Αρχική σελίδα → Προσωπικά Ενδιαφέροντα → Μουσική

Φέρτε πίσω... τα τραγούδια μου

Άννα Βλαβιανού, εφ. Το Βήμα 5/4/1998

Η διαμάχη Καζαντζίδη - Νικολόπουλου δεν είναι η πρώτη ­ούτε φυσικά και η τελευταία­ στον κόσμο του ελληνικού τραγουδιού. Χρόνια νωρίτερα τέτοιοι καβγάδες είχαν για πρωταγωνιστές τους ονόματα όπως ο Βαμβακάρης και ο Τσιτσάνης

Η διαμάχη ανάμεσα στον Στέλιο Καζαντζίδη και στον Χρήστο Νικολόπουλο για την πατρότητα του «Υπάρχω» και 33 ακόμη λαϊκών τραγουδιών, που ήρθε πρόσφατα στο φως της δημοσιότητας και ως εκ τούτου στα «παράθυρα» της τηλεόρασης, θέτει μεταξύ άλλων και το ερώτημα: Τι στ' αλήθεια συμβαίνει με το ζήτημα της πατρότητας των τραγουδιών; Αν ένα τραγούδι έχει παραπάνω από έναν δημιουργούς, γιατί αυτό δεν είναι εξαρχής ξεκαθαρισμένο; Και αν ακόμη δεν είναι, για ποιο λόγο οι διεκδικητές της πατρότητας αφήνουν να περνούν δεκαετίες προτού αποφασίσουν να υπερασπίσουν τα δικαιώματά τους;

Οπως γνωρίζουν πολλοί εντός και εκτός του περιβάλλοντος της παραγωγής και της εκμετάλλευσης του τραγουδιού, δηλαδή οι καλλιτέχνες και οι περί αυτών, οι άνθρωποι των εταιρειών παραγωγής και οι διαχειριστές των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, στο παρελθόν περισσότερο και στο παρόν λιγότερο, η πατρότητα των τραγουδιών δεν ταυτίζεται πάντοτε με την ιδιοκτησία τους.

Για να αρχίσουμε από τα εύκολα, θα χρησιμοποιήσουμε ένα παράδειγμα από τα δημοτικά τραγούδια. Οταν για πρώτη φορά (1924) άρχισαν να ηχογραφούνται δίσκοι στην Ελλάδα, δεν υπήρχε ακόμη ανεπτυγμένος μηχανισμός παρακολούθησης και διανομής πνευματικών δικαιωμάτων. Τα δημοτικά ήταν δημοτικά, τραγούδια δηλαδή ανώνυμων δημιουργών. Οι δίσκοι της πρώτης περιόδου 1924-1930 έχουν στην ετικέτα τους τον τίτλο και σπανίως τον τραγουδιστή. Οταν αργότερα, τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του '30, οι δημιουργοί άρχισαν να εισπράττουν πνευματικά δικαιώματα, όλα τα τραγούδια ­ και τα δημοτικά ­ απέκτησαν ιδιοκτήτες και άλλους δικαιούχους: συνθέτες, στιχουργούς, παραγωγούς, εμπόρους. Ετσι μπορεί να βρει κανείς σήμερα, π.χ., το τσάμικο «Ηλιος» με πάνω από πέντε συνθέτες στην παλαιά δισκογραφία. Ωστόσο τη μελωδία του «Ηλιου» την εμπνεύστηκε κάποιος ή κάποιοι οι οποίοι είναι και οι πραγματικοί δημιουργοί του, άσχετο αν αυτοί είναι άγνωστοι. Εδώ, λοιπόν, φαίνεται καθαρά το γεγονός ότι άλλο πατρότης και άλλο ιδιοκτησία.

Οταν ο δημιουργός δεν είναι άγνωστος

Εκεί όμως που τα πράγματα περιπλέκονται κάπως είναι στις περιπτώσεις όπου το πρόσωπο του πραγματικού δημιουργού, ενώ δεν είναι άγνωστο, δεν ταυτίζεται με το πρόσωπο του ιδιοκτήτη, ο οποίος λαμβάνει και τη δόξα και το χρήμα από τη σταδιοδρομία του δημιουργήματος.

