Αρχική σελίδα → Προσωπικά Ενδιαφέροντα → Μουσική

Γεια σου, περήφανη κι αθάνατη εργατιά!

Πάνος Γεραμάνης, εφ. Τα Νέα, 16/10/1999

Από τη σφαγή των Ελλήνων εργατών στο Κολοράντο των ΗΠΑ το Πάσχα του 1914, μέχρι τον αιματηρό Μάη του 1936 στη Θεσσαλονίκη και την περιπέτεια χιλιάδων μεταναστών μας στα σκλαβοπάζαρα της Ευρώπης ως την έκδοση ΓΣΕΕ - Π. Κουνάδη «Γεια σου περήφανη κι αθάνατη εργατιά» με 300 εργατικά τραγούδια.

Τα μεγάλα γεγονότα και τα προβλήματα 170 χρόνων (από το 1830 μέχρι σήμερα) περνούν μέσα από 300 και πλέον εργατικά και ευρύτερα κοινωνικά λαϊκά τραγούδια, που δίνουν ξεχωριστές εικόνες και πληροφορίες της καθημερινής ζωής των Ελλήνων. Οι συνθήκες εργασίας, οι διεκδικητικοί αγώνες, τα επαγγέλματα, η μετανάστευση, η κοινωνική αδικία, έδωσαν εναύσματα στους δημιουργούς να γράψουν και να τραγουδήσουν τραγούδια που ακολουθούν δρόμους παράλληλους με την ελληνική ιστορία.

Μια μακρόχρονη συνεργασία του «Αρχείου Συνδικάτων» της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος με τον ερευνητή του ελληνικού τραγουδιού Παναγιώτη Κουνάδη οδηγεί σε μία πολύ σημαντική έκδοση που θα κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες, με πολλά στοιχεία, ντοκουμέντα, φωτογραφίες και στίχους από γνωστά αλλά και ανέκδοτα τραγούδια και με τίτλο «Γεια σου περήφανη κι αθάνατη εργατιά». Τίτλο εμπνευσμένο από ένα δίστιχο, δανεισμένο από το γνωστό μεταπολεμικό τραγούδι του Τσιτσάνη «Οι φάμπρικες».

Αχθοφόρος στο λιμάνι του Πειραιά στις αρχές της δεκαετίας του '60

Με τις πρώτες σημαντικές κινητοποιήσεις και απεργίες (1826 των τυπογράφων στο Ναύπλιο) συνδέονται και οι πρώτες δημιουργίες εργατικών τραγουδιών. Στην ουσία ­ όπως αναφέρουν τα στοιχεία της έκδοσης ­ οι βάσεις του εργατικού κινήματος μπαίνουν μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Την ίδια περίοδο επισημαίνεται η προσφορά στην πνευματική δημιουργία που είχε ο εκτός Ελλάδας Ελληνισμός (Μικράς Ασίας, Αιγύπτου και Αμερικής όπου είχαν πρωτοποριακό ρόλο στους εργατικούς αγώνες οι Έλληνες μετανάστες ).

Η μουσική ζωή στην Ελλάδα, μετά τη θητεία του Όθωνα ως την περίοδο του βασιλιά Γεωργίου του Α', παράγει εργατικά τραγούδια μέσα από το μελόδραμα και το κωμειδύλλιο.

Η θεματογραφία εκείνης της εποχής (1885-1897) αναφέρεται στα άμεσα προβλήματα του λαού και των εργαζομένων. Όπως σημειώνει ο Θεόδωρος Χατζηπανταζής: «Η αναπαράσταση της καθημερινής ζωής απλών ανθρώπων, σφουγγαράδων της Ύδρας, εργατικών οικογενειών της Πλάκας, καρβουνιάρηδων της Κούλουρης» συγκεντρώνει την προσοχή και το ενδιαφέρον των κειμενογράφων της εποχής.

