Αρχική σελίδα → Προσωπικά Ενδιαφέροντα → Μουσική

«Tο βλαχάκι που έπαιζε αλλιώτικα»

Βασίλης Λουμπρίνης, εφ. Τα Νέα, 15/12/2003

«Ο ΞAKΟYΣTΟΣ TΣITΣANHΣ»

«Ο εικοσάχρονος Bασίλης Tσιτσάνης κατέβηκε το 1935 στην Aθήνα με το τρένο, για να σπουδάσει δικηγόρος. Mέσα σε δύο χρόνια όλοι μιλούσαν για ένα βλαχάκι που έπαιζε καταπληκτικό μπουζούκι και τραγουδούσε αλλιώτικα...» Προδημοσίευση από το βιβλίο του συγγραφέα και γλύπτη Σώτου Aλεξίου «Ο ξακουστός Tσιτσάνης»

Στην ταβέρνα του «Τζίμη του Χοντρού» (1948) με Κερομύτη, Μανισαλή, Παγιουμτζή, Περιστέρη, Ζαχαρία μετά την αποχώρηση της Σωτηρίας Μπέλλου. Λεπτομέρεια: είναι η μόνη φορά που ο Τσιτσάνης (αριστερά) φαίνεται να χαμογελά πλατιά

Όταν τελείωσε το πρώτο βιβλίο για την παιδική ηλικία του Βασίλη Τσιτσάνη ο Σώτος Αλεξίου, ένιωσε να φεύγει από πάνω του ένα βάρος. Ώσπου άρχισε και πάλι να σκαλίζει τη ζωή τού ρεμπέτη. Έτσι προέκυψε το βιβλίο «Ο ξακουστός Τσιτσάνης», που κυκλοφορεί αυτές τις ημέρες από τις Εκδόσεις Κοχλίας και αποσπάσματα από το οποίο προδημοσιεύουν «TA NEA».

H δισκογραφία του Τσιτσάνη αρχίζει το 1935 με το τραγούδι «Σ' έναν τεκέ σκαρώσανε» και με μια συμμετοχή στο τραγούδι του Περδικόπουλου «H άμαξα». Μέχρι το 1940 γραμμοφωνεί 102 τραγούδια. Σύμφωνα με την έρευνα του συγγραφέα, που έτρεξε σε κάθε γωνιά της Ελλάδας για να διασταυρώσει τις πληροφορίες και να συλλέξει αφηγήσεις, τα τραγούδια του Τσιτσάνη ήταν κατά 90 - 95% σε στίχους και μουσική δικά του. Από το 1946 έως το τέλος των 78 στροφών γραμμοφωνεί κάπου 294 τραγούδια!

Το 1940 βρίσκεται στο Μέτωπο και στα τέλη του 1941 εγκαθίσταται στη Θεσσαλονίκη, γιατί εκεί έμενε η Ζωή, η αρραβωνιαστικιά του -και μετέπειτα γυναίκα του- με την οποία ήταν τρελά ερωτευμένος. H ζωή στη Θεσσαλονίκη ήταν πολύ δύσκολη. Ο Τσιτσάνης κατάφερε κάτω από αυτές τις συνθήκες όχι μόνο να επιβιώσει αξιοπρεπώς και να γράψει μεγάλα τραγούδια, όπως το «Μπαξέ τσιφλίκι», «Νύχτες Μαγικές», «Τρέξε μάγκα να ρωτήσεις», «Αθηναίισσα», «Τι σε μέλλει εσένα κι αν γυρνώ» και τη θρυλική «Αχάριστη».

Με επίκεντρο τη Θεσσαλονίκη, στα μαύρα χρόνια της Κατοχής έκανε περιοδείες στη Θεσσαλία, τη Νιγρίτα, το Αμύνταιο, τη Χαλκιδική και κάθε φορά επέστρεφε με τρόφιμα για να συντηρήσει την οικογένειά του. Όπου κι αν βρισκόταν έγραφε τραγούδια. Το ένα καλύτερο από το άλλο. Και μέσα σ' αυτό το κλίμα γράφτηκε και το αθάνατο τραγούδι «Συννεφιασμένη Κυριακή».