Στα προπολεμικά χρόνια, αλλά και για αρκετό διάστημα μετά τον πόλεμο, οι δισκογραφικές εταιρείες συνήθιζαν εκτός του γενικού διευθυντή (που συνήθως ήταν ο ιδιοκτήτης - αντιπρόσωπος) να βάζουν και κάποιον μουσικό που γνώριζε πρόσωπα και πράγματα για να κάνει κουμάντο στα ζητήματα που αφορούσαν τα λαϊκά και δημοτικά τραγούδια, τα οποία και αποτελούσαν το 90% της παραγωγής. Τέτοιοι διευθυντές κουμανταδόροι ήταν ο Παναγιώτης Τούντας, ο Δημήτρης Σέμσης, ο Σπύρος Περιστέρης, ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Κώστας Σκαρβέλης κ.ά.

Όποιος κάνει τον κόπο να μετρήσει πόσα τραγούδια υπάρχουν στο όνομα συνθετών που κατά καιρούς διετέλεσαν διευθυντές στις εταιρείες και να συγκρίνει τον αριθμό αυτόν με τον αριθμό των τραγουδιών που, για το ίδιο χρονικό διάστημα, ανήκουν σε δημιουργούς που δεν πέρασαν από διευθυντικές θέσεις, θα διαπιστώσει ότι οι διευθυντές είναι όχι μόνο πολυγραφότατοι, αλλά και αυτοί που έκαναν τις περισσότερες εμπορικές επιτυχίες.

Δεν πρόκειται για υπαινιγμό ότι οι άνθρωποι αυτοί (όπως κάθε άνθρωπος μειωμένης ηθικής αντιστάσεως) εκμεταλλεύθηκαν τη θέση τους προς όφελός τους, είναι ευθεία αναφορά καθώς εκτός από το στατιστικό στοιχείο υπάρχουν και μαρτυρίες προσώπων σαν αυτή του μικρασιάτη λαϊκού συνθέτη Γιώργου Ροβερτάκη, που δημοσιεύεται στο βιβλίο των Τάσου Σχορέλη - Μίμη Οικονομίδη «Ενας ρεμπέτης» (Αθήνα 1973) και αναφέρει: «Κι ύστερα με φάγαν οι μαφίες των εταιρειών.. Προπολεμικά κι αργότερα σε κάθε εταιρεία, εξόν από το αφεντικό υπήρχε κι ένας μαέστρος που έκανε κουμάντο. Οι περισσότεροι από δαύτους ήτανε Σταβίνσκηδες. Ο γερο-Λαμπρόπουλος κι ο γερο-Μάτσας ήταν τίμιοι άνθρωποι, δεν τους άρεσε το άδικο. Αλλά δύσκολα μάθαιναν τι γινότανε. Κι αυτό κατόπιν εορτής. Δεν άφηναν τα λεχάρια να τους πλησιάσεις. Πάω μια μέρα στον Τούντα, τον μαέστρο της Κολούμπια. Κύριε Τούντα, του λέω, θυμήθηκα ένα ωραίο τραγουδάκι που το άκουγα απ' τη μάνα μου. Του έχω βάλει δικά μου λόγια. Ηταν το "Τελεγράφιμ ντελέριμ" και του είχα βάλει λόγια που έλεγαν: "Πώς την έπαθα, μου 'πες να 'ρθω βράδυ, μόλις πέσει το σκοτάδι...". Ο Τούντας μου απαντάει: "Πατριωτάκι, δεν κάνει γιατί είναι η μουσική τούρκικη". Σηκώθηκα κι έφυγα. Σε ένα μήνα το κυκλοφόρησε στο όνομά του με τίτλο "Χαρικλάκι". Βέβαια δεν ήταν ούτε δικό μου, αλλά εγώ το θυμήθηκα. Αυτό γίνηκε το 1932. Σταμάτησα να πηγαίνω. Εν τω μεταξύ γνωρίστηκα με τον Στράτο. Ηταν φωνακλάς, αλλά τίμιος. Μου 'λεγε: "Πήγαινε στο γέρο, ρε κορόιδο, έχει ωραία πράγματα γράψει. Ξέρω την πουστιά που σου 'κανε. Δεν πειράζει, κάνε υπομονή". Ξαναπάω. Το '34 με '35. Πήρα ένα τετράδιο που είχα γράψει πάνω από 30 τραγούδια μου και πήγα στο σπίτι του στη Νέα Σμύρνη. Τα πήρε και τα μελέτησε. Σε μια στιγμή άρχισε να σκίζει τα φύλλα και να βάζει άλλο εδώ κι άλλο εκεί. Ξεχώρισε 6-7 και αφού τα δίπλωσε στα δυο τα έβαλε στο συρτάρι του. "Πατριωτάκι, αυτά να τα ξεχάσεις. Θα σου βάλω άλλα εσένα. Νέος είσαι κι έχεις καιρό να γράψεις πολλά"».