Αλλά και τα πρώτα επιθεωρησιακά ρεμπέτικα τραγούδια με τρόπο καυστικό σατίριζαν την επικαιρότητα («Γιατί να βασανίζεσαι ασπρηδερή μου χήνα / Με λόγους και με κάρβουνα μέσα εις την κουζίνα»).

Οι μεγάλες περίοδοι που αποτελούν πεδίο δημιουργίας για το εργατικό, κοινωνικό αλλά και το επαναστατικό λαϊκό τραγούδι, είναι: η Μικρασιατική Καταστροφή (και μετά), η Δικτατορία Μεταξά, η Κατοχή, η Αντίσταση και η Απελευθέρωση, ο Εμφύλιος Πόλεμος και η μετεμφυλιακή εποχή. Από το 1922 ώς το 1967, συνυπάρχουν και αναδεικνύονται, λοιπόν, οι μεγαλύτερες προσωπικότητες στον κόσμο και στον χώρο του τραγουδιού και της δισκογραφίας. Από τους μεγάλους μοναδικούς πρωταγωνιστές της Σμύρνης και της Πόλης (Τούντας, Παπάζογλου, Νταλγκάς) τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Μπάτη, τον Χατζηχρήστο, τον Τσιτσάνη, τον Χιώτη, την Παπαγιαννοπούλου, ώς τον Χατζιδάκι, τον Θεοδωράκη, τον Ρίτσο, τον Λειβαδίτη και τον Γκάτσο.

Φυσικά, υπάρχουν τα μεγάλα γεγονότα που τους προσφέρουν αδιάκοπα θεματολογία. Από τα καθημερινά αβάσταχτα προβλήματα και τα βάσανα των μικροεπαγγελματιών μέχρι τις οργανωμένες διαδηλώσεις κοινωνικών ομάδων (μεταλλουργοί, καπνοπαραγωγοί, ναυτεργάτες). Μία από τις κορυφαίες και πιο αιματηρές λαϊκές κινητοποιήσεις έγινε τον Μάη του 1936 στη Θεσσαλονίκη, όπου οι χωροφύλακες έριξαν στο ψαχνό στους διαδηλωτές καπνοπαραγωγούς. Είναι η τρομερή ιστορία από την οποία ο Γιάννης Ρίτσος εμπνεύσθηκε τον «Επιτάφιο» που μελοποίησε (το 1959) ο Μίκης Θεοδωράκης και θεωρείται το πλέον επικό έργο της ελληνικής δισκογραφίας.

Στη δεκαετία του 1940, κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής και του απελευθερωτικού αγώνα, φουντώνει το αντιστασιακό λαϊκό τραγούδι (ύμνοι για το ΕΑΜ, τον ΕΛΑΣ, την ΕΠΟΝ και άλλα επαναστατικά κόμματα). Ένα ιδιαίτερο στοιχείο που πρέπει να τονισθεί για τη συγκεκριμένη περίοδο, είναι ότι λαϊκοί συνθέτες όπως ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Δημήτρης Γκόγκος ή Μπαγιαντέρας, ο Γιάννης Κυριαζής και ο Μιχάλης Γενίτσαρης, έγραψαν τραγούδια πολύ δυνατά, με αντιστασιακό περιεχόμενο, από τα οποία άλλα κυκλοφόρησαν ύστερα από πολλά χρόνια κι άλλα έμειναν στην αφάνεια. Με τα μεγάλα προβλήματα που δημιουργήθηκαν μετά την Κατοχή, τον πόλεμο και τον εμφύλιο, και τις ζοφερές μέρες που ακολούθησαν το 1950 γράφτηκαν δεκάδες τραγούδια που αναφέρονταν στην κοινωνική αδικία, ενώ πλήθος δημιουργοί σχολίασαν με τον δικό τους τρόπο την αγωνία του κόσμου και τη φυγή του στις ξένες αγορές εργασίας με τη μετανάστευση.

