Αρχική σελίδα → Προσωπικά Ενδιαφέροντα → Μουσική

Η άλλη Βέμπο

Γιώργος Τσάμπρας, εφ. Ελευθεροτυπία, 18/6/2006

Οι λιγότερο ενημερωμένοι ίσως να αναρωτηθούν τι έπιασε την Χάρις Αλεξίου και τη Δήμητρα Γαλάνη, μες στο κατακαλόκαιρο, να τραγουδήσουν στο Ηρώδειο εμβατήρια. Για τους νεότερους η Σοφία Βέμπο είναι η «Τραγουδίστρια της Νίκης» του '40. Οι περισσότεροι την κατατάσσουν ούτως ή άλλως στο «ελαφρό» τραγούδι...

Δύο λοιπόν οι «παρεξηγήσεις» που οφείλει κανείς να λύσει, πριν πει οτιδήποτε παραπάνω γι' αυτή την ερμηνεύτρια, της οποίας τα τραγούδια θα μας θυμίσουν οι δύο διαλεχτές ομότεχνές της το Σαββατοκύριακο στο ρωμαϊκό θέατρο σε μια μουσική παράσταση που επιμελείται η Λίνα Νικολακοπούλου.

Κι αυτές δεν είναι οι πρώτες παρεξηγήσεις που καταγράφονται στην ιστορία της...

Ο μύθος λέει πως, το χειμώνα του 1933, όταν η νεαρά Εφη Μπέμπο -όπως ονομαζόταν τότε- προσελήφθη από τον θεατρικό επιχειρηματία Φώτη Σαμαρτζή για να συμμετάσχει στην επιθεώρηση «Παπαγάλος 1933», ο συνεταίρος του και παλιός ηθοποιός Εδμόνδος Φυρστ, είπε απελπισμένος: «Πού το βρήκες αυτό το φρούτο; Αυτή με την αγριοφωνάρα της θα τρομάξει τον κόσμο». Την ίδια αντίδραση είχε και ο μαέστρος της «Κολούμπια» Γιώργος Βιτάλης: «Αυτό το τραγούδι -λένε ότι είπε- είναι γραμμένο για γυναίκα. Κι εσείς μου φέρατε να το τραγουδήσει άντρας». Θα χρειαστεί να ηχογραφήσει στην αντίπαλη εταιρεία η Βέμπο το πρώτο της τραγούδι, για να πείσει η επιτυχία του την «Κολούμπια» ότι η νεαρή τραγουδίστρια «έχει ενδιαφέρον» και ν' αρχίσει μαζί της μια συνεργασία που θα κρατήσει ώς το τέλος της καριέρας της... Ο Βιτάλης δε, θα είναι ο μαέστρος που θα διευθύνει τις ηχογραφήσεις της στην Αμερική, όταν το 1947 θα φτάσει εκεί πια ως δοξασμένη Σοφία Βέμπο.

Βέβαια, αν κρίνουμε με τα δεδομένα της εποχής, δεν είχαν άδικο οι επικριτές της...Τι σχέση είχε η φωνή της Βέμπο με τις μελίρρυτες σοπράνο που μεσουρανούσαν τότε; Ισως όμως, ακριβώς γι' αυτό, να γνώρισε άμεσα την επιτυχία στον κόσμο. Οσο κι αν «καταπιέστηκε» εκφραστικά σε κάποιες ρομάντζες, πολύ γρήγορα επέλεξε να τραγουδήσει δημοτικοφανή που αποδείκνυαν τη διαφορά της... Ηρθε μετά ο πόλεμος και τα «αρχοντορεμπέτικα» και, με όλη τη μουσική «πόλωση» της εποχής, η Βέμπο βρήκε πεδίο να δείξει τη δυναμική της, που την έκανε από την αρχή εξαιρετικά αγαπητή στους λαϊκούς ανθρώπους και πρότυπο για τους λαϊκούς τραγουδιστές. Η Σωτηρία Μπέλλου δεν παρέλειπε να λέει πόσο επηρεάστηκε στην απόφασή της να γίνει τραγουδίστρια, από την Βέμπο, την εμφάνιση και τα τραγούδια που έλεγε στην «Προσφυγοπούλα».