Ο Ροβερτάκης ισχυρίζεται ότι ανάμεσα σε αυτά που ο Τούντας του πήρε ήταν η «Βαρβάρα» και το «Είν' ευτυχής ο άνθρωπος». Τα εξέδωσε με το όνομά του. Επειδή όμως ο Ροβερτάκης είχε μάρτυρες, αργότερα τα ηχογράφησε στο όνομά του και δεν τόλμησε κανένας να τα αμφισβητήσει. «Ο Τούντας μου 'χε φάει την ψυχή» λέει. «Μήπως τα ίδια δεν έκανε του Γιοβάν Τσαούς, της Ρόζας και σε πολλούς άλλους; Δικό του είναι το "Χαρικλάκι", το "Καναρίνι", "Ο χάρος", "Το μωρό" και τόσα άλλα; Ετσι γίνηκε μεγάλος και τρανός. Με τις δικές μου πλάτες. Βέβαια έγραψε και δικά του, αλλά ο Θεός κι η ψυχή του».

Για ποιο λόγο δηλαδή να μην εκδηλώνονται ανάμεσα στους παράγοντες του τραγουδιού όλες οι ανθρώπινες αδυναμίες και τα ελαττώματα; Δεν είναι παράδοξο να περιμένει κανείς και την εκμετάλλευση θέσεων και εξουσιών και τη συναλλαγή και άλλες αθέμιτες πράξεις. Συχνά υποθέσεις με τέτοιο περιεχόμενο παίρνουν δημοσιότητα και κάποτε φτάνουν και στα δικαστήρια.

Γνωστές και συζητημένες περιπτώσεις, εκτός από αυτές των «διευθυντών» - νονών της προπολεμικής εποχής, υπάρχουν πολλές. Αναφέρουμε την περίπτωση του Βαγγέλη Παπάζογλου (1896-1943), τα τραγούδια του οποίου έγιναν αντικείμενο «δανεισμού» από πολλούς και διάφορους μουσικοσυνθέτες, μερικά από τα οποία είναι και αυτά που δημοσιεύονται στο βιβλίο του Κώστα Χατζηδουλή «Βασίλης Τσιτσάνης» (εκδόσεις Νεφέλη, 1979):

Ζεϊμπέκικο ηχογραφημένο με τίτλο «Οι λαχανάδες» το 1934 σε πολλές εκτελέσεις με τον Στελλάκη, με τον Κώστα Ρούκουνα, με τη Ρόζα κ.ά.

