Αρχική σελίδα → Προσωπικά Ενδιαφέροντα → Μουσική

Το κοινό «ψηφίζει» Τσιτσάνη

Πάνος Γεραμάνης, εφ. Τα Νέα, 3/10/2003

Το ρεμπέτικο είναι «δόνηση ψυχής» και ο Τσιτσάνης ο πιο αγαπημένος των συνθετών του. Κοινό και ειδικοί αποφαίνονται σε δύο έρευνες και ένα συνέδριο. Και η έκδοση «Βασίλης Τσιτσάνης - Ένας μεγαλοφυής λαϊκός συνθέτης» (Eκδ. «Ελληνικά Γράμματα») συνοψίζει τα συμπεράσματα

Μια έρευνα στην Αθήνα αποφάνθηκε: H «Συννεφιασμένη Κυριακή» του Βασίλη Τσιτσάνη είναι πρώτη σε προτιμήσεις (με ποσοστό 68,83%) και το «Ξημερώνει και βραδιάζει» ακολουθεί με πάνω από 15%

Στο μικροσκόπιο των ερευνητών μπήκε η μορφή του ρεμπέτικου, ο Βασίλης Τσιτσάνης. Την εικόνα του Τσιτσάνη, ως «πρωτοπόρου», «ηγέτη» και «αναμορφωτή», ανέλυσαν με πληθώρα στοιχείων δύο μεγάλες επιστημονικές έρευνες που έγιναν σε περιοχές της Αθήνας αλλά και τα πρακτικά του A' Πανελλήνιου Τσιτσανικού Συνεδρίου, με την επιστημονική επιμέλεια της Βαλεντίνης-Αναστασίας Ρήγα, αναπληρώτριας καθηγήτριας Κοινωνικής Ψυχολογίας στο Τμήμα Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης. H ίδια έχει και την ευθύνη της έκδοσης «Βασίλης Τσιτσάνης - Ένας μεγαλοφυής λαϊκός συνθέτης», που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα και επιλεγμένα αποσπάσματα της οποίας προδημοσιεύουν σήμερα «TA NEA».

Τα πρακτικά του συνεδρίου περιλαμβάνουν αναφορές, ομιλίες, εισηγήσεις, αναλύσεις και άλλες προσεγγίσεις για τη ζωή και το έργο του, ενώ μία πολυμελής ομάδα από μελετητές και ερευνητές του έργου τού συνθέτη (και ορισμένοι σε προέκταση της λαϊκής μουσικής) αναφέρεται με λεπτομέρειες στη δισκογραφία του.

H Αναστασία-Βαλεντίνη Ρήγα, εκτός από τον συντονισμό της έκδοσης, είχε πραγματοποιήσει (επικεφαλής επιστημονικής ομάδας) δύο μεγάλες έρευνες (1998 και 1999) για τον Τσιτσάνη, τα αποτελέσματα των οποίων δημοσίευσαν «TA NEA» (14 Ιουνίου 2000). Οι λεπτομέρειες των δύο ερευνών παρουσιάζονται στην έκδοση «Βασίλης Τσιτσάνης - Ένας μεγαλοφυής συνθέτης», καταλαμβάνουν μεγάλο μέρος του βιβλίου και δίνουν μια ευρύτερη διάσταση στο θέμα αυτό. Δηλαδή τις κοινωνικές αναπαραστάσεις για το ρεμπέτικο και τη συμβολή τού συνθέτη στη διαμόρφωση του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού.

Οι εισηγητές-ομιλητές του συνεδρίου σκιαγραφούν με τα πιο θερμά λόγια την προσωπικότητα του συνθέτη και χρησιμοποιούν δηλώσεις του από παλαιότερες συνεντεύξεις του σε εφημερίδες και περιοδικά, καθώς και λόγια γνωστών καλλιτεχνών και ανθρώπων του πνεύματος για τον Τσιτσάνη. Εκείνο που απουσιάζει είναι η απευθείας συνομιλία ή μαρτυρία του Βασίλη Τσιτσάνη προς τους μελετητές-ερευνητές.

«H τέχνη και η ανθρωπιά είναι τα στοιχεία που δείχνουν την προσωπικότητα του Βασίλη Τσιτσάνη», αναφέρει ο Κώστας Μαγιόπουλος. «Αυτός ο συνθέτης έπαψε να αντλεί θέματα και λεξιλόγιο από τον περιορισμένο χώρο της φυλακής και της μαγκιάς. Τα θέματά του έρχονται από τους καημούς της φτωχολογιάς, της βιοπάλης, της εργατιάς, την κοινωνική αδικία, τον ανεκπλήρωτο έρωτα. Ο Τσιτσάνης απέφυγε τις καταχρήσεις των χρωματικών κλιμάκων και έδωσε δωρικό χαρακτήρα στη μουσική του, που αποπνέει ευγένεια και μελαγχολία».