Αλλά και ο Τσιτσάνης γι' αυτήν προόριζε την «Σεράχ» και το «Ακρογιαλιές δειλινά». Ο Μητσάκης έγραψε για κείνη το «Είσαι γυναίκα πονηρά που αγαπάς» και το «Απόψε είναι βαριά». Στη Βίκυ Μοσχολιού, στην Μαρινέλλα, στην Αλεξίου, στη Γαλάνη και σε πολλές ακόμα τραγουδίστριες των επόμενων γενεών, εύκολα βρίσκει κανείς στοιχεία του «τρόπου» με τον οποίο η Βέμπο προσέγγιζε τα τραγούδια της. Δεν είναι τυχαίο που πολλές φορές οι δύο πρώτες έχουν ηχογραφήσει τραγούδια που εκείνη είχε πρωτοπεί.

Κι ας μην υπήρξε τόσο ανοιχτή στις επιλογές της. Πολλοί κοντινοί της άνθρωποι επιμένουν ότι ήθελε να πει τα τραγούδια λαϊκών συνθετών, αλλά δεν της το επέτρεψε η άποψη που είχε για το είδος η δισκογραφική ηγεσία της εποχής. Μόνο στην Αμερική, μακριά από τις πιέσεις του δισκογραφικού -και πιθανόν, κοινωνικού- κατεστημένου της εποχής, διάλεξε να ηχογραφήσει το «Ναύτη» του Μητσάκη...

Είχε προηγηθεί η περίοδος της «πολεμικής» αλλά και της «πολιτικής» πόλωσης, που οδήγησαν στην άλλη μεγάλη «παρεξήγηση» που αφορά την πορεία της Βέμπο. Όπως και να το κάνουμε, άλλη βαρύτητα έχει να τραγουδά η Ελλάδα «Κάτι με τραβάει κοντά σου» κι άλλο να βιώνει τον ενθουσιασμό με τα «Παιδιά της Ελλάδος, παιδιά». Οταν βρεθεί κάποιος στο πεδίο μιας σύγκρουσης -έστω εμφύλιας-, το πιο πιθανό είναι να «πάρει θέση». Και η Βέμπο βρέθηκε να τρέχει στο Γράμμο και στο Βίτσι, εμψυχώνοντας το στρατό που προσπαθούσε να απωθήσει τους «κομμουνιστές». Από εκεί μέχρι να σημαδευτεί η καλλιτεχνική της οντότητα από τα «πολεμικά» τραγούδια και την «εθνικόφρονα» στάση της, υπάρχει μεγάλη απόσταση.

Επιστρέφοντας άλλωστε από το μέτωπο τότε η Βέμπο, με μια συναυλία της στο «Αθήναιον», έκανε τον Μανώλη Καλομοίρη να γράψει: «Ηταν γραφτό να συμφιλιωθώ με την ιδέα της ελαφράς μουσικής, όταν ένιωσα τον παλμό της αληθινής τέχνης να μιλάει στην ψυχή μου από μια πραγματική της μούσα... Η Βέμπο πάλλεται όλη, δονείται από μια εσωτερική καλλιτεχνική φωτιά, από ένα αληθινό δαιμόνιο, που ξεχωρίζει μόνο τούς βαθιά μεγάλους μύστες της τέχνης, σ' όποιο κλάδο κι αν ανήκουνε, αδιάφορο αν πρόκειται για σοβαρό ή ελαφρό».

Αυτό προτού η Βέμπο εγκατασταθεί στο θέατρό της, στο θέατρο που φέρει ακόμα το όνομά της στην οδό Καρόλου, και σημαδέψει την μεταπολεμική επιθεώρηση με θρυλικές παραστάσεις όπως οι «Βίρα τις άγκυρες» (1950), «Εχετε γεια βρυσούλες» (1951) και τα «αρχοντορεμπέτικα» της εποχής. Προτού κερδίσει τις εντυπώσεις τραγουδώντας «Ο μήνας έχει δεκατρείς» και «Το φεγγάρι είναι κόκκινο» στη «Στέλλα» του Κακογιάννη - όπου, παρεμπιπτόντως, είχε δεχτεί να συμμετάσχει με τον όρο ότι θα ήταν η μοναδική τραγουδίστρια. Αλλά κι όταν έμαθε από τον Τσιτσάνη ότι το πιο χαρακτηριστικό κομμάτι της ταινίας, το «Αγάπη που 'γινες δίκοπο μαχαίρι», θα το 'λεγε η πρωταγωνίστρια, φάνηκε εξαιρετικά διαλλακτική για το μέγεθός της τότε.

