της σπληνός και αναιμία», έτσι λίγο ο εξασθενημένος του οργανισμός λίγο το πάθος του για το μπουζούκι που όλο και μεγάλωνε, δεν ασχολήθηκε ξανά με τον αθλητισμό.

Η πανέμορφη Ζωή Ζαμαρά, όταν την γνώρισε ο Τσιτσάνης στη Θεσσαλονίκη. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στην πορεία του λαϊκού βάρδου στη ζωή και στο τραγούδι

Αυτές είναι οι μοναδικές φορές που ασχολείται ο τοπικός τύπος με τον Τσιτσάνη. Μετά από χρόνια τον Αύγουστο του 1936 θα βρούμε καταχωρημένες διαφημίσεις, όταν για ένα μήνα μαζί με τον Περδικόπουλο τραγούδησαν σε μαγαζιά των Τρικάλων, και όπως λέει και ο ίδιος «... ο Τύπος των Τρικάλων όταν άρχισα κάπως να ακούγομαι δεν έγραφε τίποτα για μένα. Αργότερα μόνο, όταν οι επιτυχίες μου ήταν μεγάλες δεν μπορούσαν να με αγνοήσουν».

Μετά το 1950 είναι η νέα φωτογραφική περίοδος που ο κόσμος επώνυμος και μη θέλει να φωτογραφηθεί μαζί του. Είναι ένα χαμόγελο συμβατικό για την ικανοποίηση των θαυμαστών του, που χρειάζεται εξήγηση από μια άλλη οπτική γωνία. Στις φωτογραφίες όμως που βγάζει με την παρέα του την ώρα της διασκέδασης δείχνουν έναν άλλον Τσιτσάνη, σαν αυτόν που εγώ γνώρισα, να συμμετέχει στην παρέα, να παίρνει μέρος στο «καλαμπούρι» και γενικά να χαίρεται την κάθε στιγμή. Ήταν ο Τσιτσάνης ένα μελαγχολικό γενικά άτομο; Ο Τσιτσάνης που εγώ γνώρισα όχι. Ήταν ένας άνθρωπος ταγμένος σε ένα σκοπό, πάντα είχε κάτι στο μυαλό του, ακόμα και τις ώρες της καθημερινής ρουτίνας ή την ώρα της χαλάρωσης, δεν άφηνε ποτέ το μυαλό του να ξεκουραστεί.

Υποσημειώσεις

1. Αρχεία 1ου Δημοτικού Σχολείου Τρικάλων.

2. Εφημερίδα «ΘΑΡΡΟΣ», Τρίκαλα.

3. Αρχείο Αγία Επίσκεψη.

4. Εφημερίδα «Αναγέννηση».

5. Εφημερίδα «ΘΑΡΡΟΣ»