Αναφορά για το παλαιό και το καινούργιο έργο του συνθέτη κάνει με πολλά στοιχεία ο Ηλίας Καπετανάκης-Βολιώτης. «Ο Τσιτσάνης με το έργο του ανανέωσε τη λαϊκή ελληνική μουσική. Με το ταλέντο του αξιοποίησε ό,τι μπορούσε να πάρει από τον κοινωνικό περίγυρο, αλλά και από την πολιτιστική κληρονομιά των αιώνων. Συνέθεσε μοναδικής πρωτοτυπίας τραγούδια. Ένα μεγάλο μυστήριο είναι το πώς σε εποχές ολόπλευρης κοινωνικής κρίσης αυτή η εκπληκτική μουσική καταφέρνει να εκπέμψει μηνύματα ανθρωπισμού και να μας μιλήσει γι' αυτό που μας λείπει».

«Ρεμπέτης ίσον φιλότιμο και παλικαριά»

Σκοπός της πρώτης έρευνας για τον Βασίλη Τσιτσάνη ήταν η έννοια και οι απόψεις του κοινού για το σύγχρονο λαϊκό τραγούδι και τη συμβολή του Βασίλη Τσιτσάνη στην αναβάθμισή του. Ενώ στη δεύτερη έρευνα σκοπός ήταν η έκφραση των απόψεων από μουσικούς και τραγουδιστές (του ευρύτερου φάσματος) για τη συναισθηματική κατάσταση που δημιουργείται στους ίδιους και στο κοινό από τα τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη.

H πρώτη έγινε το Μάιο-Ιούνιο-Ιούλιο του 1998, σε περιοχές του κέντρου της Αθήνας, όπως Κολωνάκι, Ιλίσια, Βασιλίσσης Σοφίας, (αστική) Παγκράτι, Ζωγράφου, Πατησίων, Αχαρνών (μεσοαστικές) και Αιγάλεω-Περιστέρι (μικροαστικές) και πήραν μέρος 80 άτομα (άνδρες και γυναίκες).

Όλες οι περιγραφές των ερωτηθέντων στην έρευνα ως προς τον όρο «ρεμπέτης» σχετίζονται με το "φιλότιμο", την "ειλικρίνεια", την "παλικαριά", τον "βαρύθυμο χαρακτήρα", μέχρι το "μάγκα", τη "φυλακή", έως και "το ρομαντικό ταβερνάκι στην Πλάκα" και "τους παλιούς μάγκες", "που αψηφούν το νόμο". Το δε ρεμπέτικο τραγούδι παρουσιάζεται από "δόνηση ψυχής και ελεύθερη σκέψη", έως ουδέτερο, "ιδιόμορφο" και "εκκεντρικό".

Τα πρότυπα ταυτότητας που οι ερωτώμενοι ανέφεραν στην έρευνα είναι οι ιδιοφυείς συνθέτες και οι "μυθικές φωνές" παρελθόντων ετών με κυρίαρχους τους λαϊκούς συνθέτες Τσιτσάνη, Βαμβακάρη, Παπαϊωάννου, Μητσάκη, Μπαγιαντέρα, Τούντα. Ο Βασίλης Τσιτσάνης αναφέρεται ως ο επικρατέστερος μουσικοσυνθέτης, τραγουδιστής και πατέρας της λαϊκής μουσικής, καθαρά ο εμπνευστής μιας καινούργιας γενιάς λαϊκών μουσικοσυνθετών και λαϊκής μουσικής.

Συναισθήματα "ενθουσιασμού", "επιθυμία για κέφι", "χορό" και "γλέντι", καθώς και "υπερηφάνεια", "δέος", "ανάμεικτα με νοσταλγία", είναι μερικές από τις απόψεις του κοινού για τα τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη. Τα μηνύματα δε που τα τραγούδια του δίνουν είναι «μηνύματα χαράς, αγάπης για τη ζωή και τον άνθρωπο, κοινωνικά ενός λαού πονεμένου, ελπίδας, ειρήνης, φιλίας και αισιοδοξίας».

Πρωτιά στη «Συννεφιασμένη Κυριακή»

Σύμφωνα με την δεύτερη έρευνα (1999-2000), η φιγούρα του Βασίλη Τσιτσάνη, ως καλλιτέχνη του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού, φάνηκε να είναι τυπωμένη στο νου των ερωτωμένων ως ένα πρότυπο που «μιλάει στις καρδιές όλων».

«Ζητήθηκε από τους ερωτωμένους να απομονώσουν τα τραγούδια του Τσιτσάνη, που εκείνοι προτιμούσαν περισσότερο από άλλα και να απομονώσουν στοιχεία που είχαν γι' αυτούς ιδιαίτερο νόημα», γράφει η ερευνήτρια Αναστασία-Βαλεντίνη Ρήγα. «Την πλειοψηφία των προτιμήσεων συγκέντρωσαν τα τραγούδια "Συννεφιασμένη Κυριακή" (68,83%), "Ξημερώνει και βραδιάζει" (15,58 %), "Αχάριστη", "Αρχόντισσα". Πρόκειται οπωσδήποτε για τραγούδια που έχουν εδραιωθεί στη μνήμη των ερωτωμένων της έρευνας ηλικίας από 14 ετών μέχρι 75 ετών ως αξιόλογα έργα, μέσω της συχνής ακρόασης ή εκτέλεσής τους, που οι παλαιότεροι είχαν την τύχη να ακούσουν να παίζονται και να τραγουδιούνται από τον ίδιο τον συνθέτη».