Αρχική σελίδα → Προσωπικά Ενδιαφέροντα → Μουσική

Μάρκος Βαμβακάρης: Έκανε τραγούδια τις εικόνες της ζωής του

Πάνος Γεραμάνης, εφ. Τα Νέα, 2/12/1999

Η παρουσία του Μάρκου Βαμβακάρη στην ελληνική μουσική σκηνή, από το 1930, σηματοδότησε μία σειρά από γεγονότα και οριοθέτησε μεγάλες εξελίξεις που συνδέθηκαν με την πορεία του ρεμπέτικου, του αυθεντικού λαϊκού τραγουδιού (και σε προέκταση της λαϊκής μουσικής) μέχρι τις ημέρες μας, δηλαδή στην εκπνοή του αιώνα.

Για τους πολλούς ο Μάρκος Βαμβακάρης (1905-1972) υπήρξε ο «Πατριάρχης» του ρεμπέτικου, ο «Γενάρχης» του μπουζουκιού, το «Δέντρο» που βγάζει τους κλώνους της λαϊκής μουσικής. Η ουσία, πάντως, είναι μία: ότι ο ιδιοφυής (και μεγαλοφυής) αυθεντικός λαϊκός καλλιτέχνης (συνθέτης, στιχουργός, τραγουδιστής, οργανοπαίκτης) με τις εμπνεύσεις, το ταλέντο και την προσφορά του, ολοκλήρωσε ένα μεγαλόπνοο έργο, το οποίο αποτελεί ακόμη τη μεγάλη πλατμόρμα, που πάνω σ' αυτήν κινείται και δημιουργεί, 70 χρόνια, ένας κόσμος ολόκληρος, που ασχολείται μ' αυτό που ονομάζουμε και εννοούμε λαϊκό τραγούδι.

Ο Μάρκος Βαμβακάρης γεννήθηκε το πρωί της Τετάρτης 10 Μαΐου του 1905, στον συνοικισμό Σκαλί της Άνω Χώρας στην Ερμούπολη της Σύρου από καθολικούς γονείς, που ήταν φτωχοί αγρότες (Δομένικος και Ελπίδα). Ήταν ο πρωτότοκος από τα έξι αδέλφια (Λεονάρδος, Φραγκίσκος, Αργύρης, Ρόζα, Γκράτσια).

Από πολύ μικρός, ο Μάρκος Βαμβακάρης μπήκε στη σκληρή βιοπάλη. Εγκατέλειψε ­ λόγω φτώχειας ­ το Δημοτικό σχολείο από την τρίτη τάξη και έκανε θελήματα και δουλειές του ποδαριού στη Σύρο. Οι μουσικές του καταβολές και εμπνεύσεις αρχίζουν μέσα από την οικογένειά του και την ιδιαίτερη πατρίδα του. Ο πατέρας του έπαιζε ωραία φυσαρμόνικα, γκάιντα και γρατσουνούσε το μπουζούκι. Ο παππούς του έγραφε στίχους. Επηρεασμένος από αυτό το κλίμα, ο μικρός Μάρκος παρακολουθούσε παράλληλα τις αποκριάτικες αναπαραστάσεις των ζεϊμπέκηδων, που γίνονταν εκείνα τα χρόνια στην Ερμούπολη. Αυτές ήταν και οι πρώτες πηγές των μεγάλων (αργότερα) εμπνεύσεών του.

Ο νεαρός Φραγκοσυριανός καθολικός το 1917 εγκατέλειψε τη Σύρο και βρέθηκε στον Πειραιά. Από εκείνη τη στιγμή αρχίζει η δύσκολη και μεγάλη πορεία του Μάρκου Βαμβακάρη στη ζωή, στον κόσμο του μπουζουκιού και στο τραγούδι. Και όλα αυτά δένουν μεταξύ τους με τρόπο απόλυτο και μοναδικό. Γιατί ­ όπως ο ίδιος έλεγε ­ τις εικόνες της ζωής του τις έκανε τραγούδια. Ό, τι του συνέβαινε, ό,τι έβλεπε γύρω του και ό,τι ένιωθε στον εσωτερικό του κόσμο, τα έγραφε, τα έπαιζε, τα χόρευε και τα τραγουδούσε.

