Αρχική σελίδα → Προσωπικά Ενδιαφέροντα → Μουσική

Ερωτικός με το στανιό!

Πάνος Γεραμάνης, εφ. Τα Νέα,  21/12/2004

AΠANTA BAΣIΛH TΣITΣANH

Τις ανακρίβειες και τις σκιές σχετικά με το έργο και τη ζωή του Bασίλη Tσιτσάνη επιχειρεί να ξεκαθαρίσει η έκδοση των «Aπάντων» του

O Βασίλης Τσιτσάνης με τη μούσα του Μαρίκα Νίνου, σε μια σπάνια φωτογραφία από το 1953 (από τα «Άπαντα»): έδεσαν ιδανικά στο πάλκο και στο στούντιο και αποτέλεσαν το πρώτο ντουέτο­πρότυ-πο στο λαϊκό τραγούδι

Στην καινούργια (και πρώτη) έκδοση με τα «Άπαντα» του Βασίλη Τσιτσάνη υπάρχει ομόθυμη έγκριση, αλλά και συμμετοχή των παιδιών του Βασίλη Τσιτσάνη, Βικτωρίας και Κώστα. Και τα ντοκουμέντα αποδεικνύουν την καθαρότητα του έργου του, προσφορά στην ελληνική λαϊκή μουσική παράδοση. Πέρα από τα 580 τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη, ακόμη κι εκείνα που εκδόθηκαν μετά τον θάνατό του ή παραμένουν μέχρι σήμερα ανέκδοτα, ο τόμος «Βασίλης Τσιτσάνης - Άπαντα», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις του περιοδικού «Λαϊκό Τραγούδι» του Γιώργου Κοντογιάννη (από το οποίο «TA NEA» προσημοσιεύουν αποσπάσματα) εξηγεί και την στροφή του Τσιτσάνη σε ένα «νέο» είδος τραγουδιού στη δεύτερη εποχή (μεταπολεμικά) της δημιουργίας του:

«Από το 1953 και μετά φαίνεται ότι το λαϊκό τραγούδι μπαίνει σε μια νέα περίοδο, καθώς παρατηρούνται αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο γράφει τα τραγούδια του από τότε», γράφει ο Τρικαλινός φιλόλογος Θεόφιλος Αναστασίου που είχε την επιμέλεια των «Απάντων». «H αλλαγή του τρόπου με τον οποίο γράφει ο δημοφιλέστερος και κατά γενική ομολογία σημαντικότερος τότε συνθέτης του λαϊκού τραγουδιού δείχνει, νομίζω, πόσο έντονες είναι οι πιέσεις που δέχεται, τόσο από το κοινό όσο και από τις δισκογραφικές εταιρείες, για τις οποίες πιέσεις δεν μπορεί πια να αδιαφορεί.

Από το 1946 και μετά ο Τσιτσάνης αρχίζει αργά αλλά σταθερά να χρησιμοποιεί στα τραγούδια του το ρεφρέν, μια στροφή που συγκεντρώνει υποτίθεται το κεντρικό μήνυμα του τραγουδιού και η οποία επαναλαμβάνεται αμέσως μετά το τέλος κάθε στροφής. Από το 1953 και μετά όμως η εικόνα των τραγουδιών του αντιστρέφεται, καθώς είναι πια ελάχιστα τα τραγούδια του που δεν έχουν ρεφρέν.

H αλλαγή αυτή μπορεί να φαίνεται αμελητέα σήμερα σ' εμάς, που έχουμε συνηθίσει όχι μόνο ν' ακούμε τέτοιου τύπου τραγούδια, αλλά δεν ξέρω πόσο αμελητέα μπορεί να ήταν για τον ίδιο τον Τσιτσάνη, πόσο μπορεί να του στοίχισε η "προσαρμογή" αυτή.

Εκείνο που νομίζω ότι δεν θα πρέπει να μας διαφύγει είναι ότι τελικά με την επικράτηση του ρεφρέν το λαϊκό τραγούδι προσεγγίζει τον τρόπο με τον οποίο γράφονταν το "ελαφρό" τραγούδι ευρωπαϊκού στυλ. Κι αν αυτό φαίνεται, από την οπτική γωνία της καθαρότητας, υποχώρηση του λαϊκού έναντι του "ελαφρού" (και είναι ώς ένα βαθμό καθώς το λαϊκό τραγούδι πλησιάζει έτσι περισσότερο προς έναν αφηρημένο και γενικό μέσο όρο του ακροατηρίου), το γεγονός ότι το λαϊκό τραγούδι κατόρθωσε να κρατήσει το παλιό ακροατήριό του και να κερδίσει επίσης νέους ακροατές, που ήταν πιθανό να του γυρίσουν την πλάτη και να στραφούν προς τα ευρωπαϊκά και τα λατινοαμερικάνικα, τη μόδα της εποχής, πρέπει να καταλογιστεί στα θετικά της προσπάθειας που έκαναν τότε οι λαϊκοί συνθέτες. Οι οποίοι αντιμετώπιζαν, όπως είναι γνωστό, πολύ έντονες πιέσεις. Τόσο μάλιστα που μερικοί εγκατέλειψαν εντελώς τους λαϊκούς ρυθμούς κι άντλησαν τις εμπνεύσεις τους από ξένες μουσικές πηγές (π.χ. Μανώλης Χιώτης).

