Αρχική σελίδα → Προσωπικά Ενδιαφέροντα → Μουσική

Δίκαιη αμφισβήτηση και δίκαιος θαυμασμός

Λευτέρης Παπαδόπουλος, εφ. Τα Νέα, 10/2/2001

Σ' αυτό το σινάφι, του τραγουδιού, είναι «μεγάλη υπόθεση» να σε παραδέχονται, να σου βγάζουν το καπέλο, οι συνάδελφοί σου. Συνήθως, σε κατηγορούν και σε καρφώνουν. Ποιος διανοήθηκε, όμως, ποτέ, να αμφισβητήσει την αξία του Καζαντζίδη ή του Μπιθικώτση; Θα τον παίρνανε με τις πέτρες. Και με τα χάχανα. Και ποιος θα ήταν εκείνος που θα τολμούσε να πει κουβέντα για τον Τσιτσάνη; Θα γινόταν γελοίος. Έλεγε η Μπέλλου: «Ο Τσιτσάνης είναι ο πρώτος. Εγώ δεν παραδέχομαι ότι υπάρχει άλλος, πιο μεγάλος. Δεν καταλαβαίνω άλλον. Αλλά και στο μπουζούκι, δεν είχαμε άλλον πιο δεξιοτέχνη. Τα τραγούδια του Τσιτσάνη, κανείς δεν θα μπορούσε να τα γράψει. Ούτε θα μπορέσει. Τα 'γραψε ο Βασίλης κι έμειναν». Έλεγε ο Παπαϊωάννου: «Καλός συνθέτης, κανείς δεν μπορεί να πει όχι και με φαντασία. Νερό από πηγή. Όχι Ούλεν. Έχει τόσες επιτυχίες...». Έλεγε ο Στελλάκης: «Ο Τσιτσάνης εξευγένισε το ρεμπέτικο τραγούδι. Αυτός είναι και ο κορυφαίος συνθέτης του είδους». Και ο Κηρομύτης: «Ο Τσιτσάνης είναι άλλο πράγμα. Κολοσσός! Μεγάλος δεξιοτέχνης και συνθέτης με φλέβα, που άλλον δεν βρίσκεις...». Έλεγε ο Μπαγιαντέρας: «Ο Τσιτσάνης είναι υπέροχος συνθέτης, με τραγούδια όμορφα, όλο αρμονίες και πολύ καλός στο μπουζούκι. Ο Στράτος ο Παγιουμτζής μου 'λεγε, πόσο τον πίστευε τον Βασίλη, από τότε, προπολεμικά».

Οι πάντες, στο σινάφι, έχουν μιλήσει με τα καλύτερα λόγια για τον Τσιτσάνη. Όλοι, τον παραδέχονται. Υπάρχουν, όμως και μερικά «σκοτεινά σημεία», πάνω στο έργο του, που ορισμένοι τα επισημαίνουν. Χωρίς μ' αυτό να αμφισβητούν την κορυφαία θέση του στο λαϊκό τραγούδι. Συγκεκριμένα, στη «Ρεμπέτικη Ανθολογία» του Τάσου Σχορέλη (τόμος Δ', «Πλέθρον») ο συγγραφέας, στη σελ. 18, τονίζει: «Δυστυχώς, από άστοχες δηλώσεις και ενέργειές του, έχει φτάσει να είναι ο περισσότερο αμφισβητούμενος λαϊκός συνθέτης. Όποιος θέλει να κάνει μια ολοκληρωμένη περιγραφή της προσωπικότητάς του, δεν μπορεί να στηριχθεί στα όσα λέει και γράφει. Μόνος του υποχρεώνει πολλούς να αναρωτηθούνε: Τι τέλος πάντων είναι ο Τσιτσάνης; Πόσο πραγματικά μεγάλος είναι; Κι αν λέει τόσες ανακρίβειες για τη ζωή του και το έργο του ­ αποδεδειγμένες ­ μήπως είναι αλήθεια και όσα άλλα του καταμαρτυρούν: Πώς είναι δυνατόν να δηλώσει ότι το ''Μάγκας βγήκε για σεργιάνι'' είναι δικό του κι όταν ο Καλδάρας αποδεικνύει πως είναι δικό του, να λέει ''συγγνώμη, λάθος, είναι του Καλδάρα!''. Γιατί όταν μιλάει για το ''Κάποια μάνα αναστενάζει'', ισχυρίζεται ότι είναι απόλυτα δικό του, όταν ο Μπ. Μπακάλης παίρνει ποσοστά ­ κατοχυρωμένα ­ από τα δικαιώματα συνθέτη - στιχουργού; Γιατί υποστηρίζει στην Αυτοβιογραφία του, πως το πρώτο τραγούδι που φωνογράφησε, ''Σ' ένα τεκέ σκαρώσανε'' είναι απόλυτα δικό του και δεν αναφέρει τον Δ. Περδικόπουλο, που έχει κατοχυρωμένα δικαιώματα ως στιχουργός; Γιατί όταν πέθανε η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου δήλωσε πως το μόνο που είχε πάρει απ' αυτήν ήταν ένα προσχέδιο για τα ''Καβουράκια'' και δεν είχε απαντήσει στα τόσα δημοσιεύματα, που λέγανε για μια μεγάλη συνεργασία μαζί της; Η ''Συννεφιασμένη Κυριακή'', είναι το καλύτερό του τραγούδι. Γύρω απ' αυτή, κατά καιρούς, υποστήριξε φοβερές ανακρίβειες. Όχι, η ''Συννεφιασμένη Κυριακή'' δεν είναι ατόφια δική του. Τους στίχους έγραψε ο Αλ. Γκούβερης».