Είναι πολύ χαρακτηριστική η περίπτωση ενός αυτοβιογραφικού τραγουδιού του «Ο Μάρκος πολυτεχνίτης», που συνέθεσε μαζί με τον μαέστρο Σπύρο Περιστέρη το 1937 και το τραγούδησε μαζί με τη Σοφία Καρίβαλη. Στους στίχους του «Πολυτεχνίτη» καταγράφει τις μεγάλες δυσκολίες που συνάντησε στη ζωή του και βγάζει όλο το άσχημο κλίμα της τρομερής ανεργίας, της αναζήτησης δουλειάς από εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες που προσπαθούσαν να επιβιώσουν την εποχή του Μεσοπολέμου.

«Όλες τις τέχνες που 'κανα, ακούστε που τις λέγω

τις γράφω και σαν θυμηθώ, μου 'ρχεται για να κλαίγω».

Εκεί, ο Βαμβακάρης δίνει τις πιο δυνατές εικόνες από τη ζωή του, από τότε που πήγε στον Πειραιά. Εργάσθηκε φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι, εργάτης στους γαιάνθρακες, υπάλληλος σε μπακάλικο, σε μανάβικο, λούστρος, εφημεριδοπώλης, εργάτης σε κλωστήρια, ενώ για πολλά χρόνια δούλεψε γδάρτης στα σφαγεία του Πειραιά και της Αθήνας. Ήταν το τελευταίο από τα επαγγέλματα που έκανε ο Μάρκος, μέχρι ν' ασχοληθεί οριστικά με το μπουζούκι και το τραγούδι. Η τελευταία δουλειά του ήταν αντίθετη με τον χαρακτήρα του και την θεωρούσε «καταναγκαστικό έργο», γιατί ο ίδιος ήταν πολύ ευαίσθητος με τα ζώα. Άλλωστε, μέχρι το τέλος της ζωής του, στην αυλή του σπιτιού του στην Κοκκινιά, είχε άλογο, γαϊδούρι, κότες, γάτες και ωδικά πτηνά.

Ο Μάρκος Βαμβακάρης στην καθολική εκκλησία, στον γάμο του γιου του Στέλιου (με παπιγιόν). Δίπλα, ο μεγάλος γιος του Μάρκου, Βασίλης με την σύζυγό του και η Ευαγγελία Βαμβακάρη - Με τη σύζυγό του Ευαγγελία Βαμβακάρη, σε μια οικογενειακή γιορτή στο σπίτι τους στην Κοκκινιά

Από το 1925, λίγο πριν από την απόλυσή του από τον Στρατό, κάτι σημαντικό φαίνεται ν' αλλάζει στη ζωή του Μάρκου. Ένας μπουζουκτσής Μικρασιάτης, ο Νίκος Αϊβαλιώτης, ήταν ο άνθρωπος που μύησε τον Βαμβακάρη στα μυστικά και στον κόσμο του μπουζουκιού. Από μαρτυρίες λιμενεργατών ­ που έχει καταγράψει ο ιστορικός Παναγιώτης Κουνάδης ­ ο μουσικός πλέον Μάρκος τριγυρνά στις ταβέρνες, τα ουζερί και τους τεκέδες του Πειραιά και παίζει με το μπουζούκι του σμυρναίικα τραγούδια αλλά και τις πρώτες δικές του δημιουργίες, που δεν είχαν στο μεταξύ κυκλοφορήσει σε δίσκους.

