Αρχική σελίδα → Προσωπικά Ενδιαφέροντα → Μουσική

Η ιδιοφυία που αποκάλυψε το μουσικό μας θησαυρό

Πάνος Γεραμάνης, εφ. Τα Νέα, 13/3/2001

«Ο Βασίλης Τσιτσάνης δεν ήταν παρά ο ιδιοφυής νεαρός που κατάφερε να βρει τον τρόπο να μπει κρυφά στο θησαυροφυλάκιο και να αξιοποιήσει τον συσσωρευμένο μουσικό μας πλούτο», καταλήγει ο Νέαρχος Γεωργιάδης στη νέα βιογραφία - μελέτη «Το φαινόμενο Τσιτσάνης» (εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»), που κυκλοφορεί την προσεχή εβδομάδα και από το οποίο προδημοσιεύουν αποσπάσματα «ΤΑ ΝΕΑ»

Τρίκαλα 1962. Ο Τσιτσάνης στου Κάστρου το ρολόι

«Ο Τσιτσάνης δεν ήταν η ουρανοκατέβατη μεγαλοφυΐα που ήρθε από το πουθενά. Η παράδοση του λαϊκού τραγουδιού τον εγκυμονούσε από πολύ καιρό και η ιστορία με τις συγκυρίες της έπαιξε τον ρόλο της μαμής». Αυτό αποτελεί το βασικό στοιχείο που οδηγεί στην επιστημονική έρευνα και ανάλυση τον ειδικό μελετητή (δημοσιογράφο και συγγραφέα) Νέαρχο Γεωργιάδη, για να τεκμηριώσει τη μελέτη στο νέο του βιβλίο «Το φαινόμενο Τσιτσάνης». Ο Νέαρχος Γεωργιάδης ταξινομεί μια σειρά από ιστορικά γεγονότα, μέσα από τα οποία περνούν τα έργα του Βαμβακάρη και του Τσιτσάνη. Συνδέονται οι εποχές μεταξύ τους, οι μουσικοί δρόμοι, οι μελωδίες, οι ρυθμοί, τα λόγια και προ παντός δίνεται έμφαση στις μουσικές καταβολές του μεγάλου λαϊκού δημιουργού. Στο εισαγωγικό μέρος του βιβλίου ο συγγραφέας αναφέρει:

«Ο Βαμβακάρης, με το έργο του, από το 1933 και μετά, καθιέρωσε τους κανόνες, ότι το λαϊκό τραγούδι των πόλεων θα παίζεται με μπουζούκια και μπαγλαμάδες, ότι οι βασικοί χορευτικοί ρυθμοί θα είναι ο ζεϊμπέκικος και ο χασάπικος κατά πρώτο λόγο και ο σέρβικος κατά δεύτερο, ότι το ταξίμι του μπουζουκιού θα αφήνει περιθώρια και δυνατότητες αυτοσχεδιασμού. Ο Τσιτσάνης ακολούθησε αυτούς τους κανόνες με σεβασμό κι αγάπη, αλλά εμπλούτισε το λαϊκό τραγούδι με τον «δικό του μουσικό κόσμο», όπως έλεγε, με τη δική του πλούσια μουσική και ποιητική φαντασία, με τη δική του γλυκύτητα και δεξιοτεχνία στο παίξιμο του μπουζουκιού. Το ταλέντο και η τελειομανία του, που έφτανε μέχρι του σημείου να φτιάχνει και να καταστρέφει πολλαπλάσιους στίχους και μελωδίες απ' ό,τι θα κρατούσε τελικά, δικαιώθηκαν μέσα σε πολλές εκατοντάδες τραγούδια, που έχουν τη σφραγίδα της πρωτοτυπίας, της αρτιότητας και της διαχρονικότητας.

