Αρχική σελίδα → Προσωπικά Ενδιαφέροντα → Μουσική

Τι συμβαίνει στα πέριξ

Κώστας Γεωργουσόπουλος, εφ. Τα Νέα, 17/1/1004

Aκούστηκε και τώρα, ακούστηκε και πριν από τρία χρόνια, που το Mέγαρο Mουσικής πρωτοανέβασε το «Aφιέρωμα» στον Bασίλη Tσιτσάνη με ερμηνευτή τον Γ. Nταλάρα: «Tα μπουζούκια και το ρεμπέτικο, το λαϊκό πάλκο "κλωτσάει", δεν χωράει, είναι ξένο μέσα σε μια κλασική αίθουσα συναυλιών, μέσα στον "ναό" της κλασικής μουσικής»

Τι εννοούν, άραγε, όσοι το ισχυρίζονται και μερικοί μάλιστα φρίττουν! Αυτοί οι τελευταίοι προσθέτουν και επιχειρήματα «ρατσιστικά», αφού θεωρούν ιεροσυλία ν' ακούγονται πενιές και μπαγλαμαδάκια στον ιερό χώρο όπου έχει προοριστεί ν' ακούγονται γκλισάντι, ακόρντα και εκκλησιαστικά όργανα! Όταν πριν από λίγους μήνες αφιέρωσα, απ' αυτήν εδώ τη θέση, κάποιες σκέψεις για την κοινή εμφάνιση Νταλάρα-Μαρινέλλας, έλαβα κάμποσα υβριστικά γράμματα, που τόλμησα να «παραλληλίσω» τον Τσιτσάνη, τον Βαμβακάρη, τον Περιστέρη και τα τραγούδια τους, καθώς και τα δημοτικά μας άσματα, με τα λυρικά τραγούδια του Σούμπερτ. Στους θερμόαιμους φανατικούς αλληλογράφους μου ήταν αδιανόητο να συγκρίνω, ως απόλυτη μουσική, χωρίς φάλαρα, προκαταλήψεις και κοινωνικές συντεταγμένες, τη «Φλαμουριά» με την «Ιτιά, Ιτιά» και μια «Πολωνέζα», με την «Καραγκούνα»!

Αλλά ας επανέλθω στην πρώτη ένσταση. Δεν θα αρνηθώ πως ένα ρεμπέτικο τραγούδι ως κλίμα, ως περιεχόμενο, αλλά και ως βίωμα είναι συναρτημένο με την εποχή του, τους δημιουργούς του και τους πελάτες τους και, βέβαια, με τους χώρους που περιγράφει και τους χώρους όπου εκτελέστηκε. Το λαϊκό και το ρεμπέτικο, όπως και τα δημώδη, ανήκουν κατ' αρχάς στην προφορική παράδοση και συνδέονται με τον οίστρο της λαϊκής τελετής, της γιορτής και της πανηγύρεως. Εκτός των άλλων, εκφράζουν μια συγκεκριμένη ομάδα, με συγκεκριμένα κοινωνικά, ταξικά, οικονομικά και ηθικά προτάγματα. Αλλά θα συμφωνήσετε όλοι μαζί μου, ελπίζω, πως και άλλες μορφές τέχνης δημιουργήθηκαν και άλλοι καλλιτέχνες εμπνεύστηκαν τα έργα τους μέσα σε συγκεκριμένες κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές και ιδεολογικές συνθήκες.