Η αρχή της δεκαετίας του 1930 οριοθετεί πλέον τις μεγάλες καινοτομίες και αλλαγές για το ελληνικό λαϊκό τραγούδι, με πρωταγωνιστή πλέον τον Μάρκο Βαμβακάρη. Τότε πρωτολειτουργεί το εργοστάσιο παραγωγής δίσκων της εταιρείας Columbia στη Ριζούπολη της Ν. Ιωνίας. Ο Μάρκος Βαμβακάρης δεν είναι απλώς έτοιμος να ηχογραφήσει τα πρώτα του τραγούδια, αλλά να τα παίξει με το μπουζούκι του, κάτι που εθεωρείτο αδιανόητο μέχρι τότε για τους υπεύθυνους μαέστρους που είχαν τον πρώτο λόγο στις γραμμοφωνήσεις των δίσκων, που γίνονταν στο εξωτερικό. Το 1932, ο Γιώργος Μπάτης με δύο τραγούδια του, «Σου 'χει λάχει» και «Μπάτης ο Δερβίσης», εγκαινιάζει τις φωνογραφήσεις στη Ριζούπολη και σχεδόν ταυτόχρονα ο Μάρκος Βαμβακάρης παίζει με το μπουζούκι του και τραγουδά «Ταξίμ Σερί» και «Εφουμάραμε ένα βράδυ». Ακολούθησαν και άλλα τραγούδια με ορχήστρα που χρησιμοποιούσε μπουζούκι. Έτσι, κάποιες άλλες συνθέσεις του Βαμβακάρη δεν κυκλοφόρησαν, γιατί οι τότε υπεύθυνοι παραγωγοί δίσκων είχαν φοβηθεί, επειδή το μπουζούκι ήταν κοινωνικά υποβαθμισμένο και εθεωρείτο το όργανο του τεκέ και των καταγωγίων, γιατί εκεί μέσα τραγουδούσαν τραγούδια με περιεχόμενο γύρω από τα ναρκωτικά. Η παρουσία του Μάρκου στη δισκογραφία δεν συνδέεται μόνο με τη χρησιμοποίηση του μπουζουκιού ως βασικού οργάνου της λαϊκής ορχήστρας. Αυτό ήταν πλέον η ντε φάκτο αναγνώριση ενός παρεξηγημένου, αλλά ωστόσο μαγικού οργάνου. Ο Βαμβακάρης, από το 1930 έως το 1940, ήταν ο άνθρωπος, ο συνθέτης και στιχουργός που διεύρυνε τη θεματολογία του ρεμπέτικου. Προσάρμοσε, δηλαδή, τα τραγούδια τα δικά του, αλλά και των άλλων δημιουργών του Πειραιά (που είχαν παραλάβει τη σκυτάλη από τους Μικρασιάτες μουσικούς και μαέστρους), στην ψυχολογία της μεγάλης μάζας του λαού, μια ψυχολογία που διαμορφωνόταν από μια σειρά κοινωνικών γεγονότων. Η φτώχεια, η κοινωνική αδικία, η μετανάστευση και άλλα κοινωνικά προβλήματα πέρασαν μαζί με άλλη θεματολογία μέσα από τα ρεμπέτικα τραγούδια, που μετά το 1933 κυκλοφορούν πλέον σε δίσκους και χωρίς προβλήματα.

Ο Βαμβακάρης, μεταξύ 1933 και 1934, συνεργάζεται με τις εταιρείες ODEON - PARLOPHONE, όπου επικεφαλής είναι ο Μίνως Μάτσας, ο οποίος παράλληλα γράφει στίχους για ελαφρά τραγούδια, αλλά δείχνει και μια συμπάθεια στο ρεπερτόριο του Μάρκου, που φωνογραφεί τον «Χαρμάνη» και το οργανικό «Αράπ Ζεϊμπέκικο» και περίπου άλλα 30 τραγούδια. Παρ' όλα αυτά, όμως, το μπουζούκι και τα ρεμπέτικα θεωρούνται από τους εκπροσώπους της άρχουσας τάξης υποβαθμισμένα και οι άνθρωποι που τα γράφουν και τα τραγουδούν αντιμετωπίζονται ως εκπρόσωποι των τεκέδων και των καταγωγίων. Ακριβώς την ίδια εποχή ­ όπως είναι γνωστό ­ συμπίπτει και η συγκρότηση και εμφάνιση της πρώτης ρεμπέτικης κομπανίας του Σαραντόπουλου, στην Ανάσταση του Πειραιά. Συμμετέχουν ο Γιώργος Μπάτης, ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Στράτος Παγιουμτζής και ο Ανέστης Δελιάς. Αυτοί λειτούργησαν με τον τίτλο «Τετράς, η ξακουστή του Πειραιώς». Η δημιουργία αυτής της κομπανίας υπήρξε, κατά τον Βαμβακάρη, η πιο σημαντική δουλειά στα πρώτα χρόνια της μεγάλης πορείας του στο λαϊκό τραγούδι.

Στο κέντρο «Φαληρικόν» (Τζιτζιφιές) το 1967 με τον αχώριστο φίλο και συνάδελφό του Στράτο Παγιουμτζή και τον γιο του Στέλιο

Η πιο παραγωγική, ίσως, περίοδος του Βαμβακάρη ήταν η πενταετία 1935-1940. Έγραψε πολλά τραγούδια και ανάμεσα σ' αυτά είναι και η περίφημη «Φραγκοσυριανή», που έχει κυκλοφορήσει μέχρι σήμερα σε εκατοντάδες επανεκτελέσεις. Ο Μάρκος πλέον έχει κατορθώσει να περάσει ένα δικό του μουσικό κλίμα, που επιβάλλει το ρεμπέτικο ως λαϊκό είδος τραγουδιού στην Ελλάδα.