«Ο Τσιτσάνης είναι ο πρώτος», έλεγε η Σωτηρία Μπέλου. Εδώ, μαζί του το 1952

Τα της «Συννεφιασμένης Κυριακής», τα γνωρίζω κι εγώ, από πρώτο χέρι: ο Αλέκος Γκούβερης, μου έχει δώσει μια συνέντευξη, για το πώς έγραψε τους στίχους. Άλλωστε, απ' αυτό το τραγούδι πληρώνεται ως στιχουργός, από την ΑΕΠΙ. (Το περίεργο είναι, ότι τους στίχους της «Σ.Κ.» τους διεκδίκησε και ο Νίκος Ρούτσος! Μύλος...). Ο εγγονός της Ευτ. Παπαγιαννοπούλου, εξάλλου, ο δικηγόρος Αλέξης Πολυζωγόπουλος, θυμάται τη γιαγιά του να δίνει, επί πληρωμή, τραγούδια στον Τσιτσάνη ­ τραγούδια, που, εν συνεχεία, κυκλοφόρησαν σε δίσκους, χωρίς το όνομά της. Τέλος, ακόμη και του Κώστα Βίρβου τραγούδια (στίχους), όπως είμαι σε θέση να ξέρω, τα παρουσίασε ο Τσιτσάνης σε δίσκους, χωρίς να αναφέρει το όνομα του στιχουργού.

Είναι προφανές, ότι ο Τσιτσάνης, δεν ήθελε κανένα δίπλα του, στον δίσκο. Διεκδικούσε το τραγούδι, απ' την κορυφή ώς τα νύχια. Και έπλαθε και διάφορες ιστορίες ­ όπως με τη «Συννεφιασμένη Κυριακή» ­ για να πείσει το ακροατήριό του, για το πώς εμπνεύσθηκε τον άλφα στίχο και πώς έγραψε τον βήτα... Πταίσματα, είν' όλ' αυτά, κατά τη γνώμη μου. Γιατί ακόμη κι αν τα «Καβουράκια» είναι σε στίχους της Παπαγιαννοπούλου κατά 100%, καθόλου δεν αλλοιώνεται, τίποτα δεν χάνει, το πορτρέτο του συνθέτη Τσιτσάνη. Για τον οποίο, πολύ σωστά, κατά τη γνώμη μου, έχει γράψει ο Γ. Λεωτσάκος: «... Δεν θα ξεχάσω ποτέ πώς ο ίδιος ο Βασίλης Τσιτσάνης τραγούδησε τη ''Συννεφιασμένη Κυριακή'': μ' ένα σπαραχτικό κουάζι στακάτο στο κόψιμο κάθε φράσης, που αφαιρούσε από το υπέροχο αυτό τραγούδι (και τι αριστούργημα ''αφαίρεσης''!) ακριβώς εκείνο με το οποίο έχουν συνηθίσει να το ταυτίζουν ­ το εκφραστικό του άπλωμα...».

Αλλά και ο Ντίνος Χριστιανόπουλος: «Ο Τσιτσάνης βρήκε ένα τραγούδι χασικλίδικο, μόρτικο, περιφρονημένο· το βρήκε στο στόμα των φυλακισμένων και των κακούργων, στα τσογλάνια της αγοράς και του λιμανιού και το καθάρισε από κάθε πρόστυχο και χαμηλό, πέταξε την αργκό και τους ιδιωματισμούς, έκοψε τα πολλά στριφογυρίσματα και τα τούρκικα μοτίβα, πλούτισε τα θέματά του με κοινωνικά στοιχεία και το 'κανε ν' αγκαλιάσει τα μεράκια και τα ντέρτια της ελληνικής ψυχής (...). Ύστερα βέβαια ήρθαν κι άλλοι και βάδισαν στον δρόμο εκείνου, με λιγότερη ή περισσότερη επιτυχία. Ο Τσιτσάνης όμως θα μείνει ο φωτεινός κι αξεπέραστος δημιουργός της ''Συννεφιασμένης Κυριακής'' που με την τέχνη του έκανε το ρεμπέτικο πιο ελληνικό και πιο ανθρώπινο».