Τριάντα τρία χρόνια - αδιάκοπα - είχε μαζί του, στο πιάνο, την (μαέστρο) Ευαγγελία Μαργαρώνη ο Βασίλης Τσιτσάνης

Στιχουργικά, πολύ σημαντικό ποσοστό των τραγουδιών του Τσιτσάνη, περίπου το 30% της αμέσως μεταπολεμικής - εμφυλιοπολεμικής περιόδου 1946-1949 αναφέρονταν σε κοινωνικά και πολιτικά θέματα, ενώ το ποσοστό αυτό ανεβαίνει περίπου στο 38% την τριετία 1950-1952 και επανέρχεται στο 31% από το 1953 μέχρι το 1959. Μικρό είναι επίσης και το ποσοστό των ανατολίτικων ρυθμών που χρησιμοποιεί την "εποχή" αυτή: έξι μόνον τραγούδια σε ρυθμό οριεντάλ ή τσιφτετέλι εξέδωσε από το 1953 μέχρι το 1959.

H εικόνα όμως αλλάζει πολύ μετά το 1959. Το εμφανέστερο από τα στοιχεία του τραγουδιού που αλλάζει είναι οι ρυθμοί, τους οποίους αναγκάζεται ακόμη και ο Τσιτσάνης να χρησιμοποιήσει (το 40% των τραγουδιών του από το 1959 μέχρι το 1969 είναι συνθέσεις σε ρυθμούς οριεντάλ, συρτοτσιφτετέλια ή τσιφτετέλια) καθώς επίσης και τα θέματα των τραγουδιών του, μιας και με το είδος αυτό του ρυθμού είναι αδύνατον να καλυφθούν κοινωνικά θέματα. H αλλαγή των ρυθμών επηρεάζει επίσης και τη μετρική των τραγουδιών του. Τα κλασικά μέτρα της λαϊκής στιχουργίας δεν μπορούν να ανταποκριθούν στους ρυθμούς αυτούς κι έτσι παρουσιάζονται μετρικές ανωμαλίες».

Έγινε ξαφνικά ο Τσιτσάνης τόσο... ερωτύλος και αδιάφορος για ό,τι συνέβαινε γύρω του επί μια ολόκληρη δεκαετία; Ασφαλώς όχι, επισημαίνει ο Θεόφιλος Αναστασίου: «Το γεγονός ότι τα θέματα των τραγουδιών του μονοπωλεί ο έρωτας οφείλεται μάλλον στο γεγονός ότι αισθάνθηκε, πως αν δεν ακολουθούσε τη μόδα που επέβαλλαν οι εταιρείες, ίσως και να εξαφανιζόταν, ως παρωχημένος και ντεμοντέ, από τη δισκογραφική επικαιρότητα - και ο Τσιτσάνης ήταν 45 ετών το 1959. Άλλωστε πολύ γρήγορα η ένταση των κοινωνικών και πολιτικών αγώνων της περιόδου 1961-1967 επιβάλλει μια διαφορετικού τύπου μουσική και ποιητική προσέγγιση και το ενδιαφέρον των δισκογραφικών εταιρειών για τραγούδια κοινωνικού και πολιτικού περιεχομένου μονοπώλησαν οι νέοι "έντεχνοι" συνθέτες (Χατζιδάκις, Θεοδωράκης, Μούτσης, κ.λπ.)».

Εγκατέλειψε το οριεντάλ

«Από το 1970 μέχρι το 1973 ο Βασίλης Τσιτσάνης δημοσίευσε ελάχιστα τραγούδια, αλλά επανέρχεται δριμύτερος μετά τη μεταπολίτευση όχι μόνο συνεχίζοντας τις επανεκδόσεις παλαιότερων επιτυχιών του (τη φορά αυτή συστηματικότερα και με τραγούδια που δεν είχαν ξανακουστεί από την πρώτη τους κυκλοφορία), αλλά και με την έκδοση νέων τραγουδιών του. Μέσα σε δυο χρόνια 1975-1977 εκδίδει δύο δίσκους LP με 24 νέες δημιουργίες, στις οποίες έχει εγκαταλείψει εντελώς τους ρυθμούς οριεντάλ και το 1983 πραγματοποίησε τις τελευταίες του εκδόσεις με όσα τραγούδια έκρινε, σαν καλός μάστορης, ότι δεν έπρεπε να μείνουν στην αφάνεια».

INFO

Ο τόμος «Βασίλης Τσιτσάνης - Άπαντα», σε επιμέλεια Θεόφιλου Αναστασίου κυκλοφορεί αύριο από τις εκδόσεις «Λαϊκό Τραγούδι». Σελ. 516, τιμή: 30 ευρώ.