Αφού κάνει ειδική αναφορά στα χρόνια της στρατιωτικής δικτατορίας (1967-1974), η έκδοση «Γεια σου περήφανη κι αθάνατη εργατιά» μπαίνει σ' ένα από τα ουσιώδη κεφάλαια της ιστορίας του εργατικού τραγουδιού που αφορά την 25ετία (1974-1999). Λαϊκοί και έντεχνοι συντελεστές του ρεμπέτικου, γράφουν και τραγουδούν εργατικά τραγούδια που έχουν πιο προχωρημένο (σύγχρονο) στίχο, αλλά θίγουν πάντα τη βασική αιτία, την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, την κοινωνική αδικία. Θεοδωράκης, Λοΐζος, Λεοντής, Λευτέρης Παπαδόπουλος, Κηλαηδόνης, Μούτσης, Μαρκόπουλος, Σκούρτης, Νεγρεπόντης, Μάνος Ελευθερίου, Βαγγέλης Κορακάκης, Γιάννης Λεμπέσης, Γιώργος Τζώρτζης, Δημήτρης Κοντογιάννης, μιλούν στις μέρες μας, με τα τραγούδια τους στην απλή γλώσσα, για τα άμεσα προβλήματα των εργατών και γενικώς των εργαζομένων.

Ξεχωριστές τέλος περιπτώσεις στην έκδοση αποτελούν οι ενότητες «Τα επαγγέλματα» και «Η μετανάστευση». Στην πρώτη υπάρχει μια μεγαλη επιλογή από τραγούδια που έχουν γράψει οι λαϊκοί δημιουργοί και «ζωγραφίζουν» την «Ταβερνιάρισσα», την «Γκαρσόνα» τον «Θερμαστή», τον «Αραμπατζή», κ.ά.

Στη μετανάστευση οι επιλογές είναι επίσης πολύ ενδιαφέρουσες, αν σκεφθούμε ότι υπάρχουν τραγούδια που ηχογραφήθηκαν στην Αμερική στις αρχές του αιώνα, και ακόμη πριν από την Κατοχή, αλλά και την περίοδο του '50-'60: «Σαν απόκληρος γυρίζω», «Το όνειρο της αδελφής», «Γειτονιά μου αγαπημένη», «Φεύγω με πίκρα στα ξένα», «Το τρένο Γερμανίας Αθηνών».

Στίχοι που έγραψαν ιστορία

Από τα τραγούδια της Κατοχής που έγραψαν λαϊκοί συνθέτες διασώθηκε μόνο το «Χαϊδάρι» του Μάρκου Βαμβακάρη, που το έγραψε το 1944, τραγουδήθηκε τα χρόνια εκείνα, αλλά δεν τόλμησε να το εμφανίσει μετά τον πόλεμο λόγω των συνθηκών που ακολούθησαν.

Τη μελωδία του τραγουδιού είχε κρατήσει στη μνήμη του ο Γιάννης Κυριαζής και το τραγούδησε σε ιδιωτική ηχογράφηση, το 1974. Ο Γιώργος Νταλάρας το συμπεριέλαβε στον δίσκο με τίτλο «Τα ρεμπέτικα της Κατοχής», το 1980, σε μουσική του Στέλιου Βαμβακάρη, αγνοώντας την ύπαρξη της πρωτότυπης μελωδίας.

Τρέξε μανούλα όσο μπορείς, τρέξε για να με σώσεις

Κι απ' το Χαϊδάρι μάνα μου να μ' απελευθερώσεις

Γιατί είμαι μελλοθάνατος και καταδικασμένος

Δεκαεφτά χρονών παιδί στα σίδερα κλεισμένος.

Απ' την οδό του Σέκερη με πάνε στο Χαϊδάρι

Κι ώρα την ώρα καρτερώ το χάρο να με πάρει.

Να δεις του χάρου το σπαθί, μανούλα, πώς το σέρνει

Και τη ζωή του καθενός, μάνα μου, πώς την παίρνει.

