Αρχική σελίδα → Προσωπικά Ενδιαφέροντα → Μουσική

Τσιτσάνης, πανταχού παρών

Πάνος Γεραμάνης, εφ. Τα Νέα, 14/6/2000

Όταν στο μικροσκόπιο των ερευνητών μπαίνει μια μορφή σαν τον Βασίλη Τσιτσάνη, τα αποτελέσματα δεν μπορούν παρά να αναμένονται με μεγάλο ενδιαφέρον. Την εικόνα του Τσιτσάνη ως «πρωτοπόρου», «ηγέτη» και «αναμορφωτή», αναλύουν με πληθώρα στοιχείων δύο μεγάλες επιστημονικές έρευνες που έγιναν σε περιοχές της Αθήνας. Η πρώτη το 1998 και η δεύτερη μεταξύ 1999-2000.

Οι στίχοι της θρυλικής «Συννεφιασμένης Κυριακής» με χειρόγραφο του Βασίλη Τσιτσάνη. Το τραγούδι-μνημείο για τον μουσικό πολιτισμό έρχεται πρώτο στις προτιμήσεις ερωτωμένων, σε δύο επιστημονικές έρευνες που έγιναν από την Αναστασία Ρήγα, καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης

«Πατέρας της λαϊκής μουσικής, πρωτοπόρος και στυλοβάτης στο είδος του ο Βασίλης Τσιτσάνης. Η φιγούρα του, ως καλλιτέχνη, είναι τυπωμένη στη σκέψη μιας μερίδας ανθρώπων, ως ένα πρότυπο που μιλάει στις καρδιές όλων. Υπήρξε μεγαλοφυής ηγέτης στο χώρο του. Αναμόρφωσε ριζικά πολλές πλευρές του ρεμπέτικου και άνοιξε καινούργιους δρόμους στο κοινωνικό λαϊκό τραγούδι». Αυτό είναι το γενικό συμπέρασμα των δύο ερευνών.

Επικεφαλής (και επιστημονικά υπεύθυνη) των ερευνών για τον Τσιτσάνη και το έργο του η Αναστασία-Βαλεντίνη Ρήγα, αναπληρώτρια καθηγήτρια Κοινωνικής Ψυχολογίας στο Τμήμα Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης. Σκοπός της πρώτης έρευνας (1998) η έννοια και οι απόψεις του κοινού για το σύγχρονο λαϊκό τραγούδι και τη συμβολή του Βασίλη Τσιτσάνη στην αναβάθμισή του. Ενώ στη δεύτερη έρευνα (1999-2000), σκοπός είναι η έκφραση των απόψεων από μουσικούς και τραγουδιστές (του ευρύτερου φάσματος) για τη συναισθηματική κατάσταση που δημιουργείται στους ίδιους και στο κοινό από τα τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη. Η «Συννεφιασμένη Κυριακή» συγκεντρώνει τη μεγαλύτερη προτίμηση από όλα τα τραγούδια του Τσιτσάνη, ενώ ακολουθούν το «Ξημερώνει και βραδιάζει», η «Αχάριστη», η «Αρχόντισσα», καθώς και άλλα τραγούδια του συνθέτη.

Ρεμπέτες - ρεμπέτικο

Η πρώτη έρευνα για τον Τσιτσάνη έγινε κατά το τρίμηνο Μάιος-Ιούνιος-Ιούλιος 1998, σε περιοχές του κέντρου της πρωτεύουσας, χωρισμένες σε αστικές, μεσοαστικές και μικροαστικές ζώνες, όπως: Κολωνάκι, Ιλίσια, Βασιλίσσης Σοφίας, (αστική) Παγκράτι, Ζωγράφου, Πατησίων, Αχαρνών (μεσοαστικές) και Αιγάλεω-Περιστέρι (μικροαστικές).

Στην έρευνα πήραν μέρος 80 άτομα (άνδρες και γυναίκες) μοιρασμένοι στις παραπάνω ζώνες.

Οι ερωτώμενοι εμφανίζονται από απλοί ακροατές του ρεμπέτικου τραγουδιού μέχρι ακόμη ότι ασχολούνται επαγγελματικά ή ερασιτεχνικά με αυτό το είδος ελληνικής μουσικής.