Δεν αντιλαμβάνομαι λοιπόν γιατί μια βυζαντινή Παναγία, που ζωγραφίστηκε από κάποιον ανώνυμο μοναχό, ο οποίος ενήστευσε, εξομολογήθηκε και προσευχήθηκε για να αξιωθεί να την «ιστορήσει» και όταν την ετελείωσε, σε ειδική τελετή ιερείς την «καθιέρωσαν» και εν συνεχεία εντάχθηκε σε ορισμένη αυστηρά θέση μέσα στον ναό, ως προσκυνούμενη φορητή και (πιθανόν) θαυματουργή εικόνα, τώρα εκτίθεται μαζί με άλλα ανάλογα θρησκευτικά και λειτουργικά κειμήλια και σκεύη (ιερά δισκοπότηρα, «αέρες», κάλυμμα αγίων τραπεζών κ.λπ.) σ' έναν πολυτελή, μοντέρνο μουσειακό χώρο, όπως το θαυμάσιο νέο Βυζαντινό Μουσείο και το ακόμα πιο θαυμάσιο νέο Μουσείο Μπενάκη. Κι όχι μονάχα αυτό, αλλά ασφαλίζεται με υψηλά ασφάλιστρα, άρα εκτιμάται ως εμπόρευμα, ως προϊόν. Αφήνω πως αγοράζεται και πωλείται με διεθνείς δημοπρασίες!

Το ίδιο δεν συμβαίνει με πίνακες μεγάλων Ευρωπαίων ζωγράφων που εκτελέστηκαν κατά παραγγελία από πάπες, καρδινάλιους και μαικήνες για να κοσμήσουν μεγάλους καθεδρικούς ναούς, ιερά βαπτιστήρια και παρεκκλήσια μοναστηριών; Και τώρα κοσμούν πολυτελείς αίθουσες (κλιματιζόμενες) μεγάλων ευρωπαϊκών μουσείων, περιοδεύουν ανά τον κόσμο, φωτογραφίζονται, βιντεοσκοπούνται, ενώ αρχικά ήταν «ευλογημένα» με ειδικές ευχές της Εκκλησίας, προσκυνήματα. Ο «Άγιος Πέτρος» του Γκρέκο, που πριν από λίγα χρόνια με δημόσιο έρανο τον αγοράσαμε για να πλουτίσει τη συλλογή της Εθνικής μας Πινακοθήκης, δεν έγινε βέβαια για να στολίσει ως πορτρέτο κάποιο σαλόνι ούτε να κοστολογηθεί στο σφυρί. Κανένας δεν ενοχλήθηκε που αποσπάσθηκε από κάποιο εικονοστάσι, κάποιον τοίχο ναού της Ισπανίας και έγινε «έκθεμα» και ασφαλισμένο εμπόρευμα.

Αλλά ας πάμε στα μέγαρα Μουσικής όλου του κόσμου. Αν ο Τσιτσάνης και το ζεϊμπέκικο δεν «χωρούν» σε αίθουσα συναυλιών, γιατί τάχα ανήκουν σε άλλη κοινωνική τάξη, άλλο ήθος και άλλο γούστο, γιατί το ίδιο δεν συμβαίνει και με την εκκλησιαστική μουσική; Τα ποικίλα «Πάθη» του Μπαχ, του Ντβόρζακ, του Πεντερέφσκι, η «Μίσα Σολέμνις» του Μπετόβεν, τα Ρέκβιεμ του Μότσαρτ, του Βέρντι, του Μπραμς κ.λπ. δεν είναι έργα που γράφτηκαν για να εκτελούνται στους καθολικούς ή τους προτεσταντικούς ναούς; Δεν είναι κάτι ανάλογο με τη δική μας Ακολουθία των Ωρών, των Παθών, των Επιταφίων, του Ακαθίστου Ύμνου; Αυτά γιατί «χωρούν» σε μια κοσμική σκηνή μιας μοντέρνας αίθουσας συναυλιών και γιατί κανένας δεν διαμαρτύρεται, που μέσα σ' ένα Ρωμαϊκό Ωδείο, στο Ηρώδειο, χορεύονται συχνά-πυκνά τσάμικοι, ποντιακοί χοροί και κρητικές σούστες; Αυτά τα λαϊκά δημιουργήματα δεν κουβαλούν άλλο ήθος, άλλες κοινωνικές και ιδεολογικές στάσεις ζωής;

Γιατί κανείς δεν αγανακτεί που μια αρχαία τραγωδία, που γεννήθηκε σε άλλο πολιτισμικό περιβάλλον και λειτουργούσε μέσα στο πλαίσιο μιας θρησκευτικής δημόσιας πανηγυρικής εορτής, παίζεται σήμερα άλλοτε σε γήπεδα, αλάνες και γκαράζ και άλλοτε στην κλειστή «αστική» ιταλική σκηνή με μπούκα και αυλαία;