Έγινε παρεξήγηση...

Όσο κι αν αυτή και ο Γούναρης είναι οι μόνοι από τους εκπροσώπους του «ελαφρού» τραγουδιού που συντάσσονται με τα νέα «λαϊκά» δεδομένα... από τις αρχές της δεκαετίας του '60 θα ρθουν τα δύσκολα. Στις επιθεωρήσεις στις οποίες συμμετέχει τότε (η πιο χαρακτηριστική είναι αυτή που ανεβαίνει τον Μάρτιο του '67, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Μίνι μίνι και μποτάκια/ και το Μάη Αραπάκια» με αιχμή για τις εκλογές που αναμένονταν τότε αλλά καθυστέρησαν εφτά χρόνια), στηρίζεται κατ' εξοχήν σε μουσικές αναδρομές. Στο θέατρο «Βέμπο» θα εμφανιστεί τελευταία φορά το χειμώνα 1970-71, αλλά θα ολοκληρώσει τις καθημερινές εμφανίσεις της -που κατόπιν θα συνεχιστούν σε θερινό θέατρο του Πειραιά- αγκομαχώντας... Πειραγμένα νεύρα... Το καλοκαίρι του '72 θα εμφανιστεί τελευταία φορά σε επιθεώρηση με τον τίτλο «Κάτι ψιθυρίζεται...», σε θέατρο της Θεσσαλονίκης. Κι αν κάποιοι της καταλόγισαν ότι βρέθηκε να τραγουδά στις γιορτές της χούντας στο Παναθηναϊκό Στάδιο (λες κι ήταν η μόνη), έκανε το ίδιο με την μεταπολίτευση (πάλι δεν ήταν η μόνη), αφού ενδιάμεσα έζησε την περιπέτεια της προστασίας που προσέφερε σε φοιτητές στο σπίτι της, το βράδυ του Πολυτεχνείου...

«Έφυγε» για πάντα στις 11 Μαρτίου 1978, και τάφηκε στο μοναδικό ακίνητο που αγόρασε στη ζωή της -όπως έλεγε χαρακτηριστικά- στο Α' Νεκροταφείο... Σε επιστολή του στις εφημερίδες εκείνες τις μέρες, ο Βασίλης Τσιτσάνης ήταν απόλυτος: «Θυμάμαι πότε την πρωτάκουσα, παιδάκι, στο σχολείο στα Τρίκαλα. Τραγουδούσε την "Τσιγγάνα", το πρώτο της τραγούδι, κι η ερμηνεία της με συγκλόνισε. Η μεταδοτικότητα που είχε στην ερμηνεία του τραγουδιού ήταν κάτι ασύλληπτο και το βάθος κάτι άπιαστο. Καμιά δεν μπορούσε να δώσει αυτό που έδινε η Σοφία Βέμπο. Καμιά. Ποτέ...».

Δύο γενιές μετά τον Τσιτσάνη, η Λίνα Νικολακοπούλου θα πλειοδοτήσει: «Η Βέμπο, διαχρονικά, για μένα, επειδή δεν ντρεπόταν να εκφράσει τα συναισθήματά της, δηλαδή να γίνεται από πολύ προσωπική μέχρι πανελλαδική, είναι μοναδική. Η παρουσία αυτή, σ' αυτά τα χρόνια που εγώ γράφω στίχο, μου λείπει. Πολλοί νέοι τραγουδιστές θα ήθελα να έμπαιναν στον κόπο να δουν πώς τραγουδάει... Είναι πιο μπροστά και από το μέλλον τους».