Αστικό λαϊκό τραγούδι

Ο Τσιτσάνης κυριάρχησε ως πρωταγωνιστής του λαϊκού τραγουδιού των πόλεων από το 1936, που πρωτοεμφανίστηκε στη δισκογραφία, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του '50. Τότε, επειδή η πρωτοκαθεδρία του αμφισβητήθηκε σοβαρά, αναγκάστηκε να εισάξει στο έργο του βαλκανικά και ανατολίτικα στοιχεία, πέρα από τα στοιχεία του ζεϊμπέκικου, του χασάπικου και του σέρβικου, που είχε καθιερώσει ο Βαμβακάρης. Αυτά τα στοιχεία ήταν γνώριμα στον Τσιτσάνη από τους Τσιγγάνους κι άλλους πλανόδιους μουσικούς, από την παράδοση των καφέ-αμάν που υπήρχαν στα Τρίκαλα και στη Θεσσαλία, γενικά, κι από την παρουσία των μικρασιατών προσφύγων στην περιοχή εκείνη.

Οι γονείς του, πριν ακόμα γεννήσουν τα παιδιά τους, είχαν φύγει, γύρω στα 1900, από την τουρκοκρατούμενη Ήπειρο προς τη Θεσσαλία, που είχε μόλις ελευθερωθεί (1881), για να εγκατασταθούν στα Τρίκαλα. Αυτή η μετακίνησή τους αντιστοιχεί στην προσπάθεια του Βασίλη Τσιτσάνη, λίγα χρόνια αργότερα, να μετακινήσει το κέντρο βάρους του λαϊκού τραγουδιού από την ανατολίτικη μουσική προς τη δυτική. Αλλά χωρίς να μπορεί να απελευθερωθεί τελείως από την επίδραση της ανατολίτικης μουσικής, η οποία (ευτυχώς) εύρισκε πάντα τη δύναμη να επιστρέφει κατά έναν τρόπο παλιρροϊκό. Έτσι, ο Βασίλης Τσιτσάνης είναι ταυτόχρονα Ευρωπαίος και Ανατολίτης, Βαλκάνιος και Μεσανατολίτης, σημαδεύοντας με το έργο του και τα τέσσερα σημεία του ελληνικού ορίζοντα.

Με τον Ανέστη Βλάχο και τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, στην ελληνική ταινία «Φεύγω με πίκρα στα ξένα» (1964) όπου ο Μπιθικώτσης τραγουδά την «Πολιορκία» του Τσιτσάνη. Ένα τραγούδι αφιερωμένο στον αγώνα του Κυπριακού λαού

Η κυρίως ευρωπαϊκή του περίοδος στη δισκογραφία είναι η πρώτη του (1936-1940). Βασίζεται στις λαϊκές καντάδες του, σε ρυθμούς ζεϊμπέκικου ή χασάπικου και με αρκετούς εισαγωγικούς αυτοσχεδιασμούς (ταξίμια) στο μπουζούκι. Στη δεύτερή του περίοδο (1940-1953, οπότε τελειώνει και η συνεργασία του με τους χαρακτηριστικούς τσιτσανικούς τραγουδιστές) διατηρούνται τα ισχυρά ευρωπαϊκά στοιχεία και ενισχύονται ακόμα περισσότερο με χορωδιακά. Παράλληλα εμφανίζεται εντονότερα το βαλκανικό χρώμα (σέρβικος, χόρες κ.τλ.) και το μεσανατολικό (οριεντάλ). Στην τρίτη και τελευταία του περίοδο (1954-1984), για να μπορέσει να ανταγωνιστεί τους μουσικούς του αντιπάλους (Καλδάρα, Μπακάλη, Δερβενιώτη κ.ά.) αφήνει να εισβάλουν στο έργο του περισσότερα ανατολίτικα στοιχεία (τσιφτετέλι, καρσιλαμάς, μακάμια) και ηπειρώτικα μουσικά χρώματα».

Τα πέντε κεφάλαια πραγματεύονται ισάριθμα θέματα για το έργο Τσιτσάνη, αλλά όλα έχουν μια λογική συνέχεια, πράγμα που κρατά από την αρχή ως το τέλος της μελέτης αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη.

Το πρώτο κεφάλαιο, με τίτλο «Το προ-τσιτσανικό τραγούδι στα Τρίκαλα», αναζητά το παραδοσιακό ή παραδοσιακού τύπου αστικό λαϊκό τραγούδι που υπήρχε στα Τρίκαλα, στη Θεσσαλία γενικά, και στην Ηπειρο-Θεσσαλία γενικότερα, πριν από το 1936.