Το ρεπερτόριο του Μάρκου περιλαμβάνει περί τα 350-400 τραγούδια, που έγραψε όλες τις περιόδους της πορείας του στο ρεμπέτικο. Μέσα από αυτά τα τραγούδια μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ο μεγαλοφυής αλλά και αυθεντικός λαϊκός δημιουργός. Οι μελωδίες του είναι πολύ σπουδαίες, οι στίχοι λιτοί, αλλά γεμάτοι εικόνες. Οι ρυθμοί θαυμάσιοι. Η ερμηνεία αμίμητη. Όμως μέσα σ' αυτή την καλπάζουσα δημιουργία του καλλιτέχνη βγαίνει και μία σύγκρουση συναισθημάτων, η οποία σε τελευταία ανάλυση διαμορφώνει το τελικό ύφος των τραγουδιών. Αν πάρουμε ως παράδειγμα δύο από τα πιο γνωστά τραγούδια του Μάρκου, θα διαπιστώσουμε αντιθέσεις στα πάντα. Οι μουσικοί δρόμοι πάνω στους οποίους έγραφε, ήταν το νιαβέντι και ο πειραιώτικος. Ο πρώτος είναι ο πιο ευαίσθητος. Ο δεύτερος, μάγκικος, σκληρός. Σε νιαβέντι έγραφε την πιο μεγάλη λαϊκή καντάδα, ένα τραγούδι γεμάτο ρομαντισμό και ευαισθησία:

«Χαράματα η ώρα τρεις θα 'ρθώ να σε

ξυπνήσω, κρυφά από τη μάνα σου να σε

χαρώ, να βγεις να σου μιλήσω».

Και η αντίθεση με δρόμο πειραιώτικο:

«Θέλω μαστούρης να γινώ και να 'ρθω στο τσαρδί σου,

γιατί εσένα αγάπησα κι όχι την αδελφή σου».

Αυτή η τρομερή αντιφατικότητα που υπάρχει στα τραγούδια του Βαμβακάρη, δικαιολογεί ακόμη περισσότερο το γεγονός ότι είναι αυθεντικός. Όλα τα τραγούδια του είναι ρυθμικά και βυζαντινά και, όπως λέει χαρακτηριστικά ο γιος του Στέλιος, «τα τραγούδια του τα έγραφε πάνω στα πόδια του». Δηλαδή, του ερχόταν η έμπνευση του στίχου και της μουσικής και όπως όλα αυτά έβγαιναν από μέσα του, πάνω στο μεράκι του, έκανε κινήσεις, χόρευε και τραγουδούσε. Αυτός ήταν ο τρόπος που έφτιαχνε τα τραγούδια του ο Βαμβακάρης.

Ο Στέλιος Βαμβακάρης λέει ακόμη ότι ο πατέρας του ήταν ένας τέλειος και αυθεντικός λαϊκός χορευτής. Κι όταν έπαιζε και τραγουδούσε σε κάποια κέντρα του Πειραιά, οι καταστηματάρχες τον πλήρωναν, μόνο και μόνο για να τον βλέπουν να χορεύει, επειδή τους εντυπωσίαζε. Οι κινήσεις του όλες ήταν τόσο υπολογισμένες και σωστές, που νόμιζες ότι είχε σπουδάσει χρόνια σε χοροδιδασκαλείο.

Δεν πρέπει, όμως, να περνά απαρατήρητη και η παρουσία του Μάρκου ως μοναδικού ερμηνευτή ρεμπέτικων και λαϊκών τραγουδιών. Η φωνή του ήταν ­ κατά τους παλιούς συναδέλφους του ­ σαν... μπουζούκι. Δηλαδή, έδενε με τον ήχο του μπουζουκιού. Ήταν βραχνή, αλλά διέθετε μία απαράμιλλη τεχνική. Εκτός από τα δικά του, τραγούδησε και έκανε επιτυχίες τα πρώτα τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη («Να γιατί γυρνώ μες την Αθήνα», «Δροσούλα»), του Απόστολου Χατζηχρήστου, του Σπύρου Περιστέρη, του Τόλη Χαρμά και άλλων δημιουργών της εποχής του. Ο Τσιτσάνης τον αγαπούσε ιδαίτερα και ένιωθε για τον Μάρκο πολύ μεγάλο θαυμασμό.