Πρώτος «δανεισμός» το 1967, όπου ο Νίκος Δαλέζιος πήρε τη μουσική των «Λαχανάδων» και τη χρησιμοποίησε στο τραγούδι «Σαν τον αγά την άραξες» (δίσκος Odeon), ερμηνευτής Βαγγέλης Περπινιάδης. Δεύτερος «δανεισμός» το 1975, όπου ο ιδιοκτήτης της δισκογραφικής εταιρείας Πάνιβαρ, κ. Βαρδουλάκης, το κυκλοφόρησε με το όνομά του στο LP «Ενας μάγκας στο Βοτανικό», με τον Σπύρο Ζαγοραίο.

Τραγούδι ηχογραφημένο, επίσης του Παπάζογλου, το 1934 με τον τίτλο «Ο αργιλές», γρήγορο ζεϊμπέκικο, το συναντάμε σε άλλες δύο εκδοχές. Στην πρώτη, το 1969, ο Βασίλης Βασιλειάδης (τον οποίο ο συγγραφέας χαρακτηρίζει από τα πιο άγρια και αχόρταγα αρπακτικά όρνια των ρεμπέτικων), πήρε τη μουσική και τη χρησιμοποίησε στο τραγούδι «Το μωρό μου» (δίσκος Minos, στίχοι Πυθαγόρα, εκτέλεση Στέλιος Καζαντζίδης). Η χήρα Παπάζογλου διαμαρτυρήθηκε τότε στην εταιρεία και στην ΑΕΠΙ, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Στη δεύτερη εκδοχή, το ίδιο τραγούδι κυκλοφόρησε με τον τίτλο «Ναργιλέ μου παινεμένε» (1976) με δημιουργούς τους Δ. Φράττη και Α. Μπόνη.

Ενα ακόμη τραγούδι του Παπάζογλου είχε την ίδια χρήση. Ενας καρσιλαμάς ηχογραφημένος το '34 με τίτλο «Η φωνή του αργιλέ» («Πέντε χρόνια δικασμένος») και με ερμηνευτή τον Στελλάκη «ευτύχησε» πολλών δανεισμών: το 1964 ο Γιώργος Μητσάκης χρησιμοποίησε τη μελωδία του τραγουδιού αυτού στο τραγούδι «Το παιδί της Κοκκινιάς» (δίσκος Philips)· το '72 ο Γιώργος Μανισαλής πήρε τη μουσική του ίδιου τραγουδιού και τη χρησιμοποίησε στο τραγούδι «Αν γουστάρω πορτοφόλι» με ερμηνεύτρια τη Ρίτα Σακελλαρίου· το 1976 ο Ζακ Ιακωβίδης χρησιμοποίησε την ίδια μελωδία στο τραγούδι «Πέντε κρίκοι ένα τάλιρο» (LP «Λούνα Παρκ», στίχοι Γιάννη Δαλιανίδη).

Οι περιπέτειες της «Φαληριώτισσας»

Αλλη χαρακτηριστική περίπτωση είναι εκείνη του δημοφιλούς τραγουδιού «Φαληριώτισσα» του Γιάννη Παπαϊωάννου. Οπως διηγείται ο ίδιος, το έγραψε πολλά χρόνια προτού γραμμοφωνηθεί και το τραγουδούσε με φίλους στους δρόμους, στο Φάληρο και στις Τζιτζιφιές, ως καντάδα. Κάποιος λοιπόν που άκουσε τη «Φαληριώτισσα» την πήγε στην Odeon και ακολούθησε η μεγάλη εμπορική επιτυχία του τραγουδιού. Αυτός ο κάποιος ­ όπως αναφέρει ο Κ. Χατζηδουλής, που δημοσιεύει συνέντευξη του Γιάννη Παπαϊωάννου στο βιβλίο με τίτλο «Ντόμπρα και σταράτα» (εκδόσεις Κάκτος, 1982) ­ ήταν ο Κ. Γρυπάρης (αδελφός του ποιητή) που έγραφε και στίχους ελαφρών τραγουδιών.