Και σαν με δεις μάνα νεκρό, να πεις στις άλλες μάνες

Γιατί πονέσανε κι αυτές, με πίκρες πιο μεγάλες.

Πως είδα τα παιδάκια τους στα σίδερα δεμένα

με την κατάδικη στολή, αδικοσκοτωμένα.

Τα στοιχεία είναι από συνεντεύξεις του Μάρκου Βαμβακάρη στους Παναγιώτη Κουνάδη και Νέαρχο Γεωργιάδη τον Ιούλιο του 1965, και του Γιάννη Κυριαζή (συνθέτη και τραγουδιστή του ρεμπέτικου) στον Παναγιώτη Κουνάδη το 1974.

Της ξενιτιάς

ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΟΥ ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟΥ

­ (1950) του Βασίλη Τσιτσάνη

εκτέλ.: Σωτηρία Μπέλλου

Σαν απόκληρος γυρίζω στην κακούργα ξενιτιά

Περιπλανώμενος, δυστυχισμένος

Μακριά απ' της μάνας μου την αγκαλιά.

Κλαίνε τα πουλιά γι' αέρα και τα δέντρα για νερό

Κλαίω μανούλα μου κι εγώ για σένα

Που έχω χρόνια για να σε ιδώ.

Πάρε χάρε την ψυχή μου ησυχία για να βρω

Αφού το θέλησε η μαύρη μοίρα

Μες στη ζωή μου να μη χαρώ.

Από τα κορυφαία τραγούδια για την ξενιτιά και τους καημούς της. Γράφτηκε αμέσως μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου κι ενώ άρχιζε η νέα φάση μαζικής μετανάστευσης προς τη Γερμανία, την Αυστραλία, τον Καναδά και ελεγχόμενα προς τις ΗΠΑ. Μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου και λόγω της πολιτικής αντιπαράθεσης που επιβλήθηκε, εγκατέλειψαν τη χώρα δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι, από τον φόβο των αντιποίνων, για να εγκατασταθούν, κυρίως, στις ανατολικές χώρες. Τέτοια τραγούδια μεγάλης εμβέλειας, με τέλος γεμάτο απόγνωση, παραπέμπουν με τη διαχρονικότητά τους σε όλα τα θλιβερά συμβάντα του νεοελληνικού χώρου, της πρώτης 50ετίας του αιώνα.

Πηγή: Δίσκος 78 στρ. His Master's Voice ΑΟ 2995.

Πρωτοπορία και στην Αμερική

Ομάδα ενόπλων ανέργων ανθρακωρύχων που έλαβαν μέρος στα γεγονότα του Κολοράντο

Από το 1891 και μετά, για άγνωστους λόγους, ένας τεράστιος αριθμός Ελλήνων είχε εγκατασταθεί στην πόλη Lowell της Μασαχουσέτης. Υπολογίζεται ότι το 1910 η ελληνική παροικία ξεπερνούσε τις 10.000. Η πλειοψηφία τους εργαζόταν στα υφαντουργεία της περιοχής, που ήταν από τα μεγαλύτερα της χώρας. Όταν ξέσπασε η μεγάλη απεργία παναμερικανικού χαρακτήρα (6/4-8/6/1903) στην υφαντουργία και τις άλλες συναφείς βιομηχανίες όλοι οι εργαζόμενοι της χώρας περίμεναν με αγωνία τις αποφάσεις των Ελλήνων εργατών του Lowell, που ξεπερνούσαν τις 4.000. Η απόφασή τους θα είχε καθοριστική σημασία για την εξέλιξη του αγώνα. Ύστερα από συσκέψεις των ελληνικών συλλόγων, όχι μόνο αποφασίστηκε η ομόφωνη συμμετοχή, αλλά, όντας οι μόνοι που είχαν καταθέσεις σε τράπεζες, χρηματοδότησαν με 100.000 δολάρια τις ανάγκες τις απεργίας. Ανέλαβαν δε και την πρωτοπορία του απεργιακού αγώνα, με αποτέλεσμα να συλληφθούν και να οδηγηθούν στο δικαστήριο οι αρχηγοί: Κ. Αντωνίου, Κ. Μουστάκας και Π. Μαυρογιώργης. Η συγκέντρωση, έξω από το δικαστήριο, όλων των κατοίκων της πόλης, με επικεφαλής τους Έλληνες, συνέβαλε στο να μην καταδικαστούν.