Οσον αφορά την κοινωνική αναπαράσταση του «ρεμπέτη» και του «ρεμπέτικου τραγουδιού» δίδονται περιγραφές που τοποθετούνται στους παρακάτω λεξικογραφικούς άξονες:

* Ρεμπέτες. Όλες οι περιγραφές σχετίζονται με το «φιλότιμο», την «ειλικρίνεια», την «παλικαριά», τον «βαρύθυμο χαρακτήρα», μέχρι το «μάγκα», τη «φυλακή», έως και «το ρομαντικό ταβερνάκι στην Πλάκα» και «τους παλιούς μάγκες», «που αψηφούν το νόμο, ας θεωρούνται χασικλήδες, όμως έχουν έναν άλλο τρόπο ζωής, είναι ντόμπροι, αγνοί, άνθρωποι του λαού, μερακλήδες».

* Ρεμπέτικο τραγούδι. Το ρεμπέτικο τραγούδι παρουσιάζεται ως «δόνηση ψυχής και ελεύθερη σκέψη», έως ουδέτερο από συναισθηματική φόρτιση όμως, «ιδιόμορφο» και «εκκεντρικό».

* Θεματολογία ρεμπέτικου τραγουδιού. Οι ερωτώμενοι κατατάσσουν το ρεμπέτικο τραγούδι σε δέκα θεματικές ενότητες ξεκινώντας από τους «νόμους και το σύστημα νόμων», όπου οι νόμοι αναπαριστώνται μέσα από τη θεματολογία του ρεμπέτικου τραγουδιού σαν «ο περιορισμός της θέλησης του άλλου να απολαύσει την ελευθερία του», μέχρι «την ξενιτιά», «τη θρησκεία», «την αγάπη», «τη φιλία», «την οικογένεια», κανόνες και αξίες που ξυπνούν στα υποκείμενα μηνύματα και ιδιότητες που αποδίδονται στον θετικά αξιολογημένο Εαυτό και ενσαρκώνει τις πραγματικές επιθυμίες του νεοέλληνα. Τα νεολαϊκά τραγούδια αποτελούν για το κοινό της μελέτης τραγούδια μιας διαφορετικής θεματικής ποιότητας από αυτής του προ-πολεμικού ρεμπέτικου. Η κοινωνικοπολιτική αυτή επανάσταση εκδηλώθηκε χάρη στον Β. Τσιτσάνη, ο οποίος «καταλάβαινε» την επιθυμία του νεοέλληνα και «του πραγματοποιούσε τις συναισθηματικές του ανάγκες». Θα αναφέρουν: «Ο Τσιτσάνης τραγούδησε τη ζωή και τα βάσανα του κοσμάκη, αυτό είναι το έργο του». «Το λαϊκό τραγούδι τραγουδάει τις αλήθειες και τον πόνο του άλλου», είναι «το νοσταλγικό τραγούδι».

Κύριοι εκπρόσωποι-συνθέτες. Τα πρότυπα ταυτότητας που οι ερωτώμενοι αναφέρουν είναι οι ιδιοφυείς συνθέτες και οι «μυθικές φωνές» παρελθόντων ετών με κυρίαρχους τους λαϊκούς συνθέτες Τσιτσάνη, Βαμβακάρη, Παπαϊωάννου, Μητσάκη, Μπαγιαντέρα, Τούντα. Ο Βασίλης Τσιτσάνης αναφέρεται ως ο επικρατέστερος μουσικοσυνθέτης, τραγουδιστής και πατέρας της λαϊκής μουσικής, καθαρά ο εμπνευστής μιας καινούργιας γενιάς λαϊκών μουσικοσυνθετών και λαϊκής μουσικής.

Νοσταλγία

Η φιγούρα του Βασίλη Τσιτσάνη ως καλλιτέχνη του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού είναι τυπωμένη στη σκέψη των ερωτωμένων ως ένα πρότυπο που μιλάει στις καρδιές του λαού