«Το αποτέλεσμα ήταν να του πάρει ο Γρυπάρης τα μισά ποσοστά από τη "Φαληριώτισσα"» λέει ο συγγραφέας. «Κάτι σαν... προμήθεια. Από τότε υπήρχαν τα νταβατζιλίκια στον δισκογραφικό χώρο του τόπου μας. Ο ίδιος ο μπαρμπα-Γιάννης, όταν το κουβεντιάσαμε, μου είπε πως όταν του πρότεινε ο Γρυπάρης να τον πάει στην εταιρεία τού ζήτησε τα μισά δικαιώματα. Και ο Παπαϊωάννου, από καθαρή άγνοια όπως με διαβεβαίωσε, δέχτηκε. Ωστόσο μετά τον θάνατο του μπαρμπα-Γιάννη ειπώθηκαν και γράφτηκαν πολλές ανακρίβειες για την πατρότητα της "Φαληριώτισσας". Προσωπικά ξέρω τουλάχιστον δέκα άτομα που διαβεβαιώνουν ότι αυτοί έγραψαν τους στίχους της. Και άλλοι τόσοι τη μουσική της. Μεταξύ αυτών δε και ο γνωστός Π. Γιαννακός (Κοκοβιός), που λίγο νωρίτερα με την ίδια θρασύτητα είχε ισχυριστεί ότι αυτός τάχα συνέθεσε τη μουσική του "Πασατέμπου". Πάλι όμως εκ του ασφαλούς, διότι και οι δύο δημιουργοί του "Πασατέμπου" (Χιώτης και Γιαννακόπουλος) είχαν πεθάνει...».

Στην ίδια συνέντευξη ο Παπαϊωάννου καταφέρεται εναντίον των τραγουδιστών που αποκτούν φήμη και ξεχνούν τους ευεργέτες τους. Φτάσανε μάλιστα στο σημείο ­ όπως λέει ­ να μη θέλουν να τραγουδήσουν τα τραγούδια που τους δίνουν οι συνθέτες αν δεν πάρουν και ποσοστά. Ο συγγραφέας συμπληρώνει ότι πρόκειται για ένα αίσχος που λειτουργούσε και λειτουργεί στο δισκογραφικό κύκλωμα. Στις αρχές της δεκαετίας του '50, όταν εμφανίστηκε ο γνωστός τραγουδιστής ­ του οποίου το όνομα δεν αποκαλύπτει ούτε ο Παπαϊωάννου ούτε και ο Χατζηδουλής, τον χαρακτηρίζει όμως «αδίστακτο», «εκβιαστή» και «άρπαγα» ­ το φαινόμενο αυτό, λέει, έφτασε στο αποκορύφωμά του. Στη δεκαετία του '60 έγινε καθεστώς. Τι συνέβαινε;

«Όταν λ.χ. ένας συνθέτης είχε έξι τραγούδια και τα πήγαινε σε έναν εμπορικό τραγουδιστή για να τα ερμηνεύσει σε δίσκους, έπρεπε να του χαρίσει τα τέσσερα!» γράφει ο Κ. Χατζηδουλής. «Πολλές φορές και από τα υπόλοιπα δύο του έπαιρνε ο τραγουδιστής τα μισά (στίχους ή μελωδίες). Γι' αυτό βλέπουμε σήμερα ορισμένους τραγουδιστές να έχουν καταχωρισμένα στην πάρτη τους εκατοντάδες τραγούδια. Βέβαια σήμερα δεν συμβαίνουν αυτά. Με μοναδική εξαίρεση τον τραγουδιστή που ανέφερα παραπάνω, ο οποίος δεν θέλει να καταλάβει ότι τα πράγματα άλλαξαν. Που να εννοεί να αποβάλει τις παλιές γκαγκστερικές μεθόδους του, με τις οποίες για 20 ολόκληρα χρόνια εκμεταλλευόταν τις ανθρώπινες ανάγκες».