Το συγκλονιστικότερο, όμως, συμβάν στην αμερικανική συνδικαλιστική ιστορία, το οποίο καθοδηγήθηκε από Έλληνες, ήταν η σφαγή στα ανθρακωρυχεία του Κολοράντο, που έγινε το ελληνικό Πάσχα του 1914. Ο Μπάμπης Μαλαφούρης, στο βιβλίο του «Έλληνες της Αμερικής 1528-1948» (σ. 127), δίνει μια συγκλονιστική περιγραφή των συνθηκών και των συμβολαίων εργασίας των Ελλήνων, όπου οι σκληρές συνθήκες εργασίας ουσιαστικά δεν διέφεραν από τη δουλεία των αρχαίων χρόνων.

«Ιδιαίτερα όμως, οι Έλληνες εργάτες, επειδή δεν προήρχοντο από βιομηχανική χώρα, επειδή ήταν αγρότες και ως τότε δεν είχαν ιδή καμμιά κρατική προστασία στον τόπο τους και κανενός είδους βελτίωση των συνθηκών της ζωής τους, εγίνοντο ευκολώτερα θύματα εκμεταλλεύσεως, αφού μάλιστα για τους ίδιους λόγους δεν είχαν καμμιά εργατική συνείδηση. Αντίθετα, μάλιστα, επειδή ήταν τυφλά όργανα των εργολάβων των, στους οποίους τους είχαν παραδώσει οι εργατομεσίτες, οι «γλωσσάδες», οι «διερμηνείς» και οι «παδρόνες» που τους εξεμεταλλεύοντο και επειδή δεν ήξεραν ούτε τη γλώσσα, ούτε τα ζητήματα, ούτε πού, ούτε γιατί πήγαιναν, εδέχοντο να γίνονται άθελά τους απεργοσπάστες και να χρησιμοποιούνται συχνά για ν' αντικαταστήσουν Αμερικανούς εργάτες που απελύοντο από τα εργοστάσια γιατί είχαν απεργήσει και να προκαλούν με τον τρόπο αυτό τη φανερή αντιπάθεια όλων των άλλων εργατών. Γι' αυτό και πολλές φορές οι Αμερικανοί και άλλων εθνοτήτων εργάτες αντιδρούσαν όσο μπορούσαν στην πρόσληψη Ελλήνων εργατών στα εργοστάσια ή άφηναν γι' αυτούς τις πιο βαριές εργασίες και με κάθε τρόπο τούς έφερναν δυσκολίες για να τους αναγκάσουν να πάψουν να εργάζονται.(...)

Με την πάροδο όμως του χρόνου άρχισαν να παρακολουθούν αναγκαστικά την εργατική κίνηση, ν' αναμιγνύονται σ' αυτή, έως ότου με την πρωτοβουλία ηγετικών στοιχείων, από εκείνα που αναφαίνονται μόνα τους σε παρόμοιες περιστάσεις και που όπως απεδείχθη δεν έλειπαν ανάμεσά τους, οι Έλληνες εργάτες πήραν μέρος στην εργατική τάξη που έπρεπε και μπήκαν στις μεγάλες εργατικές οργανώσεις, στις οποίες μάλιστα έπαιξαν αργότερα σημαντικό ρόλο και σε μια περίσταση, στα ιστορικά γεγονότα του Κολοράντο συνέδεσαν οριστικά τ' όνομά τους με το εργατικό κίνημα της Αμερικής».