Σκοπός αυτού του πρώτου κεφαλαίου είναι να δείξει μέσα σε ποιο παραδοσιακό μουσικο-ποιητικό πλαίσιο γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Τσιτσάνης και να αποκαλύψει όχι μόνο τι τον επηρέασε, αλλά και τι δεν τον επηρέασε στο έργο του. Φυσικά, αυτό το πλαίσιο θα είναι χρήσιμο, επίσης, για τη μελέτη και άλλων Τρικαλινών ή Θεσσαλών δημιουργών του αστικού λαϊκού τραγουδιού.

«Παίξτε μπουζούκια»

Το δεύτερο κεφάλαιο, με τίτλο «Παίξτε μπουζούκια, παίξτε βιολιά», απαντά στο ερώτημα: Τι πήρε ο Βασίλης Τσιτσάνης από τον πατέρα του; «Το μπουζούκι ήταν το πατρικό μουσικό όργανο και το βιολί ήταν η επιθυμία του πατέρα για μια πιο εξευγενισμένη μουσική καριέρα του γιου του. Μπουζούκι και βιολί ήταν τα αγαπημένα όργανα των γιαννιωτών παλικαράδων... Κι ο πατέρας του Βασίλη Τσιτσάνη καταγόταν απ' τα Γιάννινα... Το μπουζούκι οδηγεί τον νεαρό Βασίλη στην αγκαλιά του λαϊκού - ρεμπέτικου τραγουδιού, και το βιολί, μέσω ωδείου, τον οδηγεί στον εξευρωπαϊσμό της μελωδίας.

Τα γιαννιώτικα λιανοτράγουδα γίνονται η βάση της ποιητικής του μεθόδου, αφού οι στροφές των περισσοτέρων τραγουδιών του αποτελούνται από δίστιχα παραδοσιακής μορφής. Τα κλέφτικα που τραγουδούσε συνήθως ο πατέρας του, παίζοντας ταυτόχρονα και το μπουζούκι, δώσανε στον Τρικαλινό συνθέτη κάποιες ιδέες και τον βοήθησαν στη διαμόρφωση ενός επικού ύφους σε αρκετά τραγούδια του.

Οι φαντασιώσεις του έφηβου και νεαρού Τσιτσάνη για μακρινά ταξίδια σε χώρες μαγικές και εξωτικές τρέφονταν από το σχολικό μάθημα της γεωγραφίας, τις διαφημίσεις ταξιδιωτικών γραφείων, από διάφορα αναγνώσματα και κινηματογραφικές ταινίες. Αυτά τα «φανταστικά ταξίδια» (που αποτελούν και το θέμα του τρίτου κεφαλαίου στο βιβλίο μας) τα πραγματοποιούσε πότε μόνος, πότε μαζί με την αγαπημένη του. Συμβολίζουν τη φυγή από τη φτώχεια, τη δυστυχία, την αρρώστια, το στενό και άχαρο επαρχιακό περιβάλλον, προς τον πλούτο, την ευτυχία, την υγεία, την ελευθερία του έρωτα και τους ηλιόλουστους ανοιχτούς ορίζοντες.

Αν από τον πατέρα του πήρε το μπουζούκι, την ώθηση προς το βιολί, τα ερωτικά γιαννιώτικα λιανοτράγουδα και το επικό πνεύμα του κλέφτικου τραγουδιού, από τη μητέρα του ο συνθέτης πήρε τα παιδικά παραμύθια που μιλούσαν για παλάτια, κάστρα, νεράιδες, μάγισσες και φανταστικές παλικαριές. Με βάση αυτή την αφετηρία δημιούργησε πολλές δεκάδες τραγουδιών του, κι αυτό είναι το θέμα του τέταρτού μας κεφαλαίου. Τα «παραμυθένια παλάτια» και κάστρα του Τσιτσάνη, στα καθαρώς ερωτικά του τραγούδια συμβολίζουν την κοινωνική επιτυχία, τον έρωτα, τον πλούτο, την ευτυχία. Ενώ στα πολιτικά του τραγούδια η επίθεση εναντίον των παλατιών και των κάστρων σημαίνει επίθεση εναντίον της τυραννίας και υπέρ της ελευθερίας».