Ένα στοιχείο που πρέπει να τονισθεί ιδιαίτερα είναι ότι ο Βαμβακάρης έγραψε τραγούδια (και τα τραγούδησε) για τον πόλεμο του 1940 («Αν φύγουμε στον πόλεμο» και «Στης Αλβανίας τα βουνά»), αλλά και για την Κατοχή. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση με το θρυλικό «Χαϊδάρι», που το έγραψε το 1944. Τραγουδήθηκε εκείνα τα χρόνια, αλλά δεν το εμφάνισε μετά τον πόλεμο. Ο Γιώργος Νταλάρας ερμήνευσε το τραγούδι αυτό στα «Ρεμπέτικα της Κατοχής» σε μουσική Στέλιου Βαμβακάρη.

Δεξιά του ο Δομένικος, αριστερά του ο Στέλιος στ' αχνάρια του. Παίζουν μπουζούκι

Τα πρώτα είκοσι χρόνια που έγραψε ρεμπέτικα τραγούδια ο Μάρκος και γενικά διακρίθηκε ως δημιουργός, ήταν δύσκολα αλλά ευτυχισμένα. Η φτώχεια ξεπερνιόταν από τη δημιουργία. Η επιτυχία που γνώριζαν τα δεκάδες τραγούδια του τότε από τους δίσκους γραμμοφώνου και το πάλκο, ήταν μεγάλη. Και κάπου αυτή η αναγνώριση είχε ορισμένες μουσικές απολαβές. Τόσες, ώστε να συντηρείται η οικογένειά του στο φτωχόσπιτο της Κοκκινιάς. Η σύντροφος της ζωής του Ευαγγελία και τα τρία παιδιά τους, Βασίλης, Στέλιος και Δομένικος. Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1940 με αρχές του '50 αρχίζει μία νέα μετεξέλιξη στο λαϊκό τραγούδι, προσαρμοσμένη κι αυτή στα βαριά και άσχημα γεγονότα της μετακατοχικής - μετεμφυλιακής περιόδου. Από το κλασικό ρεμπέτικο στο βαρύ λαϊκό και με θέματα κυρίως κοινωνικά. Κάπου το ύφος της μουσικής του Βαμβακάρη και των συνθετών της γενιάς του δεν έχει τόσο πέραση. Και για μία δεκαετία αρχίζουν τα πιο πικρά χρόνια της ζωής του. Πέρασε ημέρες και νύχτες πολύ άσχημες, το μεροκάματο δεν έβγαινε, οι συνάδελφοί του δεν τον υπολόγιζαν κι εκείνος μαράζωνε, αφού αντιμετώπιζε ξανά, στα 50 του χρόνια αυτήν τη φορά, πρόβλημα επιβίωσης. Δεν είναι μόνο η περιφρόνηση των συναδέλφων του αλλά και του κοινού. Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1950 ο Μάρκος Βαμβακάρης, μακριά από τη δημοσιότητα, πήγε να παίξει σ' ένα ταβερνάκι. Εκεί συντροφιά νεαρών άκουγε τραγούδια από το τζουκ μποξ. Όταν σταμάτησε, ο Μάρκος επιχείρησε να παίξει με το μπουζούκι. Κάποιος από την παρέα τού είπε: «Άσε μας ρε γέρο τώρα, με το μπουζούκι σου». Ο Μάρκος ένιωσε τόσο άσχημα εκείνη τη στιγμή, που την άλλη ημέρα, με αφορμή αυτό το γεγονός, έγραψε ένα ακόμη αυτοβιογραφικό τραγούδι, που ερμήνευσε αργότερα ο Μπιθικώτσης: «Τι πάθος ατελείωτο, που είναι το δικό μου, όλοι να θέλουν τη ζωή κι εγώ τον θάνατό μου».