Υποκρισίες, λοιπόν, και προφάσεις εν φανατισμώ. Ο Σταμάτης Φασουλής και οι συνεργάτες του, ο Πάτσας με τα λιτά του σκηνικά, ο Λευτέρης Παυλόπουλος με τους σοφούς του φωτισμούς, ο Σούλης με τις εξαίσιες προβολές του αξιοποίησαν το έργο του Τσιτσάνη ως απόλυτης μουσικής, χωρίς κοινωνικά, ιδεολογικά, ηθικά και αισθητικά συμφραζόμενα. Όπως ακριβώς ως απόλυτη μουσική ακούστηκε - χωρίς άλλα, και κυρίως χριστιανικά προτεσταντικά συμφραζόμενα - πρόσφατα στον ίδιο χώρο το «Ορατόριο των Χριστουγέννων» από ορθόδοξους, ακόμη και άθεους ακροατές!

Ο Τσιτσάνης είναι ένας ιδιοφυής μουσικός, μια πηγαία, λυρική μεγαλοφυΐα και δεν έχει τίποτα να ζηλέψει - ούτε από τον λυρισμό του Σούμπερτ, του Σεζάρ Φρανκ, του Μουσόργκσκι ή του Βάιλ και των Μπιτλς. Και προκαλώ τους πάντες. Πόσοι ακροατές σε μια αίθουσα συναυλιών θα μπορούσαν να αντέξουν επί τρεις ώρες να ακούνε τα λιντερικά άπαντα του Σούμπερτ ή του Σούμαν ή του Μάλερ Κι όμως, τις προάλλες το κοινό χάρηκε, γεύθηκε, βαφτίστηκε σε 47 διαφορετικούς ρυθμούς, μελωδίες και θέματα του Τσιτσάνη. Γιατί; Γιατί ο Τσιτσάνης περπατούσε σε περισσότερους μουσικούς δρόμους από τους μεγάλους Ευρωπαίους μουσουργούς. Ήταν και μουσικά ρεμπέτης, δηλαδή περιπλανώμενος, ρεμβάζων, άτακτος, φυγάς και «αλήτης». Πατάει σε πολλές βάρκες και ισορροπεί: Συρία, Αίγυπτος, Περσία, Βυζάντιο, δημοτικό τραγούδι (καλαματιανοί), καντάδες, βαλκάνια, μινόρε κλίμακες και μαντζόρε, λύδιοι, μειξολύδιοι, δώριοι δρόμοι. Κι όλος αυτός ο πλούτος ακούμπησε πάνω στην ωριμότητα της φωνής του Νταλάρα, ενός ταμένου τραγουδιστή στην ποιότητα, ενός εμμανούς των ριζών και της γνησιότητας των μουσικών υδάτων. Τραγουδάει όπως κελαρύζει αρτεσιανή πηγή, η φωνή του μεταφέρει όχι μόνο νότες, μουσικές αξίες, αλλά και λαϊκή θυμοσοφία, στρατηγικές φυγής από τη μοίρα, χαρμολύπη και νηφάλια μέθη, χυμούς και ευφορία γλεντιού, χαροποιόν πένθος.

Δίπλα του η Τσαλιγοπούλου, ο Ανδρεάτος, η Δρακιά και η θαυμάσια, σεμνή, στο πατάρι ορχήστρα, έξοχοι. Και ο ψάλτης Νταραβάνογλου, αποκάλυψη...

Συγκινητικά και τα κείμενα των Κοντού-Νιάρχου-Φασουλή, που τα απέδωσαν λιτά με συγκρατημένους λυγμούς, ο Πλαΐνης, ο Σιδεράς και η συνταρακτική Όλγα Δαμάνη. Τα χορευτικά του Ντεπιάν ανέστησαν το ήθος του «χοροδράματος» της Ραλλούς Μάνου.