Συναλλαγές όμως και υπεξαιρέσεις τραγουδιών φαίνεται ότι δεν συνέβαιναν μόνο ανάμεσα στους καλλιτέχνες και στις «μαφίες» των εταιρειών, αλλά και μεταξύ των μουσικών και στιχουργών του ρεμπέτικου. Οπως αφηγείται ο Νίκος Μάθεσης ή Τρελάκιας («Ρεμπέτικη ιστορία» Νο 1, εκδόσεις Νεφέλη), «προμηθευτές» του Μάρκου Βαμβακάρη υπήρξαν τόσο ο Ανέστης Δελιάς όσο και ο Νίκος Αρμάος που έβαζε τραγούδια στις λατέρνες.

Ο Νίκος Αρμάος, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Τα Νέα» (10-8-78), ανάμεσα σε άλλα λέει: «Ο Μάρκος ήτανε φίλος μου και πολλές φορές ερχότανε στο μαγαζί μου και τα λέγαμε. Του 'δωσα ένα ζεϊμπέκικο που του 'χα γράψει εγώ τη μουσική. Εγώ έγραφα πάντα μουσικές, αλλά χωρίς λόγια, γιατί τα λόγια δεν χρειάζονται στη λατέρνα, και του είπα του Μάρκου να βάλει λόγια και να το βγάλει δίσκο. Τα έβαλε, τραγούδησε ο ίδιος και είναι αυτό που λέει "Μάνα μου με σκοτώσανε", μουσική δική μου, λόγια του Μάρκου. Άλλο ένα χασάπικο έδωσα του Μάρκου. Όλα κι όλα δυο τραγούδια. Τα χάρισα. Έβαλα όμως στη λατέρνα μετά πολλά τραγούδια δικά του και ποτέ δεν μου 'πε κουβέντα ο άνθρωπος...».

Τι να του πει όμως; Μήπως εισέπραττε κανείς ποσοστά από τις λατέρνες; Συναλλαγές. Αγοραπωλησίες. Δανεισμοί μουσικής. Έχουν πολλές φορές στο παρελθόν έρθει στο φως της δημοσιότητας με διάφορους τρόπους. Υπάρχει η υπόθεση του τραγουδιού «Τρελέ Τσιγγάνε» του Τσιτσάνη και του τραγουδιού «Αγάπη που 'γινες δίκοπο μαχαίρι» του Μάνου Χατζιδάκι, η ομοιότης της μουσικής των οποίων έφτασε ως τα δικαστήρια, αλλά και ο «Κρητικός χορός» του Μίκη Θεοδωράκη, τη μελωδία του οποίου διεκδικούσε ως δική του ο Γ. Κουτσουρέλης, καθώς και τα τόσα και τόσα που έχουν ακουστεί για τα τραγούδια της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου που η ίδια πουλούσε για ένα πιάτο φακή.

Μέγα δισκογραφικό θέμα δημιούργησε και η «Συννεφιασμένη Κυριακή» του Βασίλη Τσιτσάνη. Το 1973 ο δημοσιογράφος Γιώργος Κοντογιάννης δημοσίευσε στο περιοδικό «Ταχυδρόμος» την άποψη του Ηλία Πετρόπουλου ότι η «Συννεφιασμένη Κυριακή» δεν είχε στίχους του Τσιτσάνη αλλά του Αλέκου Γκούβερη και του Νίκου Ρούτσου, που έτσι και αλλιώς συνεργάζονταν με τον συνθέτη. Αυτή η άποψη ελέγχεται ως ανακριβής, αφού ο Πετρόπουλος είναι «δηλωμένος» εχθρός του Τσιτσάνη. Παρ' όλα αυτά, είναι γνωστό ότι ο Γκούβερης εισπράττει το 25% των δικαιωμάτων από την ΑΕΠΙ χωρίς στο τραγούδι να υπάρχει το όνομά του. Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, πάντως, είχε πολλές φορές υπερασπιστεί τον Τσιτσάνη και την αξία του λέγοντας ότι η ίδια και άλλοι στιχουργοί τού έδιναν προσχέδια στίχων και θέματα, τα οποία ο σύνθετης έκανε τραγούδια και μάλιστα σημαντικά.