Ο συγγραφέας ξετυλίγει το νήμα της ζωής τού Τσιτσάνη από το 1934, όταν ήταν μαθητής στα Τρίκαλα, μέσα από μαρτυρίες ανθρώπων που τον γνώρισαν. Τον παρακολουθεί όταν κατεβαίνει με... μισό εισιτήριο στην Αθήνα, όταν κάνει τον πλανόδιο οργανοπαίκτη στα ταβερνάκια γύρω από τον Σταθμό Λαρίσης, όταν περνά ημέρες στο Πειθαρχικό στον Στρατό, όταν εντυπωσιάζεται από μια θλιμμένη αρχόντισσα και γράφει την «Αρχόντισσά» του, μέχρι τη συνεργασία του στα πάλκα (όπως «Του Τζίμη του Χοντρού», «Φαληρικόν», «Λουζιτάνια», «Λουξεμβούργο», «Τριάνα του Χειλά») με άλλους μεγάλους του λαϊκού τραγουδιού (Βαμβακάρης, Παπαϊωάννου, Κερομύτης, Νίνου, Μπιθικώτσης, Μπίνης, Τσαουσάκης, Καζαντζίδης, Χιώτης, Μπέλλου, Μητσάκης).

H ιστορία μιας «Αρχόντισσας»

Ιστορική ρεκλάμα στην εφημερίδα «Νέα Ευρώπη» (Μάιος του 1942) από τις εμφανίσεις του Τσιτσάνη στα «Κούτσουρα» του Δαλαμάγκα

Τις ημέρες που ήταν στην Αθήνα ο Βασίλης Τσιτσάνης (1938) έτυχε να γνωρίσει μια κοπέλα που το όνομά της έμελλε να τον ακολουθεί σε όλη του τη ζωή. Ελίζα...

«Τη συνάντησα μια μέρα στην Πανεπιστημίου. Ήταν με τον Λάκη, φίλο και συμμαθητή μου από τη Λάρισα». Είκοσι χρόνων, μια καλλονή, κατά την προσφιλή έκφραση του Τσιτσάνη, που συγκλόνισε την ευαίσθητη ψυχή του νεαρού δημιουργού. Πριν από δύο χρόνια έχασε τους γονείς της σε τροχαίο και πριν από έναν χρόνο τον άντρα της που υπεραγαπούσε, τριών μηνών νυφούλα. Ζούσε μόνη της στην οδό Ομήρου, μεταξύ Ακαδημίας και Σκουφά. «... ένα μεγαλοπρεπές αρχοντικό, σωστό παλάτι. Όταν με κάλεσε να την επισκεφθώ, δεν τολμούσα να χτυπήσω αυτή την πόρτα».

Τρεις ημέρες ελεύθερος υπηρεσίας και το μυαλό του δεν μπορούσε να φύγει από την κοπέλα που γνώρισε στην Αθήνα. Προσπαθεί να βρει αυτή τη μαγική λέξη που θα του ανοίξει τον δρόμο για την ολοκλήρωση του τραγουδιού.

«... Άρχιζα πάντα με τη λέξη "αρχόντισσα" και μετά την άλλαζα με "αρχοντοπούλα", αλλά κάτι με σταματούσε. Μου φαινότανε σαν να εγκωμίαζα κάποια μεγάλη αρχόντισσα. Εγώ όμως ήθελα να γράψω για το δράμα μιας μικρής ερωτευμένης κοπέλας, που παρ' όλα τα πλούτη της και την ομορφιά της ήταν δυστυχισμένη και σκόρπιζε γύρω της τη δυστυχία και την πίκρα. Τίποτα δεν έβγαινε, όλα είχαν σταματήσει. Το σκάω από τον θάλαμο, πέρασα από τα σύρματα και βρίσκω τη Μαριώ. Κάτσαμε εκεί κοντά για μια δυο ώρες. Επέστρεψα στον θάλαμο περασμένες 12, αλλά ο αγαπητός μου επιλοχίας είχε κάνει έφοδο στον θάλαμο, βρήκε το κρεβάτι μου αδειανό και με περίμενε. Πρωί πρωί αναφορά. Τρώω 10 μέρες φυλακή, άλλες τόσες ο θαλαμοφύλακας και γραμμή για το Πειθαρχείο. Τη δεύτερη μέρα ο Τσανάκας μού έφερε το μπουζούκι από το δωμάτιο που είχα νοικιάσει εκεί κοντά. Άρχισα πάλι την προσπάθεια. (...) Κάτι άστραψε μέσα μου ξαφνικά και όλα κίνησαν γρήγορα και ομαλά. Στο μυαλό μου ήρθε ο Λάκης να ικετεύει την Ελίζα για λίγη αγάπη. Ξεκινώ αμέσως με το πρώτο δίστιχο:

"Κουράστηκα για να σε αποχτήσω,

αρχόντισσά μου, μάγισσα τρελλή".