Στα ανθρακωρυχεία του Trinidad και του Ludlow στο Κολοράντο, εργάζονταν 800 περίπου Έλληνες, κυρίως από την Κρήτη, τη Μυτιλήνη, αλλά και άλλες περιοχές.

Στις 19 Απριλίου του 1914, οι 50 Έλληνες του καταυλισμού στο Ludlow γιόρταζαν το Πάσχα με τη συμμετοχή και πολλών ξένων εργατών. Την ημέρα αυτή διάλεξαν οι εθνοφρουροί μαζί με τρομοκράτες, πράκτορες των εταιρειών, να χτυπήσουν τους απεργούς. Διέλυσαν τους χορούς και τα τραγούδια τους και τρομοκρατώντας τους εργάτες, άρχισε να φαίνεται ότι κάτι σοβαρό και άγριο προετοιμάζεται. Το άλλο πρωί, με πρόσχημα την αναζήτηση κάποιου απεργού εργάτη, δημιούργησαν επεισόδιο με τον Λούη Τίκα, ο οποίος επιστρέφοντας στον καταυλισμό, δέχτηκε τα πρώτα πυρά των μυδραλιοβόλων των εθνοφρουρών. Προσπάθησε να οργανώσει την άμυνα, όμως δεν πρόφτασε, γιατί εκτελέστηκε από τους εθνοφρουρούς.

Οι μάχες διήρκεσαν δέκα μέρες, με άγνωστο αριθμό νεκρών, αφού πυρπολήθηκαν οι σκηνές του καταυλισμού και κάηκαν ζωντανά τα γυναικόπαιδα. Τη δεύτερη μέρα, σύμφωνα με τις ελληνικές εφημερίδες, καταμέτρησαν σαράντα νεκρούς. Μετά τον θάνατο του Λούη Τίκα, επικεφαλής του αγώνα εκλέχτηκε ο Πέτρος Κατσούλης.

Απόσπασμα από την ανάλυση του Π. Κουνάδη στη σπουδαία έκδοση της ΓΣΕΕ

ΕΡΓΑΤΗΣ [1932]

Παναγιώτη Τούντα

εκτέλεση: Κώστας Ρούκουνας

Εκατό δραχμές τη μέρα παίρνω τζιβαέρι μου

Πες της μάνας σου πως θέλω, αχ, αμάν, να σε κάνω ταίρι μου.

Είμ' εργάτης τιμημένος όπως όλη η εργατιάΚαι τεχνίτης προκομμένος, αχ, αμάν, λεοντάρι στη δουλειά.

Θα σου χτίσω ένα σπίτι γύρω με σκαλώματαΝ' ανεβαίνεις να μου κάνεις, αμάν, αχ, σκέρτσα και καμώματα.

Θα μου τηγανίζεις ψάρια με παντζάρια σκορδαλιάθα γλεντούμ' όλα τα βράδια, αμάν, αχ, με ρετσίνα και φιλιά.

Εκπληκτικό τραγούδι, με «προλεταριακό» θέμα, όπου φαίνεται η τοποθέτηση των δημιουργών του ρεμπέτικου απέναντι στην εργατική τάξη. Ήταν μεγάλη επιτυχία στη δεκαετία του 1930.

Άλλες εκτελέσεις:

1. Δίσκος 78 στρ. Columbia DG του 1932, με τον Στελλάκη Περπινιάδη.

2. Αμερική: «Εργάτης τιμημένος», δίσκος 78 στρ. Columbia USA F-56346 του 1934, με τον κιθαρίστα Κώστα Δούσα και με διασκευή στίχων. ­ Εκατό δραχμές την ώρα παίρνω τζιβαέρι μου ­ Τώρα με το NRE θα σου πάρω καναπέ.

Πηγή: Δίσκος 78 στρ. Parlophone Β-21640 του 1932, με τον Κώστα Ρούκουνα και επανατύπωση στις ΗΠΑ, Columbia 7067-F.