Συναισθήματα «ενθουσιασμού», «επιθυμία για κέφι», «χορό» και «γλέντι», καθώς και «υπερηφάνεια», «δέος», «ανάμεικτα με νοσταλγία», είναι η γνώμη του κοινού για τα τραγούδια του Β. Τσιτσάνη, ενώ ένας από τους ερωτωμένους απάντησε ότι «τα συναισθήματα που νιώθει ακούγοντας τα τραγούδια του Τσιτσάνη είναι εθνικά, γιατί «ανήκουν σε όλον τον ελληνικό λαό». Τα μηνύματα δε που τα τραγούδια του μεγάλου μουσικοσυνθέτη δίνουν στους ερωτώμενους είναι μηνύματα χαράς, αγάπης για τη ζωή και τον άνθρωπο, κοινωνικά ενός λαού πονεμένου, ελπίδας, ειρήνης, φιλίας και αισιοδοξίας, ακόμη. Από τα πιο αγαπημένα δε τραγουδια του Β. Τσιτσάνη, που αναφέρονται από τους ερωτωμένους, παραμένει η «Συννεφιασμένη Κυριακή» 68,83%, με δεύτερο το «Ξημερώνει και βραδιάζει» 15,58%.

Η δεύτερη έρευνα

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η δεύτερη έρευνα (1999-2000), που ασχολείται με τις απόψεις μουσικών και τραγουδιστών, για τις συναισθηματικές καταστάσεις που δημιουργούνται στους ίδιους και στο κοινό από τη μουσική και τα τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη.

Εφόσον στην προτίμηση των ερωτωμένων ήλθε ο Βασίλης Τσιτσάνης, ανιχνεύσαμε τους λόγους για τους οποίους υπήρχε αυτή η γοητεία, που ασκούσαν τα τραγούδια του μεγάλου αυτού συνθέτη προς τους ερωτωμένους.

Καταλήξαμε ­ αναφέρει η Αναστασία-Βαλεντίνη Ρήγα ­, σύμφωνα με την ανάλυση του λόγου των ερωτωμένων, σε δύο βασικές επισημάνσεις:

Η φιγούρα του Βασίλη Τσιτσάνη, ως καλλιτέχνη του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού, φάνηκε να είναι τυπωμένη στο νου των ερωτωμένων ως ένα πρότυπο που «μιλάει στις καρδιές όλων».

Τα τραγούδια

Ζητήθηκε από τους ερωτωμένους να απομονώσουν τα τραγούδια του Τσιτσάνη, που εκείνοι προτιμούσαν περισσότερο από άλλα, να απομονώσουν στη συνέχεια φράσεις και λέξεις τους, στοιχεία που είχαν γι' αυτούς ιδιαίτερο νόημα και ενεργοποιούσαν στο υποσυνείδητό τους ένα συγκεκριμένο συναίσθημα.

Ζητήθηκε κατόπιν να περιγράψουν ποιο συναίσθημα αντηχούσε στον ψυχισμό τους.

Την πλειοψηφία των προτιμήσεων συγκέντρωσαν τα τραγούδια «Συννεφιασμένη Κυριακή», «Αχάριστη», «Αρχόντισσα». Πρόκειται οπωσδήποτε για τραγούδια που έχουν εδραιωθεί στη μνήμη των ερωτωμένων της έρευνας ­ ηλικίας από 14 ετών μέχρι 75 ετών ­ ως αξιόλογα έργα, μέσω της συχνής ακρόασης ή εκτέλεσής τους, που οι παλαιότεροι είχαν την τύχη να ακούσουν να παίζονται και να τραγουδιούνται από τον ίδιο τον συνθέτη. Τα τραγούδια του Τσιτσάνη, που θεωρούνται «πολυ-ακουσμένα», είναι φυσικά πολύ περισσότερα σε αριθμό, στην προτίμηση των ερωτωμένων, αλλά επιλέξαμε τα τρία πρώτα που εμφανίσθηκαν στην προτίμηση των ατόμων της μελέτης μας».

Η επιστημονική ομάδα

Η Αναστασία-Βαλεντίνη Ρήγα, αναπληρώτρια καθηγήτρια Κοινωνικής Κλινικής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης (Τμήμα Ψυχολογίας), είναι η επιστημονική υπεύθυνη και στις δύο έρευνες για τον Βασίλη Τσιτσάνη, ενώ συμμετέχουν: Σύλβια Κουτσούκη, Άντζελα Σαλεπτζή (ψυχολόγος), Γεράσιμος Προδρομίτης (στατιστική ανάλυση), Σοφία Τριανταφυλλίδου, εκπαιδευτικός, υποψήφια διδάκτωρ Κοινωνικής Ψυχολογίας.