Λαϊκές καντάδες με αρμονικές διφωνίες

Ο Βασίλης Τσιτσάνης με κυνηγετικό όπλο (!) σε περιοχή των Τρικάλων. Ανέκδοτη φωτογραφία (1960)

«Στα Τρίκαλα του Μεσοπολέμου, όπως και σε όλη την Ελλάδα, οι νέοι κάνανε σερενάτες στις κοπέλες. Τα τραγούδια που χρησιμεύανε γι' αυτόν τον σκοπό ήταν κυρίως οι επτανησιακές και αθηναϊκές καντάδες.

Ο νεαρός Τσιτσάνης έκανε κι αυτός καντάδες, χρησιμοποιώντας δικές του συνθέσεις με αρμονικές διφωνίες ευρωπαϊκού τύπου, σε μελωδίες μινόρε ή ματζόρε. Αλλά αντί για την καθιερωμένη κιθάρα χρησιμοποιούσε το μπουζούκι, οι λαϊκές του καντάδες είχαν ρυθμό ζεϊμπέκικο ή χασάπικο και στην αρχή τους, συχνά, ο νεαρός δεξιοτέχνης κεντούσε έναν μελωδικό αυτοσχεδιασμό (ταξίμι).

Στην πραγματικότητα ο Τσιτσάνης εκλαΐκευσε και μπουζουκοποίησε την καντάδα από τη μια και εξευρωπάισε το μπουζούκι και το λαϊκό τραγούδι των πόλεων, από την άλλη.

Στη δεκαετία του '30 οι λαϊκές του καντάδες τον βοήθησαν να επιβληθεί στο μουσικό στερέωμα, αποτέλεσαν όμως κι ένα πεδίο δοκιμών, που την εμπειρία τους τη χρησιμοποίησε αργότερα στα κοινωνικά και πολιτικά του τραγούδια. Πραγματικά, στη δεκαετία του '40 έγραψε ανεπανάληπτα τραγούδια με ερωτική επιφάνεια και πολιτικό βάθος».

«Σουσάμι άνοιξε!»

«Ο Τσιτσάνης δεν ήταν η ουρανοκατέβατη μεγαλοφυΐα που ήρθε από το πουθενά. Η παράδοση του λαϊκού τραγουδιού τον εγκυμονούσε από πολύ καιρό και η ιστορία με τις συγκυρίες της έπαιξε τον ρόλο της μαμής. Τα Τρίκαλα, πρωτεύουσα της Ηπειρο-Θεσσαλίας για αιώνες, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας έγιναν ο τόπος όπου συγκεντρώθηκαν και εναποτέθηκαν με τον καιρό μεγάλοι μουσικοποιητικοί θησαυροί. Όταν απελευθερώθηκαν στα 1881, σημειώθηκε μεγάλη μετακίνηση Μακεδόνων και Ηπειρωτών προς την πόλη αυτή. Οι Γιαννιώτες, ανάμεσα στους οποίους ήταν και οι γονείς του Τσιτσάνη προσθέσανε έναν μεγάλο πλούτο στον τρικαλινό θησαυρό που ήδη υπήρχε...

Τα καφέ-αμάν, οι πρόσφυγες του 1922, τα γραμμόφωνα, οι καντάδες του Μεσοπολέμου και τόσα άλλα συμπλήρωσαν αυτόν τον θησαυρό. Κι ο Βασίλης Τσιτσάνης δεν ήταν παρά ο ιδιοφυής νεαρός που κατάφερε να βρει το μαγικό σύνθημα "σουσάμι άνοιξε!", να βρει τον τρόπο να μπει κρυφά στο έτοιμο θησαυροφυλάκιο και να αξιοποιήσει τον συσσωρευμένο μουσικό πλούτο, με το ταλέντο του».