Τα δύσκολα χρόνια της μεγάλης φτώχειας του Μάρκου τα έζησε κοντά του ο γιος του Στέλιος (σήμερα συνθέτης και μπουζουκτσής), ο οποίος τον συνόδευε κι έβγαζε το πιατάκι για να μαζεύει τα κέρματα, όταν ο πατέρας του έπαιζε στα ταβερνάκια του Πειραιά. Στου «Παγιώτη» στου Ρέντη, στου «Ξύδη» στην Κοκκινιά και αλλού. «Γυρνούσαμε με τον γέρο ­ λέει ­ μαζεύαμε κάποια λεφτά και κάναμε Χριστούγεννα». Στα μεγάλα μαγαζιά τότε δεν τον ήθελαν τον Μάρκο. Αλλά κι όταν κάποιες φορές τον καλούσαν για το πάλκο, τον έβαζαν στην τρίτη σειρά, στο τέλος. «Το 1956 ­ θυμάται ο Στέλιος Βαμβακάρης ­ στου Γιγουρτάκη στη Θηβών, ήταν φίρμες ο Κολουκάκης, ο Γιουλάκης, η Νανά, η Χάιδω, ο θείος μου ο Αργύρης. Όλοι έπαιρναν μεροκάματο από 150-300 δρχ. Του πατέρα μου του έδιναν 50 δρχ.!».

Η περιπέτεια με τα πικρά χρόνια του Μάρκου Βαμβακάρη τελείωσε αναπάντεχα το 1959, όταν ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης μ' ένα ποδήλατο πήγε στο σπίτι του, στην Κοκκινιά, απεσταλμένος του Τσιτσάνη που ήταν εκείνη την περίοδο καλλιτεχνικός διευθυντής στην εταιρεία Κολούμπια. «Μάρκο, αδελφέ», του είπε ο Γρηγόρης, «θα γυρίσουμε σε δίσκους τα παλιά σου τραγούδια κι ό,τι καινούργιο μας φτιάξεις». Από τότε αρχίζει μια καινούργια περίοδος δημιουργίας για τον Μάρκο, που κρατάει δώδεκα χρόνια. Δηλαδή μέχρι τον θάνατό του (8 Φεβρουαρίου 1972). Παλιά και νέα τραγούδια του Μάρκου τραγούδησαν τότε: Μπιθικώτσης, Γκρέυ, Λύδια, Πάνου, Γκρέκα, Διονυσίου, Καμπάνης, Ρεπάνης, Ζαμπέτας, Νέγκρι, Μοσχολιού και νεώτεροι ερμηνευτές: «Φραγκοσυριανή», «Αλεξανδριανή», «Μαύρα μάτια», «Διαζύγιο», «Πρωθυπουργός», «Αντιλαλούν οι φυλακές», «Κάβουρας», «Κορδελιώτισσα κ.ά.

Από αυτές τις εκτελέσεις γνώρισε ο πολύς κόσμος το έργο του Βαμβακάρη και αγάπησε περισσότερο το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι. Ύστερα απ' αυτή την 12ετία, ο Μάρκος έγραψε το «Μπουζούκι στο Παρίσι». Μετά τη νέα αναγνώριση, την καταξίωση, άρχισαν οι δόξες και οι τιμές για τον Μάρκο. Τιμητική συναυλία το 1966 στο θέατρο «Κεντρικόν». Βραδιά στο «Χίλτον» όπου έπαιξε και τραγούδησε με τον παλιό του φίλο Στέλιο Κυρομύτη και τους γιους του Στέλιο και Δομένικο, εμφανίσεις σε άλλα μαγαζιά με Λαύκα, Στράτο και Παπαϊωάννου.

Μέσα από το έργο του Μάρκου και της γενιάς του, οι μεγάλοι δημιουργοί Χατζιδάκις, Θεοδωράκης, Ξαρχάκος, Λεοντής, Λοΐζος, Μούτσης, Μαρκόπουλος και άλλοι νεώτεροι στήριξαν το δικό τους έργο, προσάρμοσαν τις δικές τους φόρμες. Και όχι μόνον αυτοί, αλλά και προγενέστεροι δημιουργοί που έγραψαν λαϊκά τραγούδια. «Ο Βαμβακάρης και η γενιά του έστρωσαν το τραπέζι, για ν' απολαμβάνουν σήμερα δεκάδες ή χιλιάδες μουσικοί», έλεγε ο Γιώργος Ζαμπέτας και τόνιζε, όπου βρισκόταν: «Ο Μάρκος έκανε το μπουζούκι "επάγγελμα" και ζούμε απ' αυτό».

Δικαιολογημένα, λοιπόν, έχει χαρακτηρισθεί ο Μάρκος «Γενάρχης» του μπουζουκιού και «Πατριάρχης» του ρεμπέτικου. Και ευτυχώς για τον ίδιο, που είδε το έργο του να καταξιώνεται.