Σε λίγο ήταν έτοιμο. Το έπαιξα στον θαλαμοφύλακα, φώναξα μετά τον Τσανάκα και τους άλλους από τη Λάρισα και τους το έπαιξα μια δυο φορές. Κατάλαβα από την έκφρασή τους πως τους έκανε μεγάλη εντύπωση, θέλανε να τους το ξαναπαίξω, μα δεν μπορούσα άλλο, ήμουνα εξαντλημένος αλλά πολύ πολύ ευτυχισμένος».

Οι Κατελάνοι «τουλούμιασαν» την Μπέλλου

Μέρες τώρα βρέχει γύρω από την Αθήνα. Μια παρέα από το Μενίδι από άντρες μπαίνουν μισομεθυσμένοι σ' ένα αυτοκίνητο. Φτάνοντας στις Τρεις Γέφυρες στρίβουν βόρεια και μπαίνουν στην οδό Αχαρνών. Προχωρούν ανατολικά και σταματούν στον αριθμό 77, μπροστά στο κέντρο του «Τζίμη του χοντρού». Απόψε θέλουν ν' ακούσουν μπουζούκια και είναι αποφασισμένοι να κάνουν «ζημιά». Σπρώχνουν την πόρτα με θόρυβο, προχωρούν βλοσυροί και κάθονται μπροστά μπροστά, κοντά στο πάλκο. Καταναλώνουν αρκετό αλκοόλ και θορυβούν προκλητικά, αφήνοντας να φανούν τα όπλα που έχουν περασμένα στη ζώνη τους. Είναι οι αδερφοί Κατελαναίοι, διαβόητοι Χίτες. H Μπέλλου είναι στο πάλκο με το μικρόφωνο στο χέρι και τραγουδάει «... καλέ μου το παιδί». Τη συνοδεύει στο μπουζούκι ο Τσιτσάνης με τον Κερομύτη, ενώ στο πιάνο είναι ο Περιστέρης. Οι Κατελαναίοι όταν τραγουδάει η Σωτηρία χαλάνε τον κόσμο. H Μπέλλου εκνευρίζεται και τους βρίζει. Ο Τσιτσάνης προσπαθεί να την ηρεμήσει.

Αργά προς το χάραμα, την πλησιάζει ο μικρότερος των Κατελαναίων και της λέει: «Πες, μωρή παλιοκομμούνι, το τραγούδι "Του αϊτού ο γιος"».

H Μπέλλου τον αγριοκοιτάζει και του λέει: «Δεν το ξέρω»· και αρχίζει να λέει το τραγούδι «Κάποια μάνα αναστενάζει...». Στη στροφή που λέει «ο λεβέντης να γυρίσει από τη μαύρη ξενιτιά» το αλλάζει και, κοιτώντας ειρωνικά και όλο σημασία τους Κατελαναίους, λέει: «Να γυρίσει από τη μαύρη Ικαριά». Έγινε ανακατωσούρα και, για να ηρεμήσουν τα πράγματα, ο Περιστέρης αρχίζει το τραγούδι «Του αϊτού ο γιος». H Σωτηρία αφήνει κάτω το μικρόφωνο και πάει προς την τουαλέτα. Πριν προλάβει να κλείσει πίσω της την πόρτα μπαίνουν μέσα δύο Κατελαναίοι και χωρίς δεύτερη κουβέντα την αρχίζουν στο ξύλο, βρίζοντάς την χυδαία.

Την αφήνουν αιμόφυρτη στο πάτωμα της τουαλέτας και φεύγουν ανενόχλητοι. Κανείς δεν τόλμησε να αρθρώσει κουβέντα...

INFO

«Ο ξακουστός Τσιτσάνης». Εκδόσεις Κοχλίας. Σελ. 480. Τιμή: 17,90 ευρώ.